Σαν σήμερα, στις 17 Απριλίου, με έναν χρόνο διαφορά, το 2011 και το 2012, αντίστοιχα, σίγησαν δυο μεγάλες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου, η κάθε μια από τις οποίες είχε χαράξει τη δική της μοναδική πορεία.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος και ο Νίκος Παπάζογλου.
Από τη «Ρόζα» στον «Αύγουστο» και από τα «Λαδάδικα» στο «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» οι δυο καλλιτέχνες έγραψαν τη δική τους ιστορία, με τα τραγούδια τους να μένουν αναλλοίωτα στον χρόνο.
Η ζωή στη «Μικρή Μόσχα» και οι δυσκολίες
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Μονή Τρικάλων, στις 2 Απριλίου 1948, και μεγάλωσε σε μια φτωχική και υποβαθμισμένη συνοικία την οποία αποκαλούσαν «Μικρή Μόσχα», καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Αριστεροί.
«Τον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 29 ετών.
Μέχρι τα 16 γραφόμουν ορφανός. Νομίζαμε ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στο αντάρτικο.
Ώσπου τότε ήρθε ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία», έγραφε ο Μητροπάνος, καθώς διηγούνταν τη δύσκολη ζωή της οικογένειας του, με τη μητέρα του να φτιάχνει φλοκάτες για να ζήσουν.
Τα μουσικά του ακούσματα ήταν λίγα, μουσικές με ακορντεόν και λαϊκά τραγούδια, και αυτά μέσα από το ραδιόφωνο, που είχε αγοράσει ο θείος του, όταν επέστρεψε από την εξορία.
Η αγάπη του Μητροπάνου, όμως, ήταν τα λαϊκά τραγούδια και η «παιδική του λατρεία», που ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Προκειμένου η οικογένεια να εξασφαλίσει τα προς το ζην, αναγκάστηκε από πολύ μικρός να δουλέψει, αρχικά ως σερβιτόρος στην ταβέρνα ενός θείου του και, στα 12 του χρόνια, στις κορδέλες που κόβανε ξύλα.
«Μόνο ο Καζαντζίδης με ενδιέφερε»
Χαρακτηρισμένος ως ανεπιθύμητος στα σχολεία της περιοχής, λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του ίδιου, αλλά και της οικογένειάς του, ο Δημήτρης Μητροπάνος κατέβηκε στην Αθήνα, όπου, όμως, συνέχισε την πολιτική δράση, ενώ εντάχτηκε στο ΚΚΕ, με αποτέλεσμα να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές σε ιδιωτικό σχολείο.
Κάποια στιγμή, σε μια συγκέντρωση που είχε οργανώσει η εταιρεία του θείου του, ο Μητροπάνος σηκώθηκε να τραγουδήσει, παρουσία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο οποίος, με το που τον άκουσε του είπε:
«Εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής. Έλα να σε πάω εγώ στην “Kολούμπια“».
Σύμφωνα με τον ίδιο, αν και αρχικά δεν πίστεψε και πολύ στα λόγια του Μπιθικώτση, του άρεσε η ιδέα και ιδιαίτερα, όταν γνώρισε το μουσικό ίνδαλμά του, τον Καζαντζίδη.
«Είχαμε πάει ένα βράδυ στην “Tριάνα”, που τραγουδούσε με τη Mαρινέλλα [σ.σ. ο Καζαντζίδης] και είχα κάτσει όλη τη νύχτα να τον ακούω. Όρθιος, για να μη χάσω τίποτα, να τα βλέπω όλα καλά.
Εκείνο το βράδυ τον γνώρισα κιόλας. Η αλήθεια είναι ότι τότε, μόνο ο Καζαντζίδης με ενδιέφερε.
Μπροστά του δε έβλεπα τίποτα άλλο.
Ούτε τον Mπιθικώτση… Aκόμα κι αργότερα που δούλεψα με τον Θεοδωράκη, ο καβγάς μας ήταν το ότι μόνιμα εγώ ήμουν υπέρ του Kαζαντζίδη. Πηγαίναμε μετά τις συναυλίες κάπου και εγώ όπου έβρισκα τζουκ μποξ έβαζα φράγκο κι άκουγα Kαζαντζίδη», έγραφε.
«Ο Ζαμπέτας με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι»
Η εμφάνισή του στο ελληνικό πεντάγραμμο ξεκίνησε το 1966, όταν επισκέφθηκε την «Κουλούμπια» και γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, με τον οποίον άρχισε να δουλεύει στα «Ξημερώματα» και, λίγο καιρό αργότερα, τραγούδησε για πρώτη φορά σε συναυλία του Θεοδωράκη, στο «Παλλάς».
«Μικρέ να μη σε νοιάζουν τα τραγούδια για μία εβδομάδα.
Δεν είναι τίποτα αυτά, δεν υπάρχουν.
Να σε νοιάζουν τα τραγούδια που θα μείνουν και θα σε ακολουθούν σε όλη σου τη ζωή. Και όταν θα φύγεις αυτά θα υπάρχουν […] Τα βλέπεις τα φώτα; Αυτά είναι για εδώ.
Μην τα κουβαλήσεις στο σπίτι. Καταστράφηκες», τον συμβούλευε ο Ζαμπέτας, με τον Μητροπάνο να αποκαλύπτει ότι ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού υπήρξε ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι, ο οποίος τον βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι.
Όπως ήταν φυσικό, ακολούθησαν διάφορα κέντρα, οι «Eσπερίδες», το «Λυχνάρι», τα «Tαβάνια», συναυλίες με τον Λεοντή, μέχρι το 1967, όταν ήρθε η χούντα. Τότε, ηχογράφησε τον πρώτο του 45άρη δίσκο, με το τραγούδι «Θεσσαλονίκη» και λίγο νωρίτερα, η «Χαμένη Πασχαλιά», που, όμως λογοκρίθηκε και δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Σταθμός για τη μετέπειτα καριέρα του ήταν η γνωριμία του με τον Δήμο Μούτση, σε μουσική του οποίου και στίχους του Μάνου Ελευθερίου κυκλοφόρησε τον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος».
Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1999, ο Μητροπάνος και ο Μούτσης συναντήθηκαν ξανά επί σκηνής στο Ηρώδειο, με τη Δήμητρα Γαλάνη και τη σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου για δυο μουσικές βραδιές στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών.
Κατά τη μακροχρόνια πορεία του, η «Εθνική Φωνή της Ελλάδας» συναντήθηκε με κορυφαίους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς, όπως οι: Ζαμπέτας, Θεοδωράκης, Μούτσης, Καλδάρας, Σπανός, Πάνου, Μικρούτσικος, Κουγιουμτζής, Πλέσσας, Μουσαφίρης, Παπαδόπουλος, Τόκας, Κατσαρός, Χατζηνάσιος, Παπαβασιλείου, Νικολόπουλος Ελευθερίου, Αλκαίος, Παπαδόπουλος, Νικολακοπούλου, Κακουλίδης, Τσώτου κ.ά..
Στις 17 Απριλίου του 2012, η γνήσια λαϊκή φωνή του ελληνικού πενταγράμμου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Υγεία» με οξύ διαρροϊκό σύνδρομο και εμετούς, ενώ εμφάνισε πνευμονικό οίδημα και μεταφέρθηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 11:00 το πρωί, σε ηλικία 64 ετών.
Είπαν για τον Μητροπάνο
«Λυπάμαι, που δεν πρόλαβα να συνεργαστώ με τον Δημήτρη Μητροπάνο», δήλωσε πρόσφατα ο Γιώργος Θεοφάνους.
Ο Στέφανος Κορκολής σε αποκαλυπτική συνέντευξή του προ μηνών μίλησε για τον Δημήτρη Μητροπάνο και το τραγούδι «Θες», που όπως λέει στην αρχή, δεν προχώρησε.
Η Πέγκυ Ζήνα, τον χαρακτήρισε ως… βουνό. Κομβικής σημασίας η συνεργασία τους, όπως είπε. Εμαθε από εκείνον.
Ο Δημήτρης Μπάσης, όταν ήταν καλεσμένος στην εκπομπή Μουσικό Κουτί και στους Νίκο Πορτοκάλογλου και Ρένα Μόρφη μίλησε για τον Δημήτρη Μητροπάνο, ο οποίος άλλαξε την πορεία του στο τραγούδι.
Ο τραγουδοποιός με το κόκκινο μαντήλι
Ο Νίκος Παπάζογλου, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες τραγουδοποιούς, υπήρξε αναμφίβολα μια επιδραστική καλλιτεχνική μορφή.
Γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1948, στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου ξεκίνησε και τη μουσική του διαδρομή, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, παίζοντας ροκ σε συγκροτήματα, όπως οι «Fratelli», οι «Μακεδονομάχοι» και οι Olympians».
Μάλιστα, όταν ο frontman των Olympians, Πασχάλης Αρβανιτίδης, κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ο Παπάζογλου τον αντικατέστησε στο συγκρότημα.
«Είχα εξαιρετικά παιδικά χρόνια. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που ήταν καταπληκτική, ανάμεσα στη στάση Κολόμβου και στο Διοικητήριο, με αλάνες γύρω γύρω, με άλογα – αφού όλες οι μεταφορές γίνονταν με κάρα – κι έτρεχα και έπαιζα με μια φέτα ψωμί όλη μέρα, να… οικειοποιηθώ τον κόσμο. Φυσικά έπαιζα και μπάλα. Πρέπει κάποια στιγμή να είχα παίξει και με τον Κούδα», θυμόταν ο ίδιος σε συνέντευξή του.
Το 1972, επεχείρησε να κάνει διεθνή καριέρα με το συγκρότημα Zealot, στο Άαχεν της τότε Δυτικής Γερμανίας, και, αφού ηχογράφησε μερικά κομμάτια στο Μιλάνο, επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1976. Τότε, έπαιξε στη μουσικοθεατρική παράσταση «Αχαρνής – Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια», που έστησε ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μπουάτ της Πλάκας, με μεγάλη επιτυχία.
Η συνεργασία με τον Σαββόπουλο και ο Αύγουστος
Δυο χρόνια αργότερα, το 1978, συνεργάστηκε και πάλι με τον Διονύση Σαββόπουλο, ο οποίος είχε αναλάβει την παραγωγή του δίσκου των Νίκου Ξυδάκη και Μανώλη Ρασούλη «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς», ένας δίσκος σταθμός για το λαϊκό τραγούδι, με τη χαμογελαστή εικόνα του Παπάζογλου να φιγουράρει στο εξώφυλλο.
«Η συνεργασία μου με τον Σαββόπουλο στους Αχαρνείς, όταν με κάλεσε να συμμετάσχω στη χορωδία, ήταν κομβικό σημείο της καριέρας μου και της ζωής μου.
Με τον Διονύση αγαπιόμαστε πάρα πολύ τον θαυμάζω, τον αγαπώ, είμαι μαζί του σε ότι κάνει, ακόμη και στις πανκ κινήσεις που κάνει.
Είναι ο πρώτος που μου έδωσε μια φιλική καρπαζιά και μου είπε «Μάγκα είσαι σε καλό δρόμο».
Ο δεύτερος που το έκανε αυτό ήταν ο Μάνος.
Η δική του φιλική καρπαζιά ήτανε πάρα πολύ σημαντική, επειδή ήταν ένα διάστημα που δεν είχα ορχήστρα και είχα και μια πάρα πολύ βαθιά απογοήτευση από παλαιότερους συνεργάτες μου και ξανάρχισα τα πάντα από την αρχή! Αν δεν μου ‘χε δώσει αυτό το κουράγιο δεν ξέρω που θα το έβρισκα, γιατί και η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρή πόλη από αυτή την άποψη, από εφεδρείες μουσικών, φίλων κλπ.», έλεγε.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο στούντιο «Αγροτικόν», που είχε στήσει με προσωπική εργασία και αγάπη ο Νίκος Παπάζογλου στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης.
Εκεί ηχογράφησαν δίσκους γνωστοί καλλιτέχνες όπως οι: Σωκράτης Μάλαμας, Χειμερινοί Κολυμβητές, Φατμέ, Σάκης Παπαδημητρίου, Φλώρος Φλωρίδης, Θανάσης Παπακωνστίνου, Mode Plagal, Νίκος Καρβέλας, Σαβίνα Γιαννάτου, Ξύλινα Σπαθιά και Blues Gang.
«Κάποια χρονιά είχε έρθει ο Χατζιδάκης (σ.σ. στο «Αγροτικόν»), γιατί ηχογραφούσε και το ΚΒΘΕ εκεί.
Εγώ όμως κάθε μεσημέρι πήγαινα να μαζέψω τα παιδιά από το σχολείο, για να τα πάω σπίτι να φάνε.
Σαν βρεγμένη γάτα, λοιπόν, πάω και του λέω “Μάνο, πρέπει να κάνω αυτό κι αυτό” και εκείνος μου λέει “Ακόμα κάθεσαι;”.
Έτρεξα λοιπόν, κι όταν επέστρεψα τον βρήκα να είναι στη μοκέτα κάτω και να κοιμάται.
Πω, πω, αισθάνθηκα χάλια! […] Είχαμε καταπληκτικές στιγμές δημιουργίας πρώτα από όλα, γιατί το στούντιο αποτέλεσε έναν πυρήνα που μαζεύονταν όλοι και προσέφεραν ιδέες και παιξίματα.
Έμπαινε κάποιος να κάνει ένα δίσκο και κατέληγε με μια εξαιρετική εμπειρία, εμπλουτισμένος με δεξιοτεχνία ανθρώπων που δεν το φανταζόσουν στην αρχή.
Ο χώρος αυτός φαίνεται, ναι, ότι ενέπνεε. Ήταν «αγροτικόν» κανονικά: Μπαινόβγαινε όποιος ήθελε. Βέβαια υπάρχει ακόμη, αλλά έχει περιοριστεί ο χώρος του», θυμόταν ο ίδιος.
Το 1983, πραγματοποίησε μερικές εμφανίσεις στην μπουάτ «Zoom» της Πλάκας με το συγκρότημά του «Ταχεία Θεσσαλονίκης», ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο, συγκεντρώνοντας τραγούδια όπως ο «Αύγουστος», ο «Υδροχόος», η «Καρυάτιδα» και «Με το τραγούδι με το κρασί», υπό τον τίτλο «Χαράτσι».
Ο Αύγουστος, ένα τραγούδι για έναν χαμένο, ανεκπλήρωτο και αλησμόνητο έρωτα γράφτηκε τον Ιούνιο του 1978, όταν η Θεσσαλονίκη χόρευε στο ρυθμό των ρίχτερ.
Στις 20 Ιουνίου 1978, φοβούμενος τις ζημιές του σπιτιού του, ο Νίκος Παπάζογλου έπεισε τη γυναίκα του να φύγει με την κόρη τους στην Αμερική, ενώ ο ίδιος φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Διονύση Σαββόπουλου στο Πήλιο.
Εκεί, γνώρισε μια πανέμορφη γυναίκα, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα, αλλά παρόλα αυτά γύρισε αμέσως στη Θεσσαλονίκη, εξ αιτίας των τύψεων που ένιωσε.
Στον δρόμο της επιστροφής, όπως έχει δηλώσει κι ο ίδιος, έγραψε σε μόλις είκοσι λεπτά το τραγούδι, έχοντας στο μυαλό του τη κόρη του και εκείνη τη γυναίκα.
Μέσα στα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησε και άλλους δίσκους, με σημαντική επιτυχία, ενώ, το 2005, έβγαλε την τελευταία του δουλειά «Μάισσα Σελήνη».
Μάλιστα, την ημέρα της κυκλοφορίας του δίσκου, κέρδισε το Βραβείο Μουσικής στα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για τη μουσική της ταινίας «Νοσταλγός» που σκηνοθέτησε η Ελένη Αλεξανδράκη.
Ο Νίκος Παπάζογλου σίγησε στη Θεσσαλονίκη στις 17 Απριλίου 2011, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο.
Η συγκίνηση της Μελίνας Κανά
Η Μελίνα Κανά συγκίνησε για τη γνωριμία της με τον Νίκο Παπάζογλου, όταν πρωτοξεκίνησε την πορεία της ως τραγουδίστρια μαζί του και για το πώς τη μύησε στον κόσμο της μουσικής.
Μίλησε πριν λίγους μήνες, με δάκρυα στα μάτια και για το στούντιο «Αγροτικόν», όπου εκεί ηχογραφήθηκαν οι δίσκοι των σπουδαιότερων Ελλήνων μουσικών.
Είπε μάλιστα ότι ο Νίκος Παπάζογλου ήταν η αιτία, που “βγήκε” στο τραγούδι.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ