Είναι 28 Απριλίου 1993 και απομένουν 8 λεπτά για τη λήξη του αγώνα ανάμεσα στον Πανιώνιο και τον Παναθηναϊκό.
Οι πράσινοι προηγούνται με σκορ 56-50, η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης και τα «νεύρα» στο κόκκινο.
Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, ένας από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες εκείνης της σεζόν του Πανιωνίου παίρνει την μπάλα κάτω από τη ρακέτα, «κάνει μπάσιμο προς το καλάθι του Παναθηναϊκού και οι διαιτητές του σφυρίζουν φάουλ», το πέμπτο του για εκείνον τον αγώνα και μετά θα έπρεπε να αποχωρήσει.
Δίχως να μπορεί να ελέγξει τα συναισθήματα και την έντασή του, πιάνει το κεφάλι του και το χτυπάει με δύναμη στη σιδερένια βάση της μπασκέτας.
Ο χρόνος παγώνει.
Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς σωριάζεται στο παρκέ και αιμόφυρτος φωνάζει «γιατρέ βοήθησέ με.
Δεν νιώθω ούτε τα χέρια μου, ούτε τα πόδια μου».
Κανείς δεν αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί.
Το μόνο που ξέρουν όλοι είναι ότι ο Γιάνκοβιτς μεταφέρεται με φορείο στα αποδυτήρια όπου του κάνουν ράμματα και σταθεροποιούν τον λαιμό του με κολάρο.
Ο αγώνας συνεχίζεται και λήγει με νίκη του Παναθηναϊκού με σκορ 65-57 και ο Μπόμπαν οδηγείται στο Γενικό Κρατικό με τους γιατρούς να δηλώνουν ότι υπέστη «συντριπτικό κάταγμα του έκτου αυχενικού σπονδύλου» με τραυματισμό του νωτιαίου μυελού και παράλυση από το επίπεδο τραυματισμού και κάτω.
«Τη στιγμή που χτύπησε ήμουν εκεί με τον γιατρό και εμφάνισε μια παραπληγία δεν είχε καθόλου αντανακλαστικά», δηλώνει ο Βασίλης Ζήσης, Φυσιοθεραπευτής της ομάδας του Πανιωνίου.
Οι ιθύνοντες της ομάδας αναζητούν εναγωνίως τους καλύτερους νευροχειρουργούς για να αναλάβουν την απαιτούμενη επέμβαση.
Μάταια.
Η ζημιά που προκάλεσε η απερίσκεπτη εκδήλωση της αγανάκτησης του θρύλου του μπάσκετ, κόβει το νήμα της καριέρας του.
Συμπαίκτες, αντίπαλοι, φίλοι και γνωστοί τον επισκέπτονται στο νοσοκομείο για να μάθουν την κατάστασή του.
Μετά από νοσηλεία 2,5 μηνών σε εξειδικευμένο κέντρο αποκατάστασης του Λονδίνου, ο Γιάνκοβιτς επιστρέφει στην Ελλάδα και δηλώνει «είμαι πολύ χαρούμενος που επέστρεψα στην Ελλάδα.
Μπορώ να ξαναβρώ τον παλιό μου εαυτό και να δώσω κάτι ακόμα στους Έλληνες».
Μπορεί να μην ξανά φόρεσε τα μπασκετικά του παπούτσια όμως, από το αναπηρικό του αμαξίδιο αναλαμβάνει τον ρόλο του προπονητή.
«Εννοείται μετάνιωσε, αλλά του έμεινε μια απορία πάντα… πως θα ήταν η ζωή του;
Μόνο τον εαυτό του κατηγόρησε.
Εγώ, μόνο εγώ, έλεγε», σημειώνει ο Βλάντο Γιάνκοβιτς, γιος του Μπόμπαν και επίσης μπασκετμπολίστας στην ομάδα της ΑΕΚ.
Το άτυχο «28» του Μπόμπαν
28 Απριλίου 1993 το χτύπημα του κοστίζει την καριέρα του.
Λίγα χρόνια αργότερα, 28 Ιουνίου 2006, ένα καρδιακό επεισόδιο την ώρα που μετέβαινε στη Ρόδο για τις διακοπές του, του κοστίζει τη ζωή.
Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 43 ετών και η κηδεία του πραγματοποιείται στη Νέα Σμύρνη.
Το φέρετρό του σκεπάζεται με σημαία του Πανιωνίου ενώ οπαδοί του, τραγουδούν για αυτόν καθ’ όλη τη διάρκεια της τελετής.
Χρόνια μετά το τραγικό συμβάν, ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, ο μπασκετμπολίστας που έπαιξε κόντρα στον Μπόμπαν για τελευταία φορά, δηλώνει, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του, «εάν μπορούσα να σβήσω, ή να διορθώσω κάτι, θα ήμουν ο Θεός.
Υποθετικά δεν μπορούμε να μιλάμε.
Ίσως να ήθελα να αλλάξω αρκετά πράγματα.
Σίγουρα, όμως, θα έσβηνα τον τραυματισμό του Μπόμπαν, όλα τα άλλα μπορείς να τα φτιάξεις».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ