Νέα πνοή παίρνει η ξύλινη γέφυρα στην οποία περπάτησε ο στρατηγός Βρασίδας όταν κυρίευσε την Αμφίπολη το 424 π.Χ, ο Φίλιππος Β’, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι επίγονοί τους καθόλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου.
Αναλυτικότερα, κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, πηγαίνοντας από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη, ο Απόστολος Παύλος πέρασε τη γέφυρα, ενώ κατά τον 13ο – 14ο αιώνα, από το κατάστρωμά της περνούσαν καθημερινά μοναχοί και ηγούμενοι.
Μάλιστα, η πρώτη γραπτή αναφορά για τη γέφυρα γίνεται στον Θουκυδίδη (Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου ΙV, 103) και με βάση αυτή τη μαρτυρία η χρονολόγησή της τοποθετείται στους κλασικούς χρόνους και συγκεκριμένα στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα (480-323 π.Χ.).
Οι επισκευαστικές εργασίες έγιναν τόσο κατά τους ελληνιστικούς όσο και στους ρωμαϊκούς χρόνους από τον Αυτοκράτορα Αύγουστο (27π.Χ.-14 μ.Χ.) και τον Τιβέριο (14 μ.Χ-37 μ.Χ), ενώ κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πολλά μοναστήρια του Αγίου Όρους διατηρούσαν μετόχια στην περιοχή και εκμεταλλεύονταν μεγάλες εκτάσεις.
Σύμφωνα με μαρτυρίες Γάλλων περιηγητών, το 1861 η γέφυρα ήταν σε κακή κατάσταση, με τις επισκευαστικές εργασίες να ξεκινούν σύντομα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ξύλινη γέφυρα της Αμφίπολης είχε μήκος 275 μέτρα, πλάτος 5,5-6 μέτρα και ήταν φτιαγμένη από εκατοντάδες ξύλινους πάσσαλους, τα άκρα των οποίων ήταν πελεκημένα, ώστε να καταλήγουν σε αιχμή τοποθετημένη ενίοτε σε σιδερένια κεφαλή, επίσης αιχμηρή.
Τα πρώτα αρχαιολογικά δεδομένα της γέφυρας ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια των ανασκαφών από τον Δημήτρη Λαζαρίδη, το 1977-1978, όταν και αποκαλύφθηκε η πασσαλόπηκτη υποδομή της.
Στην επιφάνεια βγήκαν μόνο 220 πάσσαλοι, καθώς η υγρασία του εδάφους, που ήταν δίπλα στο ποτάμι, διατήρησε τα ξύλα σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ άλλα ήταν φθαρμένα.
Σήμερα 101 πάσσαλοι και εκμαγεία πασσάλων της υποδομής, διατηρούνται και βρίσκονται σε τμήμα του αρχαιολογικού χώρου της Αμφίπολης πολύ κοντά στο σημείο της αρχικής τους θέσης κατά την αρχαιότητα.
Το Υπουργείο Πολιτισμού ενέταξε την αντικατάσταση του στεγάστρου στο Ταμείο Ανάκαμψης, σε ένα έργο προϋπολογισμού 1,2 εκατομμυρία ευρώ, την εποπτεία υλοποίησης του οποίου θα έχει η Εφορεία Αρχαιοτήτων Σερρών, και το θέμα συζητήθηκε κατά την τελευταία συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Το στέγαστρο θα είναι μεταλλικό, συνολικού εμβαδού περίπου 800 τ.μ., διαστάσεων 17μ. Χ 46,60 μ., με μέγιστο ύψος 4.30 μέτρα και ελάχιστο 3 μέτρα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η εγκατάσταση του νέου στέγαστρου έχει ως στόχο τον σεβασμό προς την ιστορικότητα του μνημείου, την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής του μορφολογίας και γενικά των αξιών του, την αρμονική ενσωμάτωση στο φυσικό τοπίο του χώρου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αποκάλυψή του, καθώς και την εξασφάλιση της απαραίτητης προστασίας σε αυτό.
Εξωτερικά του στεγάστρου θα τοποθετηθούν χιαστί σύνδεσμοι δυσκαμψίας (αντιανέμια) και ανάμεσα στα υποστυλώματα ένα πλέγμα ορθογωνικής κοπής για την προστασία του μνημείου από πουλιά και ζώα. Η επιλογή του πλέγματος αυτού έγινε αφενός για να μην εμποδίζεται η θέαση του μνημείου με τους πασσάλους, καθώς ο χώρος είναι επισκέψιμος κι αφετέρου για να εξασφαλιστεί η απαραίτητη προστασία του.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ