Η γιορτή της Πρωτοχρονιάς συνδέεται με ιστορίες και μύθους που συχνά διαπερνούν τα εθνικά σύνορα, με μύθους προχριστιανικής προέλευσης διαφορετικών λαών, μάγους με δώρα, βασιλόπιτες, καλικάντζαρους και κάλαντα, τα οποία μέχρι σήμερα αποτελούν μέρος μιας παράδοσης, που τηρείται ευλαβικά.
Όλα ξεκίνησαν το 48 π.Χ., όταν στη Ρώμη και σε όλους τους λατινογενείς και ρωμαιοκρατούμενους λαούς, άρχισε να γιορτάζεται ως αρχή του χρόνου η 1η Ιανουαρίου, η οποία πήρε πολλά στοιχεία από τη γιορτή Σατουρνάλια.
Σταδιακά, όμως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, της εποχής κυρίως του Μ. Κωνσταντίνου, επειδή ήθελε να διαχωρίσει τους χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες, τους απαγόρευε να γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά όπως εκείνοι, χωρίς, ωστόσο, να είναι ιδιαίτερα πειστική.
Ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, όπως διαμορφώθηκε υπό την επίδραση της Εκκλησίας και τη σύνδεσή της με τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, διαιωνίστηκε μέχρι σήμερα ως μια λαϊκή γιορτή, εμποτισμένη με τοπικά έθιμα σε όλες περιοχές της Ελλάδας, με τους χριστιανούς να γιορτάζουν ανήμερα την Πρωτοχρονιά τη μνήμη του Αγίου Βασιλείου, του φιλάνθρωπου επισκόπου του 4ου αιώνα μ.Χ. από την Καισάρεια.
Ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς είναι και τα κάλαντα, τα οποία ψάλλονται πάντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με τις παραλλαγές να περιλαμβάνουν κάλαντα στη δημοτική γλώσσα και κάλαντα με ένα κράμα καθαρεύουσας, δημοτικής και του εκάστοτε τοπικού ιδιώματος.
Ανάλογα με τον τόπο, τα παιδιά κρατούν συνήθως τρίγωνα, πολύχρωμα φαναράκια και καραβάκια, ενώ οι μεγάλοι συνοδεύουν με μουσική υπόκρουση το τραγούδι τους και έχουν μαζί τους και καλάθια, όπου βάζουν τα δώρα που τους φιλεύουν.
Το mynews.gr συγκέντρωσε για εσάς εκδοχές των καλάντων, όπως αυτά ψάλλονται από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη και από τα Επτάνησα ως τις Κυκλάδες.
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά…»
Η πιο γνωστή εκδοχή των πρωτοχρονιάτικων καλάντων είναι η εξής:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά, εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, (άρχοντες το κατέχετε),
από, από την Καισαρεία, ζήσ’ αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί, (με το Χριστό το Λυτρωτή),
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες κι εμέ, δες κι εμέ το παλικάρι.
Σ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.
Και του χρόνου !
Τα ποντιακά κάλαντα για «χρόνια πολλά και πάντα και του χρόνου»
Στον Πόντο, τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα συνοδεύονταν από την ποντιακή λύρα και τα έψελναν άτομα κάθε ηλικίας, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες.
Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου,
πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου.
Αρχή μήλον εν κι αρχή κυδών’ εν
κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμον όλεν,
για μυρίστ’ ατό κι εσύ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα.
Έρθαν καλά παιδία ’ς σην πόρτα σ’ και ξαν’ ’ς σην πόρτα σ’,
άψον το κερί κι έλα σην πόρτα σ’.
Χα μηλόπα, χα ξερά τζιρόπα,
χα ξερά μαύρα κοκκυμελόπα.
Χρόνια πολλά και πάντα και του χρόνου!
Τα κρητικά κάλαντα για «ταχιά αρχιμηνιά»
Τα κρητικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, που παραδοσιακά τραγουδιούνται από παιδιά και ομάδες ατόμων που γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι, είναι γνωστά για την ομορφιά του κρητικού ιδιώματος και τις ευχές που μοιράζουν απλόχερα στους νοικοκύρηδες του σπιτιού.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον, και ίσως όχι τόσο γνωστό έθιμο εκτός από τα κάλαντα στο Ηράκλειο Κρήτης, είναι το έθιμο της μπουγάτσας, με τους κατοίκους να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας, θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη γεύση του χρόνου.
Ταχιά ταχιά ν’ αρχιμηνιά ταχιά ν’ αρχή του χρόνου
που βγήκε και περπάτησε ο Κύριος στον κόσμο.
Και βγήκε και χαιρέτησε ούλους τσοι ζευγολάτες
κι ο πρώτος που του πάντηξε ήταν Αϊ Βασίλης.
“Πολλά τα έτη Βασιλιό, καλό ζευγάρι ν’ έχεις..”“Καλό το λες αφέντη μου καλό κι ευλοϊμένο.
Η Χάρη Σου το βλόϊσε με το δεξί Σου χέρι,
με το δεξί, με το ζερβί, με το μαλαματένιο.
Μάλαμα είν’ τ’ αλέτρι μου κι ασήμι ο ζυγός μου,
ως και το βουκεντράκι μου τ’ Αϊ Γιωργιού κοντάρι
και τ’ αποζεύλι του ζυγού κουκί μαργαριτάρι.”Και πάλι ξαναπέρασε και ξαναρώτησε ν’ τον.
“Πέ μου να ζήσεις Βασιλιό πόσα μουζούρια σπέρνεις;”
“Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε,
ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι απο νωρίς στο στάβλο.
Κι έσπειρα κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
μουζούρια στάρι’ν έσπειρα, μουζούρια λεπτοκάρυ.
Κι εκεί το νεριαστήκανε περδίκια και λαγούδια
κι απ’ τα ξεπερδικίσματα έβγαλα χίλια μούδια
κι απ’ τα ξελαγουδίσματα δεν είχα μπλιό πού βάλω
και πήρα το στρατί στρατί στο Θραψανό να πάω
να πα’ να βρω τον πιθαρά, πιθάρια για να πάρω.
Στο δρόμο με συναπαντούν οι σκύλοι οι γ’ Ιουδαίοι
κάθου γ’ και τυραννούσι με τραγούδια να τους λέω.
Ο Δάσκαλος δε μου’ μαθε τραγούδια να σας λέω,
την Αλφαβήτα μου ’μαθε κι εκείνη σας’ ελέω.”Και στο ραβδί ν’ του ακούμπησε να πει την Αλφαβήτα
και το ραβδί ν’ του ήτω ξερό χλωρούς βλαστούς και βγάνει
και πάνω σε χλωρό βλαστό αετοφωλιά χτισμένη
και μέσα στην αετοφωλιά Χώρα ξετελεμένη!Μα επόπαμε του Βασιλιού τ’ Αφέντη μας να πούμε.
“Μέσα κοιμάτ’ Αφέντη μας στα πούπουλα θεσμένος
και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει να μας τονε ξυπνήσει
και θα βαστά ροδόσταμο να τον ροδοσταμνίσει;”“Εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω να σας τονε ξυπνήσω
και θα βαστώ ροδόσταμο να τον ροδοσταμνίσω.
Ξύπνησε Αφέντη, ξύπνησε κι εκκλησιές σημένουν,
το εν υψίστη ψάλουσι κι εσένα ανιμένουν.
Να φας απο λαγού πλευρά κι απ’ αγριμιού τη μέση,
να φας κι από την πέρδικα την αϊδονολαλούσα,
που κελαηδούσε το πρωί κι εξύπνα τα κοράσια
κι εξύπνα και τσοι γέροντες απού τα σπηλιαράκια.”Μα επόπαμε τ’ Αφέντη μας να πούμε τση Κερά μας.
“Κερά μαρμαροτράχιλη και φεγγαρομαγούλα,
Κερά το φουστανάκι σου είναι κακοραμμένο
και φέρε μου το εις το σκολειό να σου το καλοράψω.
Να βάλω αϊτούς και περαϊτούς, πουλιά και χελιδόνια,
να κελαηδούνε τα πουλιά, να λεν’ τα χελιδόνια.
Κερά το παπουτσάκι σου είναι κακοραμμένο
και φέρε μου το στο σκολειό να σου το καλοράψω.
Να βάλω ασήμι στην οργιά, μαργέλι στο μουζάκι,
να σέρνω και το λυρατζή να παίζει το λυράκι
κι εσύ,Κερά, να κάθεσαι να κάνεις σεϊράκι.”Μα επόπαμε και τση Κεράς να πούμε και του γιού ν’ τως.
“Επα’ χουν τον καλόν υγιό το μοσχοκανακάρη
λούγου ν’ τον και χτενίζουν τον και στο σκολειό τον πέμπουν
κι ο Δάσκαλος τον έδειρε με το χρυσό βιτσάρι
και η κερά Δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.”“Σήκω υγιέ να χτενιστείς, σήκω υγιέ ν’ αλλάξεις
να πας σε τάφο του Χριστού, να ιδείς αν εγνωρίσεις
τον πλούσιο απού το φτωχό να τονε ξεχωρίσεις,
χώρια θα ιδείς την κεφαλή και χώρια τ’ άλλο σώμα,
ετσά το πρόδειξε ο Θεός να γινομέστα χώμα.”Μα επόπαμε του γιόκα ν’ τως να πούμε και τση κόρης.
“Επα’ χουν κόρην όμορφη, γραμματικός τη θέλει,
μα αν είναι και γραμματικός, πολλά λεφτά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με σιτάρια,
γυρεύει και τη θάλασσα μ’ ούλα τζη τα καράβια.”Μα επόπαμε τση κόρης τως να πούμε και τση βάγιας.
“Βαγίτσα άψε το κερί, άψε και το διπλέρι
και κάτσε και ντουχιούντησε ήντα θα μας εφέρεις.
Βάλε στο τσέστο κάστανα, στο τσέστο πορτοκάλια
και φέρε και γλυκό κρασί, να πιουν τα παλληκάρια.
Κι από το πιθαράκι σας που’ χετε τα καρύδια,
να μας εποχερίσετε αν’ είν’ πολλά γ’ή λίγα.
Κι από το πιθαράκι σας που’ χετε τσι σταφίδες,
να μας εποχερίσετε αν’ είν’ πολλές γ’ή λίγες.
Κι από τη μαύρη’ν όρνιθα κανένα αβγουλάκι,
κι αν είν’ απού τη γαλανή ας είν’ και ζευγαράκι.
Κι από τ’ απακολούκανα κι από πλευριάς κομμάτι,
κι από τον πόρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη.
Κι αν είναι με το θέλημα άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλημέρα.”
Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στα Επτάνησα
Στο φιόρο του Λεβάντε τα έθιμα είναι πολλά, από τη χριστοπαραμονιάτικη ζακυνθινή κουλούρα ως τα σμπάρα, αλλά σίγουρα τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα είναι αυτά που κάθε χρόνο μένουν χαραγμένα στη μνήμη των παιδιών.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος
υγεία, αγάπη και χαρά να φέρει ο νέος χρόνος.
Να ζήσει ο κύρης ο καλός, να ζήσει κι η κυρά του
όλα του κόσμου τα καλά να έχει η φαμελιά του.
Να ζήσει τ’ αρχοντόπουλο πού ‘χει καρδιά μεγάλη
σε μας και στην παρέα μας ένα φλουρί να βγάλει.
Στην Κεφαλλονιά και σε άλλα νησιά των Επτανήσων, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι χαρούμενοι για τον ερχομό του νέου χρόνου, κρατώντας μπουκάλια με κολόνια και ραίνοντας ο ένας στον άλλο, τραγουδούν: «ήρθαμε με ρόδα και ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς!», με την τελευταία ευχή που ανταλλάσσουν να είναι η «καλή αποκοπή», για να αποχωριστούν με το καλό τον παλιό χρόνο.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η μπάντα του Δήμου περνάει απ’ όλες τις γειτονιές και τραγουδάει καντάδες και τα παραδοσιακά κάλαντα:
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρταμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει.
Αφέντη, αφέντη, ολάφεντε, αφέντη φημισμένε,
στην ξενιτιά και τη Φραγκιά, στον κόσμο ξακουσμένε,
αφέντη μ’ ρήγα να σε δω ή μπάιλο στην Πόλη
και βασιλιά στον τόπο σου να σε τιμήσουν όλοι.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας• ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά χρυσή και λυγερή, κυρά χαριτωμένη,
με φρονιμάδες κι ευμορφιές εσύ ’σαι στολισμένη.
Κυρά μου, όταν βούλεσαι στην εκκλησιά να πάγεις
να προσκυνήσεις το Θεό, την προσευχή να κάνεις,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθι
και του κοράκου το φτερό βάνεις γαϊτανοφρύδι.
Εσέ, κυρά μου, σου ’πρεπε βασίλισσα να γίνεις,
να κάθεσαι στο θρόνο σου, τις ευμορφιές να κρίνεις.
Κυρά με τους πολλούς υιούς, τους μοσκαναθρεμμένους
στην προκοπή και στα καλά καλοσυνηθισμένους,
που λούζεις τους, χτενίζεις τους και στο σχολειό τούς στέλνεις,
να μάθουν χάριν κι αρχοντιές, πολλά τους παραγγέρνεις.
Στην Κέρκυρα, συνηθίζουν τα ψάλλουν:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, πρώτη του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
-Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθε κατεβαίνεις;
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
να μάθω τ’ Άγια γράμματα και τ’ Άγιο Ευαγγέλιο.
Σ’ αυτήν την πόρτα που ήρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνους εκατό, και να τους απεράσει,
και στων παιδιών του τις χαρές, κουφέτα να μοιράσει.
Κυρά χρυσή, κυρ’ αργυρή, κυρά μαλαματένια,
που σε χτενίζουν άγγελοι με τα χρυσά τους χτένια.
Άνοιξε το πουγκάκι σου το μαργαριταρένιο,
και δώσε μ’ ένα τάλιρο, ας είναι κι ασημένιο.
Και τώρα καληνύχτα σας, καλό ξημέρωμά σας,
κι ο Άγιος Βασίλειος να είναι βοήθειά σας.
Στην όμορφη Ικαρία, μικροί και μεγάλοι τραγουδούν:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιος θρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται από τον κάβο Πάπα,
βαστάει και στην πλάτη του μια μαλλιαρή θυλάκα,
να βάλει μέσα τα ψωμιά, τις τηγανίτες, τα λεφτά.
Εσένα αφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβά το φέσι σου,
και δίπλα το βρακί σου, να σκάσουν οι εχθροί σου.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά ταπανοφρύδα,
που έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου τα φτερά τα ’χεις ταπανοφρύδια.
Που όταν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
η στράτα ρόδα γέμισε απ’ την περπατησιά σου.
Πολλά ’παμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης.
Έχεις και κόρη όμορφη, που δεν έχει ιστορία,
ούτε στην Πόλη βρίσκεται, ούτε στη Βενετία.
Έχεις και κόρη όμορφη, βάλτηνε στο ζεμπίλι,
και κρέμασέτηνε ψηλά, να μη τη φάν’ οι ψύλλοι.
Πολλά ’παμε, πολλά ’παμε, μα δε μας εκεράσατε,
κι αν ακόμα θε να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε.
Εφάγαμε τον πετεινό, να φάμε και την κότα,
και δώστε το φλουράκι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στη Μάνη
Εκτός από την ομορφιά και την ιστορία της, η Μάνη διαθέτει από τα πιο ωραία κάλαντα της Πρωτοχρονιάς:
Ταχιά ταχιά ειν’ αρχιμηνιά,
ταχιά ειν’ αρχή τον χρόνου,
αρχή ειν’ αρχή τα κάλαντα,
κι αρχή του Γεναρίου.
Μέσα κοιμάται αφέντης μας,
μαζί με την κυρά μας,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει,
και ποιος να τους ξυπνήσει;
Ξύπνησε, αφέντη, ξύπνησε,
να φάμε και να πιούμε.
Αφέντη, πύργος φαίνεσαι,
κι ορθός σαν κυπαρίσσι,
και του ματιού σου η σαϊτιά,
πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα,
κι αυλές μαρμαρωμένες.
Είπαμε δα τ’ αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά μαρμαροτράχηλη,
και φεγγαρομαγούλα,
και κρουσταλλίδα του νερού,
και πάχνη από τα χιόνια.
Όπου τον έχεις τον υγιό,
τον λευκοχαναχάρη,
που λούζεις και χτενίζεις τον,
και στο σχολειό τον στέλνεις.
Κι ο δάσκαλος τον έβαλε,
να του χαλαναρχίσει,
κι εξέπασέ του το κερί,
κι έκαψε το χαρτί του,
κι έκαψε και τα ρούχα του,
τα μορφογαζωμένα,
κι ο δάσκαλος τον έδειρε,
με το χρυσό βιτσάρι.
Παίρνει τον το παράπονο,
την άκρην άκρη πάει,
στο δρόμο τον συναπαντούν,
οι δώδεκα Απόστολοι:
«Έλα να φας, έλα να πιεις,
έλα να τραγουδήσεις».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ