Η ανακοίνωση από το Βερολίνο του εθνικού πακέτου στήριξης των 200 δισ. για την προστασία της γερμανικής οικονομίας από την αύξηση των τιμών της ενέργειας σόκαρε την ΕΕ.
Η Γερμανία κατηγορείται για υποκρισία: υποστηρίζει την λιτότητα στις Βρυξέλλες, ενώ κατασπαταλά για δικό της λογαριασμό.
Το ύψος της ενίσχυσης και ο ασυντόνιστος χαρακτήρας της γερμανικής πρωτοβουλίας δημιουργεί φόβους ότι η Γερμανία θα δώσει στις επιχειρήσεις της πλεονέκτημα σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της των χωρών που δεν έχουν τα μέσα να χρηματοδοτήσουν μία τόσο ισχυρή «ασπίδα» κατά της εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας.
Από την πλευρά του, ο Καγκελάριος Όλαφ Σολτς χαρακτήρισε δικαιολογημένο το σχέδιο της κυβέρνησής του.
«Τα μέτρα που λαμβάνουμε είναι δικαιολογημένα. Δεν είναι μεμονωμένα και έχουν υιοθετηθεί και σε άλλες χώρες. Όπως πολλές άλλες χώρες, θα κάνουμε το ίδιο με το φυσικό αέριο.
Κάποιοι έχουν μπει από καιρό στη διαδικασία να κάνουν ακριβώς αυτό που σχεδιάσαμε για φέτος και για τα επόμενα δύο χρόνια, με μεγάλη υποστήριξη και μέτρα.
Ίσως να μην το έχουν παρατηρήσει όλοι αυτό», δήλωσε ο κ. Σολτς κατά τη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε σήμερα (4/10) με τον πρωθυπουργό της Ολλανδίας, Μαρκ Ρούτε.
Ο κ. Σολτς χαρακτήρισε μάλιστα το γερμανικό σχέδιο ως «πολύ έξυπνο, πολύ ισορροπημένο και πολύ αποφασιστικό πακέτο» και επισήμανε ότι με τα χρήματα που θα διατεθούν, θα στηριχθούν και οι εισαγωγείς φυσικού αερίου.
«Γνωρίζουμε την ανάγκη διατήρησης της αλληλεγγύης στην Ευρώπη και πολλά από αυτά που κάνουμε, π.χ. η δημιουργία συνθηκών εισαγωγής φυσικού αερίου, δεν αφορούν μόνο εμάς, αλλά είναι χρήσιμα και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες», ανέφερε και πρόσθεσε: «Όσον αφορά συγκεκριμένα μέτρα που λαμβάνουμε για να βοηθήσουμε τους πολίτες μας, είναι σαφές ότι κάθε χώρα πρέπει να κάνει κάτι. Υπάρχουν άλλες χώρες με εργαλεία που δεν διαφέρουν πολύ από τα δικά μας».
Από την πλευρά του, ο κ. Ρούτε στήριξε τη γερμανική πρωτοβουλία, τονίζοντας ότι η Γερμανία έχει το δικαίωμα να λάβει εθνικά μέτρα, ενώ απέρριψε την πρόταση εισαγωγής πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου από την ΕΕ «ως ιδεολογία» και προειδοποίησε για τον κίνδυνο το αέριο να μην πωλείται στην Ευρώπη, αλλά στην Ασία.
Οι δύο ηγέτες εμφανίστηκαν επίσης επιφυλακτικοί σχετικά με το ενδεχόμενο ανάληψης από κοινού χρέους στην ΕΕ για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου, όπως είχε συμβεί κατά την πανδημία του κορωνοϊού.
Κόντρα για την αμοιβαιοποίηση του χρέους
«Η Γερμανία μπορεί να βοηθήσει τις δικές της εταιρείες με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ (…), όμως οι πιο φτωχές χώρες δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο (…) Είναι η αρχή του κανιβαλισμού στην ΕΕ. Οι Βρυξέλλες πρέπει να ενεργήσουν, διότι αυτό θα καταστρέψει την ευρωπαϊκή ενότητα», δήλωσε ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν.
Στην Ρώμη, όπως και στο Παρίσι, επιμένουν για την ανάγκη αλληλεγγύης, όπως έγινε κατά τη διάρκεια της κρίσης της Covid-19.
«Δεν μπορούμε πλέον τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες να προχωρήσουμε χωρίς κοινή στρατηγική», δήλωσε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λε Μερ.
Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Μάριο Ντράγκι, αντέδρασε με σφοδρότητα την περασμένη εβδομάδα, καταγγέλλοντας πιθανές «επικίνδυνες και αδικαιολόγητες στρεβλώσεις της εσωτερικής αγοράς».
Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, εμφανίστηκε αμυντικός στο Λουξεμβούργο, διαβεβαιώνοντας ότι το γερμανικό σχέδιο είναι «αντίστοιχο του μεγέθους της χώρας» και κατά συνέπεια συγκρίσιμο στα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί στην Γαλλία.
«Πολλοί δεν έχουν αντιληφθεί ότι τα μέτρα εκτείνονται σε μία διετία», είπε ο Λίντνερ.
Ο Πάολο Τζεντιλόνι και ο Τιερί Μπρετόν πρότειναν το μοντέλο του μηχανισμού SURE, του ευρωπαϊκού μηχανισμού των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που επιστρατεύτηκε κατά τη διάρκεια της ύφεσης που προκλήθηκε από την πανδημία. Επρόκειτο για τον κοινό δανεισμό υπό προνομιακούς όρους εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία είναι σε θέση να δανείζεται φθηνά στις αγορές.
«Απέναντι στις κολοσσιαίες προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά μας, μία είναι η δυνατή απάντηση: η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Για να ξεπεράσουμε τα ρήγματα που έχουν προκαλέσει τα διαφορετικά περιθώρια κινήσεων των εθνικών προϋπολογισμών, πρέπει να σκεφτούμε την αμοιβαιοποίηση των εργαλείων σε ευρωπαϊκό επίπεδο», γράφουν.
«Η άντληση έμπνευσης από τον μηχανισμό SURE για την υποστήριξη των ευρωπαϊκών και βιομηχανικών οικοσυστημάτων στην παρούσα κρίση μπορεί να είναι μία βραχυπρόθεσμη λύση… Θα μπορούσε επίσης να ανοίξει το δρόμο για ένα πρώτο βήμα προς την παροχή “ευρωπαϊκών δημοσίων αγαθών” στους τομείς της ενέργειας και της ασφάλειας, που είναι ο μόνος τρόπος για την διαμόρφωση μίας συστημικής απάντησης στην κρίση», γράφουν οι δύο Ευρωπαίοι επίτροποι.
«Προτάσεις βασιζόμενες στο πρόγραμμα SURE δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τις αποφάσεις που έλαβε η Γερμανία», δήλωσε ο Κρίστιαν Λίντνερ διαβεβαιώνοντας ότι το Βερολίνο «είναι ανοικτό για τη συζήτηση άλλων εργαλείων».
«Ένα πράγμα είναι σαφές: το κοινό χρέος δεν θα μας βοηθήσει να ενισχύσουμε μακροπρόθεσμα την ανταγωνιστικότητά μας (…), η χρηματοδότηση μέσω κοινού δανείου δεν θα αποτελεί λύση», επέμεινε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, υποστηρίζοντας μάλλον τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά της ενέργειας.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ συζήτησαν σήμερα τη χρησιμοποίηση μη χρησιμοποιημένων δανείων ύψους 200 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου ανάκαμψης (συνολικού ύψους 750 δισ.), μετά την κρίση της Covid-19 και συμφώνησαν στην κατανομή επιδοτήσεων ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ που διατέθηκαν την άνοιξη από την Κομισιόν στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες.
Όμως ο Πάολο Τζεντιλόνι επέμεινε: «Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την κρίση, θεωρώ ότι έχουμε ανάγκη από ένα υψηλότερο επίπεδο αλληλεγγύης και ότι πρέπει να ενεργοποιήσουμε επιπλέον κοινά εργαλεία».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ