Αναμφίβολα τα κάλαντα αποτελούν το αγαπημένο έθιμο όλων των παιδιών, καθώς κάθε χρόνο ανυπομονούν, γυρνώντας από πόρτα σε πόρτα, να τα τραγουδήσουν σε γείτονες και συγγενείς, με στόχο κάποιο φιλοδώρημα ή έστω μία ευχή.
Δεν υπάρχουν πολλά παιδιά που να μην έχουν ρωτήσει «Να τα πούμε;» περιμένοντας με αδημονία την απάντηση «Να τα πείτε», ώστε να ξεκινήσουν να λένε τα αγαπημένα τους κάλαντα.
Τι είναι, όμως, ακριβώς τα κάλαντα και πώς προέκυψε ο όρος;
Αν και όλοι γνωρίζουμε ότι τα κάλαντα είναι παραδοσιακά τραγούδια, τα οποία ψάλλονται κυρίως από παιδιά την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών, η ρίζα της λέξης, ίσως, να μην είναι τόσο γνωστή.
Ο όρος «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική λέξη calendae που σημαίνει «αρχή του μήνα», ένα διαχρονικό δάνειο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή λέξη «kelh₁» (= καλώ).
Στην Ελλάδα τα κάλαντα, ανάλογα με την περιοχή, προφέρονται ως κάλαντρα, κάντα, κόλιντρα, κόλιαντα, σούρβα κ.ά., ενώ, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στους στίχους και στις μελωδίες τους.
Έτσι εκτός από τα κάλαντα του Δωδεκαήμερου, δηλαδή αυτά των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, συναντούμε τα «κάλαντα του Λαζάρου», της «Κυριακής των Βαΐων», της «Μεγάλης Παρασκευής» και πάρα πολλά άλλα.
Σύμφωνα με τις λαογραφικές μελέτες, το έθιμο των καλάντων χρονολογείται από την αρχαιότητα, όταν τα παιδιά στην Αρχαία Ελλάδα αναπαριστούσαν την άφιξη του θεού Διόνυσου, κρατώντας κλαδιά ελιάς ή δάφνης, που ήταν δεμένα με κόκκινες και άσπρες κλωστές, και ομοιώματα καραβιών. Πάνω σε αυτά συνήθιζαν να κρεμούν τις προσφορές των οικοδεσποτών κατά τη διάρκεια του εθίμου της «Ειρεσιώνης», το οποίο συνοδευόταν πάντα από κάποιο τραγούδι που έψαλλαν τα παιδιά και έμοιαζε με τα νεοελληνικά κάλαντα.
Το έθιμο διατηρήθηκε και στα βυζαντινά χρόνια, μόνο που τα παιδιά, αντί για καράβι, κρατούσαν φαναράκια και σε ορισμένες περιπτώσεις συνόδευαν τους στίχους τους με κάποια αυτοσχέδια κρουστά μουσικά όργανα.
Παρόλα αυτά, αν και το καθεστώς του Βυζαντίου είχε απαγορεύσει αρχικά τα κάλαντα γιατί η Εκκλησία τα θεωρούσε ειδωλολατρικό έθιμο, με την πάροδο του χρόνου αφομοιώθηκαν και μέχρι σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο των εορτασμών σε κάθε σπίτι.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες»…
Η πιο γνωστή εκδοχή των χριστουγεννιάτικων καλάντων είναι η εξής:
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννησιν,
να πω στ’ αρχοντικό σας.Χριστός γεννάται σήμερον,
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η φύσις όλη.Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε,
πέτρα να μην ραγίσει,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χίλια χρόνια να ζήσει.
Τα θρακιώτικα κάλαντα και οι παραλλαγές τους
Τα θρακιώτικα κάλαντα έχουν μακρά παράδοση, ιδιαίτερα αυτά της Ανατολικής Θράκης.
Παλιότερα, ομάδες παιδιών έβγαιναν στους δρόμους κρατώντας τις «τσουμάκες», που ήταν μακριά ξύλα που συμβόλιζαν τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου ή μεταμφιέζονταν και, αναλόγως τη θέση της οικογένειάς τους στην κοινωνία, έψελναν διαφορετικά κάλαντα.
Μια εκδοχή είναι η εξής:
Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε,
τους αρχαγγέλους , τους ιεράρχες.
-Σεις αρχαγγέλοι και ιεράρχες,
στη Σμύρνη πηγαίντε , μαμμές να φέρτε.
Άγια Μαρίνα, άγια Κατερίνα,
στη Σμύρνη πάνε , μαμμές να φέρουν.
Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν,
η Παναγιά μας ηληυτηρώθη.
Στην κούνια τό ’βαλαν και το κουνούσαν,
και το κουνούσαν , το τραγουδούσαν.
Σαν ήλιος λάμπει ,σα νιο φεγγάρι,
σα νιο φεγγάρι, το παλληκάρι.
Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη,
με τα καλά του, με τα παιδιά του,
με την καλή τη νοικοκυρά του…
Στην Ανατολική Ρωμυλία συνήθιζαν να τραγουδούν την παρακάτω παραλλαγή:
Χριστός γεννιέται,
χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο,
στα παλληκάρια.
Στα παλληκάρια κι όλους γειτόνους
κι όλους γειτόνους στους Άγιους όλους…
ενώ στη Δυτική Θράκη, τα παιδιά τραγουδούσαν:
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
κι’ η Παναγιά μας δοξολογούσε.
Δοξολογούσε, παρακαλούσε
τους Αποστόλους, τους Ιεράρχες.
Σεις Απόστολοι και Ιεράρχες
να ’πα να φέρτι μύρο και μόσχο.
Κι οι Αποστόλοι για μύρο πάνε
και οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν.
Κι ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν
η Παναγιά μας ξιλιφθιρώθ’ κι.
Χριστός γιννιέτι χαρά στουν κόσμου,
χαρά στουν κόσμου στα παλληκάργια!
Η καθημερινή ζωή των Πελοποννήσιων μέσα από τα κάλαντα
Στα κάλαντα της Πελοποννήσου αντικατοπτρίζεται η προτροπή στους «νοικοκυραίους» να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, τη γέννηση του Κυρίου, παραδοσιακά.
Παράλληλα, στους στίχους σκιαγραφείται και η καθημερινή ζωή των κατοίκων, αφού οι Αρκάδες, που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, κάθε χρόνο περίμεναν τα «Πρωτούγεννα» δηλαδή τις πρώτες γέννες των γιδοπροβάτων.
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγάτε ιδέστε μάθετε, το που ο Χριστός γεννιέται.
Γεννιέται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα
το μέλι τρων’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοχόρταρο το λούζουντ’ οι κυράδες.
Κυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά γαϊτανοφρύδα
κυρά μ’ όντας στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλη
και τον καθάριο αυγερινό τον βάνεις δαχτυλίδι.
Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραΐσει
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει.
Δώστε μας και τον κόκορα δώστε μας και την κότα
δώστε μας και πέντε – έξι αυγά να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Τα ποντιακά κάλαντα για «Καλά Χριστούγεννα και εις έτη πολλά»
Στον Πόντο, την παραμονή ή ανήμερα των Χριστουγέννων σύσσωμες οι οικογένειες έψαλλαν τα κάλαντα με τη συνοδεία της ποντιακής λύρας.
Συνήθως, για να εντυπωσιάσουν τους οικοδεσπότες, κρατούσαν ένα στολισμένο καράβι που έφτιαχναν από χαρτόνι και σανίδι, ενώ κάθε ομάδα διαγωνιζόταν για το ποιός θα έχει φιλοτεχνήσει το πιο όμορφο καράβι.
Χριστός γεννέθεν, χαρά ’ς σον κόσμον
χα, καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα,
χα, καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν.
Οψέ γεννέθεν κι ουρανοστάθεν,
τον εγέννεσεν η Πανα’ία,
τον ανέστεσεν Άη-Παρθένος.
Εκαβάλ’κεψεν χρυσόν πουλάρι
και εκατήβεν ’ς σο σταυροδρόμι,
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.
Έρπαξαν ατόν οι χιλ’ Εβραίοι,
χίλ’ Εβραίοι και μύρ’ Εβραίοι,
χίλ’ Εβραίοι και μύρ’ Εβραίοι.
Ας σ’ ακρέντικα κι ας σην καρδίαν
αίμαν έσταξεν, χολήν κι εφάνθεν,
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον,
μύρος έτον και μυρωδία.
Εμυρίστεν ατ’ ο κόσμον όλεν
για μυρίστ’ ατό και συ αφέντα,
συ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα.
Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζ’νε το νοικοκύρην,
νοικοκύρην και βασιλέαν.
Δέβα ’ς σο ταρέζ’ κι έλα ’ς σην πόρτα
δωσ’ μας ούβας και λεφτοκάρυα
κι αν ανοί’εις μας χαράν σην πόρτα ’ς.
Καλά Χριστούγεννα και εις έτη πολλά!
Τα κρητικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα
Τα παλαιότερα χρόνια, στην Κρήτη, εκτός από τα παιδιά, κάλαντα έλεγαν και οι ενήλικες, ενώ το φίλεμα που έδιναν οι οικοδεσπότες ήταν λίγο ελαιόλαδο. Οι μεγάλοι κρατούσαν το ασκί με το χωνί για να τους βάζουν λάδι και οι μικροί κρατούσαν ένα ντενεκέ για το λάδι και ένα καλαθάκι για τα αυγά.
Τις περισσότερες φορές τα κάλαντα διέφεραν από περιοχή σε περιοχή και συνήθως ήταν αυτοσχέδια, ενώ συνοδεύονταν από λύρα ή μπουζούκι.
Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία γέννηση να μπω στ’αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.
Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
Ο που τον έχεις τον υγιόν, τον μοσχοκανακάρη
Λούεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολειό τον πέμπεις.
Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι.
Και η κυρά δασκάλισσα, με το μαργαριτάρι
Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για τη Βάγια
Άψε Βαγίτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι.
Και κάτσε και ντουγιούντιζε ήντα θα μας εβγάλεις. […]
Γι’ απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι
Κι από τον πύρο του βουτσιού να πιούμε μια γιομάτη
Κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
Κι αν το κανε η γάλανη, ας είναι ζευγαράκι.
Κι από το πιθαράκι σου ένα κουρούπι λάδι
Κι αν είναι κι ακροπλιάτερο, βαστούμε και τ’ ασκάκι.
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
Και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλικάρια.
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα
Ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλησπέρα!
Κι ακόμα δεν τον ήβρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις
Να μας εβάλεις μια ρακή, κι ύστερα ν’ ασφαλίσεις.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ