Έχοντας χρησιμοποιηθεί στη Δύση για πρώτη φορά στα μέσα του 20ού αιώνα, ο όρος «διεμφυλικός» (transgender) χρησιμοποιείται για να περιγράφει ένα άτομο, του οποίου η ταυτότητα και/ή η έκφραση φύλου δεν ταυτίζεται με το βιολογικό φύλο, που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Η έννοια της ταυτότητας φύλου υπάρχει από την αρχαιότητα, καθώς σε διάφορους πολιτισμούς έχουν καταγραφεί διαφορετικά φύλα και ταυτότητες, συμπεριλαμβανομένων των ανδρόγυνων, των ατόμων τρίτου φύλου, των ατόμων με ρευστό φύλο και των διεμφυλικών ατόμων.
Tα διεμφυλικά άτομα μπορεί να χρησιμοποιούν διάφορους όρους για να περιγράψουν τον εαυτό τους, όπως genderqueer, queer, genderfluid και non-binary, με τον όρο «transgender» να λειτουργεί ως όρος – ομπρέλα για τα άτομα, των οποίων η ταυτότητα φύλου διαφέρει από το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Τα transgender άτομα μπορεί να επιλέξουν ή όχι τη φυλομετάβαση ή επιβεβαίωση φύλου, η οποία αποτελείται από τρία μέρη, τη νομική, την ιατρική και την κοινωνική.
Η νομική μετάβαση αφορά την αλλαγή σε όλα τα νομικά έγγραφα, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν προαπαιτεί το άτομο να έχει υποβληθεί σε οποιαδήποτε ιατρική επέμβαση, ενώ η ιατρική μετάβαση αποτελείται από την ορμονοθεραπεία και χειρουργική επέμβαση, η οποία θα ευθυγραμμίσει το σώμα με το φύλο με το οποίο το άτομο ταυτίζεται.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ