Συγκλονιστικές ήταν οι καταθέσεις στη σημερινή δίκη για το Μάτι, από τους γονείς των δίδυμων κοριτσιών Σοφίας και Βασιλικής, που βρέθηκαν απανθρακωμένες στην αγκαλιά των παππούδων τους, στο οικόπεδο της οικογένειας Φράγκου. Αυτό ήταν και το θέμα που απασχόλησε σήμερα το δικαστήριο, το οποίο όμως διέκοψε για τις 23/1/2023.
Οι γονείς μάλιστα, κρέμασαν από νωρίς ένα πανό με τις φωτογραφίες των κοριτσιών, έξω από το δικαστήριο.
«Άρχισα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο ο σύζυγος μου. Μιλήσαμε και πάλι με την αδελφή του. Είχε επικοινωνία με την μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος στη στάση Ραφήνας και της είπε ότι είχανε φωτιές.
Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά. Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο πεθερικά συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε αστυνομία τους λέγαμε ότι τα παιδιά και πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγος μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε ότι είναι στο δρόμο, έχει φωτιές δεξιά αριστερά δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά. Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα».
Η γυναίκα αναφέρθηκε και σε όσα έγιναν τις ώρες που ακόμη αναζητούσαν τα παιδιά τους και είδαν σε βίντεο που κυκλοφόρησε στα μέσα ενημέρωσης δυο παιδιά που τους έμοιαζαν. «Είδαμε στο ίντερνετ και είδαμε ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ κορίτσια μας, μας έδωσαν ελπίδες. Είμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς Αλφα που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονται κορίτσια και κατευθυνθήκαμε στο λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες.
Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα.
Εγώ πήγα στο δημαρχείο Ραφήνας όπου υπήρχαν δημοσιογράφοι και μου λέει ο σύζυγος μου θα μιλήσω μήπως κάποιος έχει κάποια πληροφορία. Δώσαμε τηλέφωνο συζύγου. Ξεκίνησε άλλο μαρτύριο μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγε τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν πάντα για να είναι σώα και αβλαβή» είπε η μάρτυρας.
Όταν στις 27 Ιουλίου ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των πεθερικών της μάρτυρα υπήρξε δυσκολία στην ταυτοποίηση των παιδιών. «Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Σκεφτήκαμε ότι τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια, δεν μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε» είπε χαρακτηριστικά.
Αυτό το χωράφι θα μείνει ένα νεκροταφείο
Με το βραχιόλι της μητέρας της στο χέρι κατέθεσε η αδελφή του προηγούμενου μάρτυρα, Ελενη. «Πήγα σε εκείνο το οικόπεδο. Γύρω από εκεί θάνατος, όλα καμένα. Οι σοροί τους βρέθηκαν 122 μέτρα από το αμάξι, που σημαίνει ότι τρέξανε να πάνε προς την πορτούλα προς τη θάλασσα… Ο πατέρας μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πήγε από πάνω τους για να τους προστατέψει… Κάποια στιγμή πήγα ξανά εκεί, σε αυτό το χωράφι δεν ήξερες τι πάταγες, αυτό το χωράφι στα δικά μου μάτια θα μείνει ένα νεκροταφείο».
Η κατάθεση του πατέρα: «Ήξερα ότι θα πέθαιναν για τα κορίτσια»
Γονείς και δυο παιδιά έχασε στη φονική πυρκαγιά ο συζυγος της προηγούμενης μάρτυρα, Γιαννης Φιλιππόπουλος. «Μου είπε η αδελφή μου ότι επικοινώνησε με μητέρα μου και την άκουγε πολύ αγχωμένη, της είπε έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και το λιμάνι της Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και κόκκινο λιμάνι. Κάναν προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν.
Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν έβρισκα κανένα. Εκεί στο δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα» είπε ο μάρτυρας.
Η αναζήτηση συνεχίστηκε για μέρες και όπως είπε ο μάρτυρας «πήγαμε στο Γουδί. Έδωσαν πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώς έχω τζακ ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα…Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω τους γονείς μου, ήξερα ότι θα πέθαιναν για να ζήσουν κορίτσια».
Η απελπισία οδήγησε τον κ. Φιλιππόπουλο στα κανάλια, που έδωσε το τηλέφωνο του στην προσπάθεια του να βρει πληροφορίες για τα παιδιά. «Με παίρνανε τηλέφωνο, έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω.
Υποψιαστήκανε πως πρόκειται για την οικογένεια μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA» είπε ο μάρτυρας συμπληρώνοντας αγανακτισμένος: «Εάν εκείνη ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα».
Ο Γολγοθάς της οικογένειας συνεχίστηκε όταν έπρεπε να γίνει η αναγνώριση των σορών. «Μου είπαν…αν σε ανακουφίζει αυτό τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν. Αγκαλιάσανε τα κορίτσια, ρίξανε ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά» είπε συγκινημένος.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσε, τους επέτρεψαν να πάρουν τις σορούς των γονιών του αλλά όχι των παιδιών γιατί δε μπορούσε να γίνει ταυτοποίηση. «Μου λένε τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε γιατί δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν.
Ζήτησε η γυναίκα μου τα εκμαγεία από τον οδοντίατρο, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσανε τα κορίτσια. Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά…Τους είπα και σφραγίσανε τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσαν να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ