Ερικ Κλάπτον… Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Έρικ Πάτρικ Κλαπ. Ποιος δεν τον ξέρει; Για όσους, δεν τον γνωρίζουν;
Πρόκειται για Βρετανό ροκ μουσικό, που ήταν κιθαρίστας με μεγάλη επιρροή στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και αργότερα έγινε σημαντικός τραγουδιστής-τραγουδοποιός.
Από την εφηβεία στη μουσική
Ο Κλάπτον γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου, σαν σήμερα δηλαδή, πριν από 78 χρόνια, από έφηβη μητέρα και Καναδό στρατιώτη, ο οποίος βρισκόταν στην Αγγλία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και επέστρεψε στη σύζυγό του, πριν γεννηθεί ο Κλάπτον.
Ο Κλάπτον μεγάλωσε σε μεγάλο βαθμό από τον παππού και τη γιαγιά του.
Άρχισε να παίζει κιθάρα στην εφηβεία του και σπούδασε για λίγο στο «Kingston College of Art».
Αφού έπαιξε κιθάρα με δύο μικρότερες μπάντες, το 1963 εντάχθηκε στους «Yardbirds», ένα συγκρότημα rhythm-and-blues, στο οποίο το παίξιμο, αλλά και η επιβλητική τεχνική του, η οποία επηρεάστηκε από τα μπλουζ, άρχισε να τραβά την προσοχή.
Ήταν στα 18 του, όταν ένα βράδυ του 1963, στο «Marquee Club», τον ναό της ροκ στη βρετανική πρωτεύουσα, θα μάγευε τον Μικ Τζάγκερ, τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Μπράιαν Τζόουνς…
Η… κιθάρα του
Άφησε τους «Yardbirds» το 1965, όταν επιδίωξαν την εμπορική επιτυχία, με στυλ προσανατολισμένο στην ποπ.
Την ίδια χρονιά, εντάχθηκε στους «Bluesbreakers» του Τζον Μάιαλ και η κιθάρα του έγινε σύντομα το βασικό χαρτί του γκρουπ, καθώς προσέλκυσε φανατικούς θαυμαστές στη σκηνή των club του Λονδίνου.
Το 1966 ο Κλάπτον άφησε τους «Bluesbreakers» για να σχηματίσει ένα νέο συγκρότημα με δύο άλλους βιρτουόζους ροκ μουσικούς, τον μπασίστα, Τζακ Μπρους και τον ντράμερ, Τζίντζερ Μπέικερ.
Πρότυπα σόλο και… Cream
Αυτό το συγκρότημα, οι «Cream», πέτυχε διεθνή δημοτικότητα με την εκλεπτυσμένη συγχώνευση της ροκ και της μπλουζ, που περιλάμβανε αυτοσχεδιαστικά σόλο κιθάρας.
Η δεξιοτεχνία του στη φόρμα, αλλά και τη φρασεολογία του μπλουζ, τα γρήγορα «τρεξίματά» του, καθώς και το παράπονο βιμπράτο του, μιμήθηκαν ευρέως και άλλοι ροκ κιθαρίστες.
Η υψηλή ενέργεια και η συναισθηματική του ένταση, που έπαιζε σε τραγούδια, όπως το «Crossroads» και το «White Room», έθεσαν τα πρότυπα για το σόλο της ροκ κιθάρας.
Ωστόσο, οι «Cream» διαλύθηκαν στα τέλη του 1968, έχοντας ηχογραφήσει άλμπουμ όπως τα «Disraeli Gears» (1967), «Wheels of Fire» (1968) και «Goodbye» (1969).
Το 1969 οι Κλάπτον και Μπέικερ σχημάτισαν το συγκρότημα «Blind Faith» με τον τραγουδιστή-κλειδί, Στιβ Γουίνγουντ, αλλά και τον μπασίστα, Ρικ Γκριτς, ωστόσο το γκρουπ διαλύθηκε, αφού ηχογράφησε μόνο ένα άλμπουμ.
Η «Layla»
Ο Κλάπτον είχε συνέχεια, αφού εμφανίστηκε ως ικανός τραγουδιστής στο πρώτο του σόλο άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1970.
- Σύντομα, συγκέντρωσε ένα τρίο δυνατών μουσικών session (μπασίστα τον Καρλ Ραντλ, ντράμερ τον Τζιμ Γκόρντον και κιμπορντίστα τον Μπόμπι Γουίτλοκ) σε ένα νέο συγκρότημα, που ονομάστηκε «Derek and the Dominos», με τον Κλάπτον ως βασικό κιθαρίστα, τραγουδιστή και τραγουδοποιό.
«Ηταν ένας χαμαιλέοντας από κάθε άποψη, όχι μόνο με την εμφάνισή του, αλλά και αναδιαμορφώνοντας τον εαυτό του και ξαναφτιάχνοντας την προσωπικότητά του και πηγαίνοντας τη μουσική του σε άλλους τόπους», λέει ο κιμπορντίστας, τραγουδιστής και συνθέτης, Μπόμπι Γουίτλοκ, ο οποίος ήταν μόλις 22 ετών το 1970, όταν ίδρυσε με τον Κλάπτον το μπλουζ-ροκ συγκρότημα «Derek and the Dominos» και έγραψαν επτά τραγούδια μαζί, για το περίφημο άλμπουμ «Layla and Other Assorted Love Songs».
Βέβαια και ο κιθαρίστας, Ντουέιν Άλμαν, εντάχθηκε στο συγκρότημα, κάνοντας εντέλει το κλασικό διπλό άλμπουμ «Layla and Other Assorted Love Songs» (1970), το οποίο θεωρείται το αριστούργημα του Κλάπτον και αν μη τι άλλο ορόσημο μεταξύ των ροκ ηχογραφήσεων.
Εθισμένος στην ηρωίνη
Απογοητευμένος από τις χαμηλές πωλήσεις της «Layla» και εθισμένος στην ηρωίνη, ο Κλάπτον πήγε στην αποτοξίνωση για δύο χρόνια.
Ξεπερνώντας τον εθισμό του, έκανε μια επιτυχημένη επιστροφή με το άλμπουμ «461 Ocean Boulevard» (1974), το οποίο περιελάμβανε το επιτυχημένο ριμέικ του «I Shot the Sheriff» του Bob Marley.
Στο άλμπουμ, ο Κλάπτον υιοθέτησε μια πιο χαλαρή προσέγγιση, που έδινε έμφαση στη σύνθεση τραγουδιών, αλλά και στις φωνητικές του ικανότητες, παρά στο να παίζει κιθάρα.
Σειρά από άλμπουμ και… Grammy
Τα επόμενα 20 χρόνια ο Κλάπτον παρήγαγε μια σειρά από άλμπουμ, συμπεριλαμβανομένων των Slowhand (1977), Backless (1978), Money and Cigarettes (1983), August (1986), Unplugged (1992)—τα οποία περιλάμβαναν την επιτυχία των chart “Tears in Heaven, » έγραψε μετά τον θάνατο του γιου του — και From the Cradle (1994). Στην τελετή των βραβείων Grammy το 1993, το «Tears in Heaven» κέρδισε τόσο για το τραγούδι, όσο και για τον δίσκο της χρονιάς και το Unplugged ονομάστηκε ως άλμπουμ της χρονιάς.
Ο Κλάπτον εξερεύνησε επίσης τις μουσικές του επιρροές με ένα ζευγάρι συνεργασιών, που κέρδισαν Grammy:
Riding with the King (2000) με τον θρύλο της μπλουζ B.B. King και The Road to Escondido (2006) με τον κιθαρίστα ριζών, J.J. Cale.
Η κριτική και εμπορική επιτυχία αυτών των άλμπουμ, ενίσχυσε το «ανάστημά» του ως ενός από τους μεγαλύτερους ροκ μουσικούς στον κόσμο, και οι επόμενες κυκλοφορίες, όπως οι Clapton (2010), Old Sock (2013) και I Still Do (2016), αποτύπωσαν το στίγμά του.
Το 2018, κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ διακοπών, Happy Xmas.
Αντιεμβολιαστικές απόψεις
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 (που κηρύχθηκε το 2020), ο Κλάπτον έγινε γνωστός για την κριτική του στους κανονισμούς ασφαλείας, αλλά και στα εμβόλια.
Συγκεκριμένα, συνεργάστηκε με τον Βαν Μόρισον στο σίνγκλ «Stand and Deliver» (2020) και αρνήθηκε να παίξει σε οποιοδήποτε χώρο, που απαιτούσε εμβόλια.
Η στάση του Κλάπτον αποδείχθηκε αμφιλεγόμενη σε ορισμένους και προκάλεσε εκ νέου έλεγχο της προηγούμενης συμπεριφοράς του.
Ήταν εναντίον των lockdown και των κυβερνητικών προσπαθειών να ελέγξουν την πανδημία, κλείνοντας προσωρινά εστιατόρια, γυμναστήρια και αίθουσες συναυλιών.
Τελικά, όμως, εμβολιάστηκε.
Οι αποκαλύψεις και οι αντιδράσεις
Σε μια συνέντευξη του, το 1999, παραδέχτηκε ότι βίασε την πρώην σύζυγό του, Πάτι Μπόιντ (την πρώην σύζυγο του «Σκαθαριού», Τζορτζ Χάρισον), τη δεκαετία του 1970, όταν ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Γι’ αυτήν έγραψε, εξάλλου, τη «Layla».
Σε άλλες συνεντεύξεις και στα απομνημονεύματά του, ο Κλάπτον κατηγόρησε επίσης τους εθισμούς του για τις ρατσιστικές του ατάκες σε μια συναυλία του 1976 στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας.
Τεκμηριώθηκε εκείνη την εποχή ότι χρησιμοποιούσε ρατσιστικές συκοφαντίες και είχε πει στους μετανάστες ότι η Αγγλία ήταν «μια λευκή χώρα» φτιαγμένη «για τους λευκούς».
Πολλοί θαυμαστές, ωστόσο, θεώρησαν ότι, κατηγορώντας τα ναρκωτικά και το αλκοόλ για τις πράξεις του, ο Κλάπτον δεν ανέλαβε πλήρως την ευθύνη.
Οι υπερασπιστές του, από την άλλη πλευρά, ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έκανε ρατσιστικά σχόλια ιδιωτικά, ενώ ο Αλμπι Γκαλούτεν, που έπαιζε με τον Κλάπτον τη δεκαετία του 1970, πριν γίνει ο εγκέφαλος των παραγωγών των «Bee Gees», αναρωτήθηκε μήπως το χάος, στο οποίο βρίσκεται τώρα οφείλεται, εν μέρει, στον αφελή και απροστάτευτο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε πάντα την καριέρα του:
«Οι περισσότεροι έχουν κάποιον δίπλα τους συνεχώς που τους λέει τι να κάνουν και τι όχι», λέει.
«Από την εμπειρία μου με τον Έρικ, είναι ο πιο απονήρευτος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ.
Αυτό που νιώθει αυτό κάνει, και αυτό είναι που κάνει τη μουσική του τόσο εκπληκτική και τον κάνει να αγαπά τα μέλη του συγκροτήματός του και τα μέλη του συγκροτήματος να τον αγαπούν.
Δεν σκέφτεται τον κόσμο σαν ένα μονοπάτι όπου διαπραγματεύεσαι τον εαυτό σου για να φτάσεις σε ορισμένα επιτεύγματα».
Όταν έπαιξε για ελληνική μπάντα
Και μπορεί η ιστορία του να είναι ικανή για να γεμίσει της σελίδες ενός ολόκληρου βιβλίου, όμως υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια που δεν αναφέρεται συχνά.
Ήταν η περίοδος, σύμφωνα με το vice, που έπαιξε ως κιθαρίστας σε μια γνωστή αθηναϊκή μπάντα. Ναι, ναι…
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 οι πρώτες εγχώριες αγγλόφωνες μπάντες έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται και μία από αυτές είναι οι «The Juniors».
Όπως γράφει και στο βιβλίο «Get That Beat (Τόμος Α’)», ο Ντίνος Σαδίκης «ήδη τρία χρόνια μετά από το ξεκίνημά τους κι ύστερα από δεκάδες εντυπωσιακές συναυλίες, αλλά και δύο εμπορικά 45άρια, η μπάντα είχε διαγράψει αξιοζήλευτη διαδρομή, σε σημείο που να θεωρείται σαν το δημοφιλέστερο γκρουπ του χώρου μετά από τους Forminx».
Έτσι, λοιπόν, ένα γκρουπ Βρετανών μουσικών έχει παρατήσει τα πάντα και περιοδεύει στην Ευρώπη.
Φτάνει στην Ελλάδα, χωρίς τον ντράμερ του, ο οποίος ερωτεύτηκε και έμεινε στην Ιταλία.
Παίζουν μουσική, όπου μπορούν, με σκοπό να περάσουν τις μέρες τους όσο πιο ανέμελα γίνεται.
Ανάμεσά τους και ο άσημος τότε, Έρικ Κλάπτον.
Όντας μπουχτισμένος στην Αγγλία και αποκαρδιωμένος με την εμπειρία του ως μουσικός των «Yardbirds», οι οποίοι, γνώριζαν ήδη τεράστια επιτυχία και μάλιστα με ηχογραφήσεις, στις οποίες είχε συμμετάσχει και αυτός, αποφάσισε να πάρει τον χρόνο του.
Έτσι, έπαιξε με το συγκρότημα «Juniors», ως κιθαρίστας.
Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει σαφές το χρονικό διάστημα, που έμεινε στο γκρουπ ο Κλάπτον, αλλά σίγουρα συνέβη για κάποιους μήνες.
Αξίζει επίσης να καταγραφεί ότι οι «Juniors» φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, τα μέλη της βρετανικής μπάντας.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ