Απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης που είχαν υποβάλει κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων, που μετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους το 2012, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ), κρίνοντας πως δεν έχει τη δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της τη νομιμότητάς τους.
Επιπροσθέτως, το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ, έκρινε ότι η προβαλλόμενη ζημία των εναγόντων είναι σύμφυτη με τους οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Την περίοδο της εκτεταμένης οικονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όπως επίσης και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας, συνήψαν, στις 15 Φεβρουαρίου 2012, συμφωνία για την ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων, που κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με νέα χρεόγραφα, ίδιας ονομαστικής αξίας, επιτοκίου, ημερομηνίας καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες.
Την ίδια περίοδο, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5 % της αξίας των χρεογράφων, τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές (PSI), με την Ευρωομάδα, στις 21 Φεβρουαρίου του 2012, να επιζητά τη σημαντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στη συγκεκριμένη οικειοθελή ανταλλαγή χρεογράφων.
Οι ενάγοντες, κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων, μετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πλαίσιο του PSI και της διαδικασίας, βάσει των «ρητρών συλλογικής δράσης» (CAC), η οποία κατέστησε υποχρεωτική την ανταλλαγή τίτλων για τους εμπλεκόμενους ιδιώτες επενδυτές, βάσει του ελληνικού νόμου 4050/2012, αφού είχαν απορρίψει την προσφορά της οικειοθελούς ανταλλαγής.
Πού βασίζεται η απόφαση του ΓΔΕΕ
Οι κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων με την αγωγή τους ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστησαν, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής υποχρεωτικής ανταλλαγής κρατικών χρεογράφων, λόγω συμπεριφοράς ή πράξεων της του Eurogroup, του Προέδρου της, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και της Επιτροπής.
Από την πλευρά του, το ΓΔΕΕ αποφάσισε να απορρίψει στο σύνολό της την αγωγή τους, επικαλούμενο την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), της 20ης Δεκεμβρίου 2020, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-597/18 P Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C-598/18 P Συμβούλιο κατά Μπουρδούβαλλη κ.ά..
To ΓΔΕΕ επισημαίνει ότι η Ευρωομάδα σχεδιάστηκε ως διακυβερνητικό όργανο, εκτός του θεσμικού πλαισίου της Ένωσης, με στόχο να παράσχει στους Υπουργούς των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν και να συντονίζουν τις απόψεις τους για σχετικά με τις κοινές αρμοδιότητές τους ζητήματα, όσον αφορά το ενιαίο νόμισμα, λειτουργώντας ως σύνδεσμος μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού επιπέδου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών – μελών της ΕΕ.
Συνεπώς, όπως σημειώνει το ΓΔΕΕ, οι δηλώσεις της Ευρωομάδας δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα να μην έχει τη δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της τη νομιμότητάς τους, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, με σκοπό την εκτίμηση της ανάληψης πιθανής εξωσυμβατικής ευθύνης.
Παράλληλα, λόγω του διακυβερνητικού της χαρακτήρα, η κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών – μελών με νόμισμα το ευρώ στη Σύνοδο Κορυφής για το ευρώ δεν εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης.
Ως προς τον ισχυρισμός της κατάφωρης παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, το ΓΔΕΕ υπενθυμίζει ότι η γενική αυτή αρχή επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι βρίσκονταν σε κατάσταση διαφορετική από εκείνη άλλων ιδιωτών κατόχων ελληνικών χρεογράφων, συμπεριλαμβανομένων και των νομικών προσώπων.
Η ζημία που φέρονται να είχαν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, γεγονός που ισχύει κατά κύριο λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα από τα τέλη του 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ