Ενώπιον δικαστών και ενόρκων του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου θα βρεθεί σήμερα ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος μετά τις 10:00 το πρωί σήμερα (11/5).
Ακριβώς έναν χρόνο μετά τη δολοφονία της συζύγου του, Καρολάιν Κράουτς, στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά, ο Αναγνωστόπουλος θα απολογηθεί για τις πράξεις του.
Αφού είχαν περάσει 37 ημέρες ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος ομολόγησε ότι εκείνος βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία της συζύγου του, αλλά μέχρι σήμερα ισχυρίζεται ότι δεν είχε προσχεδιάσει τη δολοφονία.
Η πρώτη του εκδοχή
Ο Αναγνωστόπουλος είχε δύο εκδοχές για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας.
Κατά την πρώτη περίπου στις 4 τα ξημερώματα, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα για να κάνει μία τελευταία προσπάθεια να έρθει πιο κοντά με τη σύζυγό του καθώς είχαν τσακωθεί νωρίτερα και εκείνος με το μωρό ήταν στο σαλόνι:
«Ξάπλωσα δίπλα της και την πήρα αγκαλιά. Της είπα να πάρω τη μικρή και να ανέβουμε πάνω και αυτή μου απάντησε “όχι μην φέρεις την μικρή δεν σας θέλω”.
Και ξεκίνησε να τινάζει το σώμα της για να φύγει από την αγκαλιά μου.
Εγώ συνέχιζα να την κρατάω σφιχτά και της έλεγα ότι πρέπει η μικρή να ανέβει επάνω για να κοιμηθεί.
Κάποια στιγμή όπως τιναζόταν το πρόσωπο της ήταν στο μαξιλάρι εννοώ, δηλαδή ότι το στόμα της και η μύτη της ακουμπούσαν στο μαξιλάρι, εγώ συνέχισα να την κρατάω σφιχτά στην αγκαλιά μου μέχρι που κατάλαβα ότι η Κάρολαϊν σταμάτησε να κουνιέται.
Όλο αυτό πρέπει να κράτησε γύρω στα 5 λεπτά από την ώρα δηλαδή που την αγκάλιασα μέχρι την ώρα που σταμάτησε να κουνιέται.
Τα έχασα. Προσπάθησα να την ξυπνήσω, την κούναγα, αλλά κατάλαβα ότι όλο αυτό που έκανα ήταν μάταιο».
Η δεύτερη εκδοχή
Αργότερα από λίγες μάλιστα ώρες ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος είχε αλλάξει την εκδοχή του στους αστυνομικούς για το πώς συνέβησαν τα πράγματα περιγράφοντας:
«Ξάπλωσα δίπλα της προσπαθώντας να της πω ότι αυτό που έκανε στη Λυδία ήταν πάρα πολύ άσχημο. Αυτή δεν ήθελε ούτε να με ακούσει. Μου είπε να φύγω και εγώ και η Λυδία.
Τότε λοιπόν, όπως ήταν μπρούμυτα ξαπλωμένη, πήγα από πάνω της, προσπαθώντας να την κάνω να με ακούσει.
Αυτή τιναζόταν για να με πετάξει από πάνω της, αλλά όσο αυτή τιναζόταν, τόσο εγώ την πίεζα γιατί το μόνο που ήθελα ήταν να με ακούσει. Ενώ ήμασταν σε αυτή την κατάσταση, εγώ από πάνω της να την πιέζω και αυτή να τινάζεται, το μπροστά μέρος του προσώπου της, δηλαδή το στόμα, η μύτη και τα μάτια της κόλλησαν στο μαξιλάρι.
Δεν θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή της πίεσα με τα χέρια μου το κεφάλι, νομίζω όμως ότι με το βάρος του σώματός μου της πίεζα το κεφάλι. Όσο την πίεζα της είπα 2-3 φορές: “Τη μικρή δεν θα την ξαναχτυπήσεις”».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ