Της θρυλικής Ελληνοεβραίας, δαιμόνιας επιχειρηματία από τη Θεσσαλονίκη, η οποία γλίτωσε την τελευταία στιγμή από το Ολοκαύτωμα, για να χτίσει τη δική της αυτοκρατορία πορνοκινηματογράφων στις ΗΠΑ, επαναπροσδιορίζοντας τι πάει να πει ελληνική οικογένεια, σεξουαλικότητα και αμερικανικό όνειρο. Μέσα από τις αφηγήσεις των συγγενών της, αλλά και των ανθρώπων που τη γνώρισαν, σκιαγραφείται το απολαυστικό πορτρέτο μιας δυναμικής γυναίκας.
Το ντοκιμαντέρ της Βάλερυ Κοντάκου κέρδισε το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) για την καλύτερη ελληνική ταινία από το επίσημο πρόγραμμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής, η ταινία «αποφεύγει την εύκολη “αγιογραφική προσέγγιση” και κινηματογραφεί συναρπαστικά μια “αυστηρώς ακατάλληλη” προσωπική διαδρομή επιβίωσης, άρρηκτα συνδεδεμένης με την ίδια την ιστορία».
Η Βάλερυ Κοντάκου εξηγεί πώς γνώρισε την Τσέλι Γουίλσον: «Γνώρισα την Τσέλι, γιατί ήταν φίλη της μαμάς μου. Ήταν φίλες, γιατί ο θείος μου ήταν παραγωγός σε ελληνικές ταινίες εδώ στην Ελλάδα. Όταν έδειχνε ελληνικές ταινίες στη Νέα Υόρκη, τις έστελνε στην Τσέλι, για να τις παρουσιάσει στον κινηματογράφο της. Για παράδειγμα, ταινίες με τον Θανάση Βέγγο και την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Όταν πήγε η μαμά μου στη Νέα Υόρκη, ο θείος μου της πρότεινε να πάει να τη συναντήσει. Έτσι έγιναν φίλες. Η μητέρα μου μιλούσε πάντα για την Τσέλι. Όταν ερχόταν σπίτι, μου έλεγε διάφορες ιστορίες γι’ αυτήν και τον Ρεξ. Όταν ερχόμασταν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, τους βλέπαμε. Όταν έγινα 16 ετών, ήθελα να δουλέψω. Επιτρεπόταν τότε να δουλεύεις part time σ’ αυτή την ηλικία, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δούλεψα, λοιπόν, στο ταμείο του Tivoli. Εκεί έδειχναν ελληνικές ταινίες τις Κυριακές γα τις οικογένειες. Την υπόλοιπη εβδομάδα έδειχνε πορνό».
Χρειάστηκαν επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί το ντοκιμαντέρ, καθώς δεν ήταν εύκολο να βρεθεί το αναγκαίο αρχειακό υλικό. Παράλληλα, έπρεπε να πειστεί και το συγγενικό της περιβάλλον να μιλήσει για τη βασίλισσα των νεοϋορκέζικων πορνοσινεμά, που μεσουράνησε από τα τέλη του ’60 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το υλικό που συγκεντρώθηκε και παρουσιάζεται τελικά είναι καθηλωτικό. Η χρήση του animation είναι καθοριστική για το άρτιο αισθητικό και δραματουργικό αποτέλεσμα. Οι συνεντεύξεις όσων συμμετέχουν, ξεχειλίζουν από χιούμορ και συγκίνηση.
Ο Χρήστος Αστερίου, ο συν-σεναριογράφος της ταινίας, δήλωσε για το ντοκιμαντέρ: «Το ντοκιμαντέρ δεν έχει σενάριο, όπως έχει μια ταινία μυθοπλασίας για παράδειγμα. Όλο αυτό διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Γι’ αυτό και θέτει κάποιος στοχευμένες ερωτήσεις, ώστε να έχει μετά τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, που στην περίπτωση της Τσέλι είναι πάρα πολλά, γιατί είναι μια γυναίκα bigger than life. Μια γυναίκα που έζησε, όπως ήθελε. Έκανε πάρα πολλά πράγματα από την εποχή που ζούσε στη Θεσσαλονίκη και πρωταγωνιστούσε στη θεατρική ομάδα του Γαλλικού σχολείου Θεσσαλονίκης, μέχρι τη μετεωρική της άνοδο στην πορνογραφική σκηνή της Νέας Υόρκης.
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ήταν η ίδια τόσο πολυεπίπεδη και πολύπλοκος ο βίος της, που πιστεύω ότι δεν θα υπήρχε άλλος τρόπος. Το ντοκιμαντέρ, ειδικά στη Θεσσαλονίκη, κάνει γνωστή μια Εβραία Σεφαραδίτισσα, η οποία ήταν παντελώς άγνωστη μέχρι πρόσφατα. Αυτό μπορέσαμε να το πιστοποιήσουμε, ρωτώντας ανθρώπους που είναι βαθείς γνώστες του Θεσσαλονικιώτικου Εβραϊσμού. Προσθέτουμε έτσι μια ψηφίδα στο μεγάλο ψηφιδωτό της πόλης που λέγεται Θεσσαλονίκη, στη μυθολογία της πόλης. Γιατί ως γνωστόν, οι πόλεις δεν είναι οι χώροι τους, είναι οι άνθρωποί τους, οι βίοι των ανθρώπων που έχουν ζήσει σε αυτές».
Εγκατεστημένη κοντά στην 42η Λεωφόρο, με ένα τσιγάρο μόνιμα κολλημένο στα χείλη και σακούλες του σούπερ μάρκετ γεμάτες χαρτονομίσματα γύρω της, η Τσέλι ήταν η αδιαμφισβήτητη κεφαλή της οικογένειας. Από το διαμέρισμά της περνούσαν καλλιτέχνες, συνεργάτες και χαρτόμουτρα, ενώ οι ερωμένες και τα εγγόνια της συμπλήρωναν συχνά το αλλοπρόσαλλο σκηνικό. Ελάχιστοι όμως γνώριζαν, τι είχε περάσει για να φτάσει ως εκεί.
Ποια ήταν όμως τα στοιχεία της προσωπικότητας της Γουίλσον που ξεχωρίζει η σκηνοθέτις;
«Το πρώτο και βασικό ήταν η δύναμή της. Ήταν ένας άνθρωπος που στεκόταν πάρα πολύ καλά στα πόδια του. Δεν είχε καθόλου αμφιβολίες. Έπαιρνε μια απόφαση και την πραγματοποιούσε. Έβλεπες δηλαδή ότι μέσα σε όλη την κατάσταση που επικρατούσε στην Times Square, όπου υπήρχαν διάφοροι, από μαφιόζοι μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς, όλος ο υπόκοσμος κατά κάποιο τρόπο, όλοι την εκτιμούσαν και τη σέβονταν σαν άνθρωπο. Ήταν από τις μοναδικές γυναίκες που μπορούσε να τους διαχειριστεί, ακριβώς όπως αυτή ήθελε. Αυτό το στοιχείο με ενθουσίασε πάρα πολύ και μου έδωσε και σε μένα μεγάλη δύναμη, για το πώς έβλεπα τον εαυτό μου. Ήταν σαν να έχω βρει κάποιον, μια γυναίκα, που είχε όλα αυτά που ονειρευόμουν. Ήμουν πολύ τυχερή, γιατί ο βασικός χαρακτήρας στην ταινία μου τα είχε όλα. Το casting ήταν τέλειο. Δεν μπορούσα να βρω κάποιον πιο ενδιαφέροντα από την Τσέλι. Οπότε αυτό μου έλυσε τα χέρια. Ξεκινούσα από κάτι που από μόνο του έφερνε μαζί και όλο το χιούμορ. Είχε τρομερό χιούμορ. Από την άλλη πλευρά, ήταν μια γυναίκα, η οποία υπέφερε πάρα πολύ, γιατί δεν ήταν μικρό πράγμα να χάσεις όλη την οικογένειά σου στο Ολοκαύτωμα. Το ότι κατάφερε να επιβιώσει και να προχωρήσει ήταν απίστευτο. Είχε έναν ενθουσιασμό για τη ζωή. Αυτό είναι καταπληκτικό».
«Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» της Βάλερυ Κοντάκου αποτυπώνει το βίο και την πολιτεία μιας απίθανης γυναίκας που κατάφερε, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ζήσει τη δική της, «ακατάλληλη», εκδοχή του Αμερικανικού Ονείρου.
Μετά την επιτυχημένη παγκόσμια πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη, τον περασμένο Νοέμβριο, στο Φεστιβάλ DOC NYC, όπου έτυχε θερμής υποδοχής από κοινό και κριτικούς, και την ευρωπαϊκή πρεμιέρα του στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (2-12 Μαρτίου), το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» της Βάλερυ Κοντάκου, δίνει ραντεβού με το κοινό στις αίθουσες της Αθήνας (Παρασκευή 31 Μαρτίου και Παρασκευή 7 Απριλίου στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ) και της Θεσσαλονίκης (Από τις 6 ως και τις 12 Απριλίου, καθημερινά στην Αίθουσα «Σταύρος Τορνές» στο Λιμάνι).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ