Το εδραιωμένο χάσμα Βορρά και Νότου φαίνεται πως μεγαλώνει στην Ινδία, καθώς ο πληθυσμός της χώρας αυξάνεται, με σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τους αναλυτές, το επόμενο μωρό που θα γεννηθεί το 2023, θα προαναγγέλλει μια στιγμή – ορόσημο για τη χώρα, με την Ινδία να ξεπερνά σε πληθυσμό την Κίνα και να «στέφεται» ως το πολυπληθέστερο έθνος του κόσμου.
Ωστόσο, η ιστορία της πληθυσμιακής έκρηξης της Ινδίας είναι διττή, καθώς στον Βορρά, με επικεφαλής μόνο δύο πολιτείες, ο πληθυσμός εξακολουθεί να αυξάνεται, ενώ στον πλουσιότερο Νότο, οι αριθμοί σταθεροποιούνται και σε ορισμένες περιοχές μειώνονται.
Όμως, οι διαφορές μεταξύ αυτών των περιοχών σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένα μοναδικό πρόβλημα: τις συνέπειες μιας περιόδου αύξησης των γεννήσεων και της ταυτόχρονης γήρανσης του πληθυσμού.
Μέχρι στιγμής, η Ινδία έχει περισσότερους από 1,39 δισεκατομμύρια ανθρώπους – τέσσερις φορές περισσότερους από τους κατοίκους των ΗΠΑ – ενώ 1,41 δισεκατομμύρια ζουν στην Κίνα.
Όμως, με 86.000 μωρά που γεννιούνται στην Ινδία κάθε μέρα και 49.400 στην Κίνα, η Ινδία πρόκειται να πάρει το προβάδισμα το 2023 και να αγγίξει τα 1,65 δισεκατομμύρια άτομα μέχρι το 2060.
Ως το 2050, πάνω από το ήμισυ της προβλεπόμενης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού θα συμβεί σε μόλις οκτώ χώρες: τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, τη Νιγηρία, το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, την Ενωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας και την Ινδία.
Μάλιστα, η ανάπτυξη θα ασκήσει τεράστια πίεση στους πόρους, την οικονομική σταθερότητα και την κοινωνία της Ινδίας και οι επιπτώσεις θα φτάσουν πολύ πέρα από τα σύνορά της.
Ως χώρα στην πρώτη γραμμή της κλιματικής κρίσης, που ήδη αντιμετωπίζει ακραία καιρικά φαινόμενα, η μείωση των πόρων – όπως το νερό – θα μπορούσε να γίνει καθοριστικός παράγοντας για το πώς θα μοιάζει ο μελλοντικός πληθυσμός της Ινδίας.
Η πληθυσμιακή έκρηξη από το 1947
Σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian, οι φόβοι για «έκρηξη πληθυσμού» στην Ινδία – όπου η ανάπτυξη υποχωρεί κάτω από το βάρος ενός ανεξέλεγκτα διευρυνόμενου πληθυσμού και οι πόροι της χώρας υπερκαλύπτονται – είναι γνωστοί εδώ και έναν αιώνα.
Μετά την ανεξαρτησία, ο πληθυσμός της Ινδίας αυξήθηκε με σημαντικό ρυθμό, μεταξύ 1947 και 1997, φτάνοντας το 1 δισεκατομμύριο.
Αλλά από τη δεκαετία του 1980, διάφορες πρωτοβουλίες δημιουργήθηκαν, για να πείσουν οικογένειες, ιδιαίτερα εκείνες από φτωχότερα και περιθωριοποιημένα περιβάλλοντα που τείνουν να έχουν τα περισσότερα παιδιά, για τα οφέλη του οικογενειακού προγραμματισμού.
Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό γονιμότητας της Ινδίας άρχισε να πέφτει πιο γρήγορα από ό,τι είχε προβλεφθεί.
Ωστόσο, οι περιορισμοί στην αύξηση του πληθυσμού δεν ήταν ομοιόμορφοι σε ολόκληρη την Ινδία, και το εδραιωμένο χάσμα Βορρά – Νότου επέδρασε σημαντικά στα δημογραφικά στοιχεία, με συνεχείς κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.
Για την επόμενη δεκαετία, το ένα τρίτο της αύξησης του πληθυσμού της Ινδίας θα προέρχεται από δύο μόνο βόρειες πολιτείες, το Μπιχάρ και το Ούταρ Πραντές.
Στην πληγείσα από τη φτώχεια περιοχή Κισανγκάνι του Μπιχάρ, η οποία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας στην Ινδία, οι γυναίκες δήλωσαν ότι μόλις πρόσφατα άρχισαν να μαθαίνουν για τα οφέλη από την απόκτηση λιγότερων παιδιών.
Η παρόρμηση να αποκτούν γιους, οι οποίοι σε μέρη της Ινδίας εξακολουθούν να θεωρούνται πολύ πιο επιθυμητοί από τις κόρες, παρέμεινε βασικό κίνητρο για τις γυναίκες στο χωριό.
«Μόνο αφού γέννησα όλα τα παιδιά μου, οι γιατροί μου είπαν για τον οικογενειακό προγραμματισμό», είπε η Ντέβι.
Η Πάουλο Ντέβι, μια 55χριβη αναλφάβητη εργάτρια που έχει έξι παιδιά και επέλεξε τη στείρωση, είπε ότι θα ήθελε να είχε κάνει τα πράγματα διαφορετικά.
«Αν είχα λιγότερα παιδιά, θα μπορούσα να τα μεγαλώσω καλύτερα και θα μπορούσα να τα εκπαιδεύσω.
Τώρα οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας κάνουν εκστρατείες από σπίτι σε σπίτι και ευαισθητοποιούν τους ανθρώπους σχετικά με την αντισύλληψη και τα προφυλακτικά.
Θέλω οπωσδήποτε οι γιοι και οι κόρες μου να έχουν λιγότερα παιδιά, ώστε να μην χρειάζεται να ζουν στη φτώχεια», σχολίασε.
Η πρόκληση της «διογκωμένης νεολαίας»
Μια ιδιαίτερη δημογραφική πρόκληση, ευρέως διαδεδομένη σε όλη την Ινδία, αλλά ιδιαίτερα συγκεντρωμένη σε φτωχότερες βόρειες πολιτείες, είναι αυτή της «διογκωμένης νεολαίας».
Η διάμεση ηλικία ενός Ινδού είναι τα 29 και η χώρα παλεύει με έναν τεράστιο, φιλόδοξο και όλο και πιο ανήσυχο νέο πληθυσμό, η πλειονότητα των οποίων είναι ανειδίκευτοι και για τον οποίο δεν υπάρχουν αρκετά σχολεία, πανεπιστήμια, προγράμματα κατάρτισης και κυρίως όχι αρκετές δουλειές.
Σε όλη την Ινδία, η ανεργία των νέων φτάνει το 23% και μόνο ένας στους τέσσερις πτυχιούχους απασχολείται.
Την ίδια ώρα, ο γυναικείος αλφαβητισμός αυξάνεται, με μόνο το 25% των γυναικών να συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό.
«Είναι μια καταθλιπτική, απελπιστική κατάσταση. Δικαιούμαι να γίνω καθηγητής αλλά δεν μπορώ να εξασφαλίσω θέση. Υπάρχουν πάρα πολλοί νέοι με προσόντα και όχι αρκετές δουλειές», σημείωσε ο Βισού Γιαντάβ, ο οποίος κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα, ενώ έχει καταφέρει να περάσει τις εξετάσεις για του δασκάλους.
Ο Πουνάμ Μουταρέγια, εκτελεστικός διευθυντής του Ιδρύματος Πληθυσμού της Ινδίας, είπε ότι υπάρχει ακόμη χρόνος για αυτόν τον νεαρό πληθυσμό να εργαστεί προς όφελος της Ινδίας.
«Η Ινδία έχει ένα φανταστικό παράθυρο ευκαιριών, αλλά θα είναι εκεί μόνο για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Έχουμε την ικανότητα να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες του νεανικού πληθυσμού, αλλά πρέπει να επενδύσουμε στην εκπαίδευση των εφήβων, την υγεία και τη σεξουαλική υγεία αμέσως εάν θέλουμε να αποκομίσουμε τα οφέλη.
Διαφορετικά, το δημογραφικό μας μέρισμα θα μπορούσε να μετατραπεί σε δημογραφική καταστροφή», τόνισε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η νεολαία της Ινδίας κινδυνεύει να τροφοδοτήσει την αύξηση του πληθυσμού, εκτός εάν βελτιωθούν οι υπηρεσίες αντισύλληψης και οικογενειακού προγραμματισμού.
Μάλιστα, η γυναικεία στείρωση εξακολουθεί να είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος αντισύλληψης στην Ινδία και αυτή γίνεται κυρίως από τις μεγαλύτερες γυναίκες, που είναι παντρεμένες. Από τον ισχνό προϋπολογισμό για την Υγεία, μόνο το 6% αφιερώνεται για τον οικογενειακό προγραμματισμό και μόνο το 0,4% αυτού επενδύεται σε προσωρινές μεθόδους αντισύλληψης.
«Η ανάγκη για πιο μόνιμες μεθόδους αντισύλληψης είναι επείγουσα. Θα υπάρξουν τεράστια προβλήματα, αν δεν ικανοποιηθεί αυτή η ανάγκη», πρόσθεσε ο κ. Μουταρέγια.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, υπάρχουν 10 εκατομμύρια ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες στην Ινδία κάθε χρόνο, ενώ η άμβλωση είναι νόμιμη μόνο για τις ανύπαντρες γυναίκες.
Την ίδια ώρα, η Απαραγίτα Τσατοπαντάγια, καθηγήτρια στο Διεθνές Ινστιτούτο Επιστημών του Πληθυσμού, εξήγησε ότι η κρίση που θα αντιμετωπίσει σύντομα ο Νότος είναι αυτή της γήρανσης του πληθυσμού.
«Η Ινδία θα έχει σύντομα πάνω από το 10% του πληθυσμού που γερνάει, που είναι ένας τεράστιος αριθμός.
Αυτό παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα όσον αφορά την απασχόληση, την κοινωνική ασφάλιση, αλλά κυρίως για την υγειονομική περίθαλψη, όπου οι δαπάνες είναι ακόμη πολύ χαμηλές και ο επιπολασμός ασθενειών όπως ο διαβήτης είναι πολύ υψηλός στους ηλικιωμένους. Αυτό δεν πρέπει να αγνοηθεί», πρόσθεσε η Τσατοπαντάγια.
Υπερπληθυσμός: ένα πολιτικό ζήτημα
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, το χάσμα Βορρά-Νότου επέτρεψε την πολιτικοποίηση του πληθυσμού στην Ινδία.
Έτσι, στη βόρεια πολιτεία του Ούταρ Πραντές, που κυβερνάται από μια σκληροπυρηνική προσωπικότητα του ινδουιστικού εθνικιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP), ο υψηλός πληθυσμός χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τη σύνταξη ενός νομοσχεδίου για τον έλεγχο του πληθυσμού, προτείνοντας καταναγκαστικές μεθόδους για την εξασφάλιση δύο παιδιών ανά ζευγάρι.
Το προσχέδιο του νομοσχεδίου θεωρείται από ορισμένους ως μια αραιά καλυμμένη επίθεση κατά των Μουσουλμάνων, που τροφοδοτείται από έναν διάχυτο, αλλά ανακριβή μύθο που προωθείται από ινδουιστές εθνικιστές ότι ο αριθμός των μουσουλμάνων ξεπερνά γρήγορα τους Ινδουιστές, ως μέρος μιας συνωμοσίας των μουσουλμάνων να γίνουν η πλειοψηφία στην Ινδία.
«Όλη αυτή η συζήτηση για μέτρα ελέγχου του πληθυσμού στο Ούταρ Πραντές γίνεται για να συνεχιστεί η διαμάχη και να δοθεί στους μουσουλμάνους ένα κακό όνομα, να υποδαυλιστεί το μίσος και να κερδίσει την πλειοψηφία των Ινδουιστών», δήλωσε ο Σι Καράισι, ένας Ινδός δημόσιος υπάλληλος που δημοσίευσε πρόσφατα το «The Population Myth», ένα βιβλίο που καταρρίπτει τους μύθους γύρω από το Ισλάμ και τον οικογενειακό προγραμματισμό στην Ινδία.
Ο Κουραΐσι σχολίασε ότι – ενώ οι μουσουλμάνοι στην Ινδία έχουν υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας από τους Ινδουιστές, αυτό δεν οφείλεται στη θρησκεία αλλά επειδή οι μουσουλμάνοι είναι συχνά φτωχότεροι, λιγότερο μορφωμένοι και με λιγότερη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Το ποσοστό γονιμότητας των μουσουλμάνων στην Ινδία επίσης μειώνεται τώρα ταχύτερα από το ποσοστό των Ινδουιστών.
Ο αρχηγός του BJP, Άσουανι Ουπάντιγιε υπέβαλε πρόσφατα μια αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας, «μια αποτελεσματική πολιτική ελέγχου του πληθυσμού, όπως η Κίνα» για να αντιμετωπίσει την «πληθυσμιακή έκρηξη».
Παρόλα αυτά, τέτοιες πολιτικές έχουν κατ’ επανάληψη απορριφθεί από την κεντρική κυβέρνηση του BJP.
Πιθανή η «πληθυσμιακή βόμβα» τα επόμενα χρόνια;
Αν και οι φόβοι για μια «πληθυσμιακή βόμβα» έχουν αμβλυνθεί, αρκετές πόλεις της Ινδίας εκτιμάται ότι τις επόμενες δεκαετίες θα γίνουν «εκραγούν».
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, ως το 2035, 675 εκατομμύρια Ινδοί θα ζουν σε πόλεις έως το 2050, περισσότεροι Ινδοί θα ζουν σε αστικά περιβάλλοντα παρά σε χωριά.
Με πληθυσμό 20 εκατομμυρίων, η πρωτεύουσα της Ινδίας, το Νέο Δελχί, είναι ήδη μια από τις μεγαλύτερες και πιο μολυσμένες πόλεις στον κόσμο, με τους αναλυτές να σχολιάζουν ότι αναμένεται να αυξηθεί στα 28 εκατομμύρια μέχρι το 2041 ο γενικός πληθυσμός του.
Στις μεγαλύτερες μητροπόλεις της χώρας, όπως το Δελχί, τη Βομβάη, το Τσενάι και την Καλκούτα, οι υποδομές στέγασης, ύδρευσης, μεταφορών και αποχέτευσης ήδη δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν τον υπερπληθυσμό και αυτό θα επιδεινωθεί έτι περαιτέρω από την κλιματική αλλαγή.
Στην οικονομική πρωτεύουσα της Ινδίας, το Μουμπάι, το 40% των ανθρώπων ζει σε παραγκουπόλεις, ενώ το 2019, το Τσέναι έμεινε χωρίς νερό.
«Η αστικοποίηση θα οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές σε αυτή τη χώρα τις επόμενες δεκαετίες, αλλά την ίδια στιγμή, η ποιότητα ζωής στις πόλεις της Ινδίας ήδη επιδεινώνεται με ταχύτατους ρυθμούς.
Η προσαρμογή των αστικών περιοχών είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ινδία καθώς ο πληθυσμός της αυξάνεται – αλλά αυτή τη στιγμή η κυβερνητική απάντηση είναι αδύναμη», δήλωσε ο Ρούμι Αγιάζ, συνεργάτης στο thinktank του «Delhi Observer Research Foundation».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ