Ο τέως ΠτΔ, Προκόπης Παυλόπουλος, έδωσε το «παρών» σήμερα (13/12) στο ετήσιο μνημόσυνο στη μνήμη όσων εκτελέστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, στα Καλάβρυτα.
Εκεί ήταν και ο Νίκος Χαρδαλιάς. «Οι σταματημένοι δείκτες του ρολογιού του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 14.34, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, θα θυμίζουν παντού και πάντα αυτή τη θηριωδία, αυτή τη σφαγή, αυτή τη μαρτυρική θυσία», ανέφερε ο υφυπουργός Εθνικής Αμυνας Νίκος Χαρδαλιάς, που εκπροσώπησε την Κυβέρνηση στις εκδηλώσεις μνήμης για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, πριν από 78 χρόνια, από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής.
Ο υπουργός, μετά την τέλεση της επιμνημόσυνης δέησης που πραγματοποιήθηκε στο τόπο της Θυσίας στο Λόφο Καπή επισήμανε ότι «αυτή η θυσία, αποτελεί δική μας παρακαταθήκη, δικό μας στοίχημα ανθρωπιάς, αξιοπρέπειας αλλά και εθνική αναγέννησης.
Παλεύουμε για την ειρήνη και τη συναδέλφωση των λαών. Δεν ξεχνάμε, ποτέ ξανά».
Νωρίτερα στη Μητρόπολη Καλαβρύτων τελέστηκε μνημόσυνο για τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, όπου ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Προκόπης Παυλόπουλος, αναφέρθηκε στο ιστορικό της μεγάλης σφαγής αλλά και στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα, τονίζοντας ότι «οι αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές.
Πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής. Και παραμένουν δικαστικώς επιδιώξιμες».
Και υπογράμμισε ότι «μέσα σε αυτό το πλαίσιο Ιστορικής Μνήμης – και μακριά από κάθε λογική αντεκδίκησης, που είναι παντελώς ξένη σ’ εμάς, τους Έλληνες – εντάσσουμε και τις αξιώσεις της Ελλάδας ως προς το κατοχικό δάνειο και τις εν γένει αποζημιώσεις για τα θύματα και τις υλικές καταστροφές της ναζιστικής θηριωδίας.
Και τούτο διότι η Δικαιοσύνη της Ιστορίας, προκειμένου το μήνυμα «Δεν ξεχνάμε, Ποτέ ξανά» να καταστεί πράξη, απαιτεί από τους θύτες να ολοκληρώσουν την «συγγνώμη» τους αποδίδοντας στην Ελλάδα αυτό που δικαιωματικώς της ανήκει».
Ο κ. Παυλόπουλος τέλος υπογράμμισε με νόημα ότι «πρέπει να πάψουν κάποιοι να καλλιεργούν τα μυθεύματα περί, δήθεν, «καλών Γερμανών στρατιωτών» που, επίσης δήθεν, συνέβαλαν στην διάσωσή τους, δοθέντος ότι αυτή η προπαγάνδα στοχεύει, προδήλως, να παραχωρήσει «ελαφρυντικά» στα ναζιστικά στρατεύματα για το αποτρόπαιο έγκλημά τους.
Ας γίνει λοιπόν σαφές προς κάθε κατεύθυνση: Οι Γερμανοί ναζί ευθύνονται, άπαντες, «αλληλεγγύως και απεριορίστως» για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, δίχως την παραμικρή εξαίρεση».
Στη συνέχεια ο κ. Χαρδαλιάς ξεναγήθηκε από τον Δήμαρχο Καλαβρύτων Θανάση Παπαδόπουλο, στο Μουσείο του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και ακολούθως στην αφιερωματική έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «Πύρινες Μνήμες» για τα «έγκλειστα γυναικόπαιδα».
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Ηταν ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ.
Το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής είχαν αυξηθεί δραματικά οι ακρότητες των κατακτητών, καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από την ελληνική αντίσταση και οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν για να ελέγχουν τη χώρα.
Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφτηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν 78.
Τότε τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), με αντικειμενικό στόχο την περικύκλωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή των Καλαβρύτων και την εξόντωσή τους.
Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο και είχε επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ (1898-1954).
Ο γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να εκτελούν για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους έλληνες αμάχους.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε στις 4 Δεκεμβρίου, όταν οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να συρρέουν στην ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων από την Πάτρα, το Αίγιο, τον Πύργο και την Τρίπολη. Στο διάβα τους έκαιγαν χωριά και μοναστήρια (Μέγα Σπήλαιο και Αγία Λαύρα) και σκότωναν άοπλους πολίτες και μοναχούς.
Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη.
Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα.
Για να τους πείσουν ακόμη περισσότερο προχώρησαν στην πυρπόληση σπιτιών, που ανήκαν σε αντάρτες, και αναζήτησαν την τύχη των γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής.
Εξαφνα, όμως, το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή», ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο.
Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο.
Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους.
Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ.
Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων.
Οσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους.
Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους. Ομως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε.
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές.
Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη.
Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972, σε ηλικία 67 ετών.
Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για όλα τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος.
Στις 18 Απριλίου του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου (1931-2006), επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για την τραγωδία.
Εντούτοις, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.
*** με ιστορικές πληροφορίες από το sansimera
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ