Μεγάλη και αποκαλυπτική συνέντευξη έδωσε στο news247 ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος όπου μίλησε για τη ζωή του, την καριέρα του και το πού ξόδευε τα λεφτά που έβγαζε από τη δουλειά του.
Ο σπουδαίος τραγουδιστής ανέφερε ότι εκτός από τη μουσική, η δεύτερη μεγάλη του αγάπη ήταν τα ρούχα και τα παπούτσια και ότι ξόδευε πολλά για να είναι πάντα καλοντυμένος από σεβασμό στον κόσμο.
Στο σχετικό απόσπασμα, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος δήλωσε:
Κάποιο πάθος είχατε; Μη μου πείτε ότι ήσασταν ένας άγιος. Τζόγο για παράδειγμα παίζατε;
«Όχι, ούτε καζίνα πάω ούτε ζάρια έχω παίξει ποτέ στη ζωή μου. Δεν τα έτρωγα εκεί».
Δεν σας άρεσαν αυτά;
«Κάποτε, όταν ήμουν στις “Αμπάρες” έρχονταν κάποιοι που σπάγανε πέντε χιλιάδες πιάτα, και αυτοί παίζανε ζάρια, είχαν μία μπαρμπουτιέρα. Και μου λέει το αφεντικό “έλα ρε Μάκη να σε δούνε τουλάχιστον”, και πήγα έτσι μία φορά για να βγάλω την υποχρέωση, στον σταυρό που σου κάνω. Μου ‘δωσε κάτι λεφτά το αφεντικό και παίξαμε μαζί, δεν είχα ιδέα πώς παίζουνε.
Και λίγο μετά φωνάζει το αφεντικό ότι δήθεν με θέλουν στο τηλέφωνο, και καλά ότι με ζητάνε στο μαγαζί για πρόβες -ψέματα για να φύγω».
Οπότε δεν πίνατε, δεν παίζατε ζάρια.
«Όχι, ποτέ. Το πάθος μου το πρώτο, αυτό που είμαι γεμάτος όλος μέσα μου, είναι η μουσική. Και μετά τα ρούχα. Πήγαινα στο Μιλάνο και έπαιρνα παπούτσια και ρούχα.
Άκου να δεις, εγώ δεν έχω βγει ποτέ στη ζωή μου στο πρώτο πρόγραμμα ξεκούμπωτος στο σακάκι. Ποτέ. Τον είδες ποτέ τον Βοσκόπουλο να βγαίνει ξεκούμπωτος στη δουλειά; Είναι σεβασμός στον κόσμο. Γιατί τραγουδάς με το μικρόφωνο, σηκώνεται το σακάκι φαίνονται οι κοιλιές, τα αυτά, δεν το κάνω ποτέ αυτό.
Πήγαινα, λοιπόν, στο παλιό αεροδρόμιο, έμπαινα στο αεροπλάνο και καθόμουν ένα βράδυ στο Μιλάνο για να ψωνίσω. Και με πήγαιναν στα μαγαζιά κάτι Ελληνόπουλα που σπουδάζανε εκεί. Και μάλιστα με πήγαιναν και στο εργοστάσιο που ήταν μιάμιση ώρα από εκεί, και τα έπαιρνα στη μισή τιμή -γιατί έπαιρνα πολλά.
Έπαιρνα παπούτσια και ρούχα ιταλικά, που ακόμα δεν έχουν χαλάσει. Όταν δουλεύεις, είσαι όνομα και παίρνεις λεφτά και δεν πας να πάρεις να ντυθείς, δεν κάνει ρε αδερφέ να πούμε. Εγώ έχω αρρώστια με τα παπούτσια».
Έτσι βγήκαν το «Παντρεμένοι κι οι δυο» και το «Μελαχρινάκι»
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος εξιστόρησε πώς βγήκαν δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, το «Παντρεμένοι κι οι δυο» και το «Μελαχρινάκι».
Όπως ανέφερε, πίσω από τη δημιουργία τους βρίσκεται το ίδιο πρόσωπο, μία γυναίκα και δη τραγουδίστρια.
Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος δήλωσε:
Μετά απ’ αυτό το μαγαζί πήγα στην “Ελαφίνα” στην Ομόνοια. Εκεί έπαιζε κλαρίνο ο συγχωρεμένος ο Νίκος ο Γούβας, πολύ καλός. Έπαιζε και κάποια τσιφτετέλια, κάτι σμυρναίικα και λέω “ω αμάν, τη βρήκα εδώ πέρα”.
Και μια μέρα μου λέει μία κυρία παντρεμένη “θέλω να με βγάλεις να πιω έναν καφέ”. Της λέω “δεν μπορώ κι εγώ παντρεμένος είμαι”, κι εκεί που παίζει μια μελωδία ο Γούβας έβγαλα κι εγώ “Παντρεμένοι και οι δυο”.
Πίστεψε με, ειλικρινά σου μιλάω, το έφτιαξα εκείνη την ώρα. Βρήκα μια μελωδία και έβγαλα κουπλέ και ρεφρέν.
Και το βράδυ στο μαγαζί, όποια παρέα είχε σειρά να χορέψει, σηκωνόταν και μου ζητούσε να το παίξω.
Όποιος ήθελε να χορέψει έλεγε “θα πεις αυτό το τραγούδι” δηλαδή.
Πρώτα το “Παντρεμένοι” και μετά όλα τα άλλα. Πρέπει να το είπα 15 φορές εκείνη τη βραδιά. Δεν είχα δεύτερο κουπλέ όμως, και μου λέει ο κιθαρίστας ο Κώστας ο Κεκές ο συγχωρεμένος “πήγαινε στο σπίτι και κόφτο κεφάλι σου να βάλεις και δεύτερο”. Πήγα, φίλε, και έγραψα το “μη μου βάζεις τη φωτιά…” (τραγουδάει).
Αυτό πότε ηχογραφήθηκε;
«Το ‘77».
Και έγινε αμέσως χαμός;
«Τι;;; Λέγανε ότι έφευγαν μεγάλες κασέλες γεμάτες κασέτες απ’ την Ομόνοια και πήγαιναν στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στη Θήβα, στην Καλαμάτα…»
Είχε μέσα και το “βρε Μελαχρινάκι”;
«Ναι! Εγώ το έγραψα κι αυτό! Έπαιξε ο Κόρος εκεί και ο Μάκης ο Μπέκος».
Πώς βγήκε αυτό το τραγούδι;
«Ήταν μελαχρινή αυτή».
Πάλι για την παντρεμένη;
«Ναι (γέλια)! Και σου ορκίζομαι, στον σταυρό που σου κάνω, δεν είχα καμιά σχέση με την κυρία αυτή. Θα πω την αλήθεια τώρα: ήταν τραγουδίστρια. Να ‘ναι καλά στη ζωή της, να έχει περάσει καλά.
Και έγινε το έλα να δεις με αυτά τα τραγούδια, μέχρι που σιχάθηκα τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να τα πω άλλο».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ