Η Μάρθα Καραγιάννη έφυγε από τη ζωή σήμερα το πρωί (18/9), σε ηλικία 82 ετών και μαζί της της σβήνει μια ολόκληρη εποχή των μιούζικαλ της Φίνος Φιλμ, με τον θάνατό της να σκορπά θλίψη, καθώς την εβδομάδα, που πέρασε είχαμε πολλές καλλιτεχνικές απώλειες, αφού πέθαναν τόσο ο Κώστας Καζάκος, όσο και η Ειρήνη Παππά.
Η Μάρθα Καραγιάννη, αγαπημένη σταρ του ελληνικού κινηματογράφου, πηγαίνει στη γειτονιά των αγγέλων, όπου εκεί την περιμένουν ο Κώστας Βουτσάς, η Ζωή Λάσκαρη, ο Χρόνης Εξαρχάκος και οι περισσότεροι συμπρωταγωνιστές από τα μιούζικαλ, αλλά και ο δημιουργός τους, ο Γιάννης Δαλιανίδης, που όλοι τους ακόμη και σήμερα μας κρατούν συντροφιά με τις ταινίες τους και γι’ αυτό παραμένουν αθάνατοι.
Η αρχή της καριέρας της
Η Μάρθα Καραγιάννη υπήρξε μια από τις πιο δημοφιλείς σταρ της χρυσής εποχής του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Οι γονείς της ήταν ποντιακής καταγωγής. Συγκεκριμένα η μητέρα της Δόμνα γεννήθηκε στο Μπακού και ο πατέρας της Χαρίλαος στο Αικατερινεντάρ. Η ίδια γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στο Κερατσίνι.
Σπούδασε χορό και από τα οχτώ της χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή συμμετέχοντας στο παιδικό μπαλέτο της Λουκίας Σακελλαροπούλου (μαζί με την Ελένη Προκοπίου).
Ο πρώτος που ανακάλυψε το ταλέντο της και την ξεχώρισε ήταν ο Ορέστης Λάσκος, ο οποίος και την ξεχώρισε όταν εκείνη ήταν ακόμη μαθήτρια.
Ετσι η Μάρθα Καραγιάννη έκανε το ντεμπούντο της σε ηλικία 16 ετών συμμετέχοντας στην ταινία «η Αγνωστος», που ήταν και η μοναδική ταινία που σώζεται, με πρωταγωνίστρια τη σπουδαία Κυβέλη.
Ο συλλέκτης Άρης Λουπάσης δημοσίευσε μια σπάνια φωτογραφία της Μάρθας στα 16 της χρόνια λίγο πριν γίνει γνωστή και γράφει:
«Η υπέροχη Μάρθα Καραγιάννη σε ηλικία δέκα έξι ετών στην πρώτη κιν/φική της εμφάνιση στην θρυλική ταινία της Φίνος Φιλμ “Η άγνωστος”.
Μια συμμετοχή της σε παράσταση του σχολείου την οποία οργανώνει ο θεατράνθρωπος Θανάσης Τράγκας, είναι η αφορμή για να την δει ο γνωστός σκηνοθέτης Ορέστης Λάσκος και να της προτείνει δοκιμαστικό για την συγκεκριμένη ταινία. Εκεί με δέος θα εμφανιστεί δίπλα σε “μεγαθήρια” της υποκριτικής όπως η μεγάλη Κυβέλη, Γιώργος Παππάς, Λάμπρος Κωνσταντάρας, Ελένη Ζαφειρίου και το κιν/φικο της είδωλο Αλέκο Αλεξανδράκη.
Τον ηθοποιό που θα λατρέψει από τα μαθητικά της χρόνια και θα παρακολουθεί όλες τις παραστάσεις του ράβοντας καινούργια φορέματα κάθε φορά ειδικά για τις πρεμιέρες του. Ένα χρόνο μετά την ταινία θα εμφανιστεί για πρώτη φορά στο θέατρο όπου θα γνωρίσει τον Γιάννη Δαλιανίδη με τον οποίο τέσσερα χρόνια αργότερα το 1961, με αποκλειστικό συμβόλαιο στον Φίνο, θα συνεργαστεί στα θρυλικά μιούζικαλ και τις αξέχαστες ταινίες που θα την καθιερώσουν σε ένα από τα δημοφιλέστερα αστέρια της εποχής.
Ακολουθεί μια λαμπρή καριέρα γεμάτη επιτυχίες, λάμψη, σημαντικές συνεργασίες στο θέατρο και μια γεμάτη προσωπική ζωή από μεγάλους και δυνατούς έρωτες και υπέροχα ταξίδια ζωής σε όλα τα μέρη του κόσμου. Ένα μεγάλο υποκριτικό ταλέντο με απόλυτη μεσογειακή ομορφιά και πληθωρικό και χυμώδες σώμα που σφράγισε μια ολόκληρη εποχή και ένας ακομπλεξάριστος, ντόμπρος και ειλικρινής χαρακτήρας μακριά από ίντριγκες, αντιζηλίες και ανταγωνισμούς.
Για πολλά χρόνια συγκατοικεί με την συνάδελφο και φίλη από τα νεανικά της χρόνια Ντόρα Δούμα, μια πραγματική φίλη ζωής και ο “φύλακας άγγελος” σε όλες τις στιγμές της ζωής της. Συγκινεί μέσα από τις υπέροχες ταινίες της και στις τηλεοπτικές εμφανίσεις να μαγεύει το φακό με την διαχρονική της ομορφιά και τις αλήθειες της».
Την επόμενη χρονιά έκανε την πρώτη θεατρική της εμφάνιση στην επιθεώρηση «Ελέφαντες και Ψύλλοι».
Ο Δαλιανίδης και η εκτόξευση της φήμης της με τα μιούζικαλ
Η Μάρθα Καραγιάννη από το 1956, έως και το 1961, συμμετείχε σε διάφορες ταινίες.
Όμως το 1961 αποτέλεσε τη χρονιά-ορόσημο στην καριέρα της, αφού τότε συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον σκηνοθέτη Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος είχε ξεκινήσει μόλις την καριέρα του στη Φίνος Φιλμ.
Η συνεργασία τους άρχισε το 1961, κερδίζοντας σημαντικό ρόλο στην ταινία «Ζητείται Ψεύτης».
Την επόμενη σεζόν, Φίνος και Δαλιανίδης παρουσιάζουν το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», στο οποίο η Καραγιάννη σημειώνει μεγάλη επιτυχία ως αρραβωνιαστικιά του Ντίνου Ηλιόπουλου, ρόλος που αρχικά προοριζόταν για την Άννα Φόνσου.
Από τότε, αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι όλων των μιούζικαλ του Δαλιανίδη και της Φίνος Φιλμ, με την οποία γύρισε 20 ταινίες από τις 42 που έχει παίξει συνολικά στον κινηματογράφο.
Οι… παρεξηγήσεις με τον Γιάννη Δαλιανίδη
Η συνεργασία της Μάρθας Καραγιάννη με τον Γιάννη Δαλιανίδη υπήρξε θυελλώσης και πολλές φορές υπήρχαν παρεξηγήσεις μεταξύ τους.
Ο δαιμόνιος Δαλιανίδης διέκρινε στο παίξιμο και στην παρουσία της Καραγιάννη στοιχεία που η τότε νεαρή και όμορφη ηθοποιός αρνιόταν πεισματικά να παραδεχτεί. Συγκεκριμένα της υπέδειξε μια σειρά ρόλων με κωμικά στοιχεία που η ίδια περιφρονούσε.
Ως αποτέλεσμα πριν από κάθε ταινία στηνόταν ένας ωραιότατος καβγάς από τον οποίο έβγαινε πάντα κερδισμένη η διαίσθηση του Δαλιανίδη αλλά και η ίδια η Καραγιάννη.
Ώσπου να το καταλάβει όμως, υπέφερε και στενοχωριόταν έβαζε τα κλάματα και καταριόταν την ώρα και την στιγμή που είχε μπλέξει μαζί του.
Εξ ου και σήμερα παρά τα αισθήματα ευγνωμοσύνης προς το πρόσωπο του Δαλιανίδη δεν διστάζει να πει και να ξαναπεί:
«Πίσω από τις ταινίες του Δαλιανίδη υπήρχαν δάκρυα και αίμα». Παράξενο πράγμα η καλλιτεχνική δόξα και διόλου τυχαία η φράση: «Δάκρυα τα προοίμια της τέχνης!».
Η συνέχεια της καριέρας της
Τις δεκαετίες 70 και ΄80 ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο, παίζοντας σε μιούζικαλ και κωμωδίες, ενώ τη δεκαετία του ΄90 στράφηκε στην πρόζα. Έχει παίξει σε 8 βιντεοταινίες και σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές.
Έχει επίσης συμμετάσχει και σε πολλές σειρές της τηλεόρασης. Αξέχαστη έχει μείνει η συμμετοχή της στο «Κωνσταντίνου και Ελένης», όπου υποδύθηκε τη μητέρα της Ελένης Βλαχάκη.
Τη χειμερινή σαιζόν 2013-14 πρωταγωνίστησε στην παράσταση του Αμιράλ «Η Μαμά Είπε Μη…!» των Στέλιου Παπαδόπουλου και Γιώργου Βάλαρη, καθώς και στην τηλεοπτική σειρά «Οι Βασιλιάδες».
Άγνωστες πτυχές της ζωής της
Σε μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε στον Τάσο Τρύφωνος και στην εκπομπή «Τετ α Τετ», το 2019, η Μάρθα Καραγιάννη μίλησε για το χαμό της μητέρας της που της κόστισε πολύ, αν και ήταν προετοιμασμένη για αυτό, την κατάθλιψη που έπαθε, αλλά και πως την ξεπέρασε.
«Έχασα τη μαμά μου και τρελάθηκα. Άργησα πάρα πολύ να διαχειριστώ της μαμάς μου το θάνατο, μόνο. Είχα προετοιμαστεί. Και το παρακαλούσα τους τελευταίους έξι μήνες γιατί πρώτον δεν καταλάβαινε Χριστό και έβλεπα έναν άνθρωπο να υποφέρει.
Αυτό είναι δραματικό δηλαδή. Ήταν 86 ετών, είχε Αλτσχάιμερ. Είχε γίνει 35 κιλά. Έλιωνε. Είχα δύο συναισθήματα, το ένα είναι ότι ήταν ένα χέρι που μου τραβούσε τα σωθικά μου και το άλλο ότι μου βγάζαν από πάνω μου μια πλάκα μαρμαρένια», εξομολογήθηκε η ηθοποιός.
Και κατόπιν αποκάλυψε: «Έδινα συνέντευξη σε έναν νεαρό και την ώρα που δίνουμε την συνέντευξη στο σπίτι μου. Είχα απέναντι μου την τηλεόραση και έβλεπα σκιές να κινούνται. Δεν καταλάβαινα τίποτα.
Του λέω σε παρακαλώ πάρα πολύ, θέλω να φύγεις γιατί δεν είμαι καλά. Πήγα στο κρεβάτι να κοιμηθώ και σηκώθηκα έτσι και χειρότερα. Για να ξεπεράσω την κατάθλιψη προσπαθούσα να βγαίνω κάθε βράδυ με τον Δαλιανίδη. Ήμουν βουβή στον κόσμο μου.
Ήμουν σε βαριά κατάθλιψη. Δεν πήρα χάπια. Καθόλου. Ούτε ένα. Πήγα σε δυο ψυχίατρους. Δεν συνέχισα, δεν με βοήθησαν. Δεν ξέρω αν μπορούσε και κανείς να μας βοηθήσει σε αυτό. Πήγα τουρνέ το καλοκαίρι και την τρίτη μέρα ήμουν εντάξει».
Η Μάρθα Καραγιάννη, εκτός από καταξιωμένη καλλιτέχνης, είναι και ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου. Κουβάλησε τον μύθο της τόσα χρόνια, με σεμνότητα και ταπεινότητα, χωρίς ποτέ να κυνηγήσει τη δημοσιότητα. Ακόμα και στην προσωπική της ζωή, ξεχώριζε με τις ιστορίες της, αφού παντρεύτηκε τον άσσο του Ολυμπιακού Μίμη Στεφανάκο, χώρισε, και στη συνέχεια έκανε δεσμό – «σχέση ζωής» όπως την έχει αποκαλέσει η ίδια – με τον Βασίλη Κωνσταντίνου, τερματοφύλακα και ίνδαλμα της εποχής για τους οπαδούς του Παναθηναϊκού.
Το 2001 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Άγκυρα» η αυτοβιογραφία της με τίτλο «Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι».
Η Μάρθα Καραγιάννη σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση για τη ζωή της, κάποια στιγμή, αναφέρθηκε στο μωρό που έχασε στη γέννα, αλλά και στη μητρότητα, που ήταν ένα απωθημένο μέχρι τα 40 της.
«Ξεκίνησα να κάνω οικογένεια. Τελικά δεν έγινε. Στο γάμο μου με τον Μίμη Στεφανάκο, έχασα το μωρό πάνω στη γέννα.
Έπαθα σοκ. Ο γιατρός μου έλεγε: “Είσαι νέα. Θα το ξεπεράσεις”. Αλλά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Μέχρι τα 40, η μητρότητα ήταν το απωθημένο μου. Ήταν ένα καρφί στην καρδιά μου.
Τώρα πια, δε μ’ ενοχλεί. Βέβαια, δε γεύτηκα τη μητρότητα, που λένε ότι είναι σπουδαίο πράγμα και το καταλαβαίνω, αλλά δε γίνονται όλα όπως τα θέλουμε εμείς.
Ο χρόνος περνάει. Αυτή είναι η δουλειά του. Κοιτάζω καμιά φορά τον εαυτό μου στον καθρέφτη, βλέπω αυτό που είμαι σήμερα και λέω πως για την ηλικία μου, κρατιέμαι μια χαρά.
Δε με απασχολεί να είμαι ωραία. Ούτε με ενδιαφέρει κανένας, ούτε θέλω να ενδιαφέρω κανέναν. Ερωτικώς εννοώ. Ερωτεύτηκα όταν έπρεπε. Και αγάπησα και με αγάπησαν. Και ζήλεψα και με ζήλεψαν»
«Απ’ όλη τη λάμψη που έζησα, δεν έμεινε τίποτα»
«Γέλασα, έκλαψα, γλέντησα. Ο έρωτας είναι γλέντι. Φτάνει να τον γλεντάς, στη σωστή ηλικία. Μου φέρθηκε γενναιόδωρα η ζωή, παράπονο δεν έχω.
Πήρα το σπίτι μου και έκανα τα ταξίδια μου. Γύρισα την Ευρώπη, τη Νότια Αμερική, την Ασία. Αυτή είναι η προίκα μου, και δε μετανιώνω.
Απ’ όλη τη λάμψη που έζησα, δεν έμεινε τίποτα. Ένα χορταστικό πέρασμα ήταν μόνο».
Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ
«Και ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε στο μαγαζί ένας ψηλός και όμορφος άντρας. Η είσοδός του έφερε μεγάλη αναστάτωση. Στο πρόσωπό του όλοι αναγνώρισαν ένα διάσημο σταρ του Χόλιγουντ»
Οι Αθηναϊκές νύχτες στα χρόνια του ’50 και του ’60 είχαν ένα δικό τους άρωμα που χάθηκε μέσα στο χρόνο, ίσως γιατί μαζί τους χάθηκαν κι εκείνες οι μεγάλες προσωπικότητες του θεάματος που έδιναν την απαραίτητη μαγεία στην δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων.
Στα νυχτερινά κέντρα της εποχής θα μπορούσε να συναντήσει κανείς τους πιο δημοφιλείς αστέρες του πλανήτη. Την επόμενη στιγμή μπορούσε να ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ένας σταρ του κινηματογράφου ή της μουσικής, όπως ακριβώς έγινε κι εκείνο το βράδυ στη περίφημη «Σπηλιά του Παρασκευά», όπου τραγουδούσε η Μάγια Μελάγια και η νεαρή Μάρθα Καραγιάννη χόρευε με τον Γιώργο Μαρά.
Η γνώριμη κορμοστασιά του Χολυγουντιανού γόη προκάλεσε ντελίριο σε καλλιτέχνες και κοινό. Ακολούθησε ένα γλέντι τρελό, τα σπασμένα πιάτα έγινα στίβες στην πίστα και η Μάρθα τα έδωσε όλα στο χορό. Ο Μίτσαμ καταγοητευμένος της ζήτησε αν μη τι άλλο να φωτογραφηθούν.
«Ήταν ωραίος άντρας» παραδέχτηκε, «αλλά εμένα μου άρεσαν τα απλά, λαϊκά παιδιά» θα πει η Μάρθα. Τον καιρό εκείνο η Καραγιάννη αρχίζει να πρωταγωνιστεί σε ταινίες όπως «Τρεις κούκλες κι εγώ», «Ζητείται κλέφτης», που την καθιέρωσαν στη συνείδηση του κοινού.
Tα τελευταία χρόνια της ζωής της
Στη συνέντευξή της είχε αποκαλύψει ότι ζει με την ηθοποιό Ντόρα Ντούμα τα τελευταία δεκαέξι και χρόνια.
«Είμαστε θεατρίνες και οι δύο. Και με τους θεατρίνους μπορώ και μιλάω. Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Την ξέρω από το 1968, ήμασταν φίλες. Μετά από δύο γάμους η Ντόρα και τον θάνατο της μητέρας μου, της είπα δεν έρχεσαι να μείνουμε μαζί;». Είχε προσθέσει ωστόσο, ότι δεν έχει παράπονα από το ανδρικό φύλο παρότι δεν έτυχε να ξαναπαντρευτεί.
Η Μάρθα Καραγιάννη αγαπήθηκε και από το αντρικό και από το γυναικείο κοινό και απ’ όλη την ελληνική οικογένεια. Παρά την έκδηλη ομορφιά της, ταυτόχρονα αποτελούσε και το κορίτσι της διπλανής πόρτας, για αυτό και έγινε μια από τις πιο αγαπημένες πρωταγωνίστριες του κοινού.
Ταίριαξε μαγικά με τον Κώστα Βουτσά, ενώ και εκτός δουλειάς κράτησε ανάλογη με τη δική του στάση, δίχως να προκαλεί ή να «κουτσουμπολεύει» δημοσίως συνάδελφούς της και «πέριξ» αυτών.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ