Τον τρόπο, που η παγκόσμια κοινότητα χρησιμοποιεί τους οικονομικούς πόρους για να περιορίσει τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή επαναπροσδιόρισαν οι ηγέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η επίτευξη του στόχου για έναν “net zero” κόσμο έως το 2050 −έναν κόσμο με μηδενικές εκπομπές άνθρακα− εξαρτάται άμεσα από την κινητοποίηση του τομέα των ιδιωτικών επενδύσεων, προκειμένου να βοηθηθούν οι αναπτυσσόμενες χώρες στην αποστολή τους.
Είναι άνευ προηγουμένου οι επενδύσεις σε τεχνολογία και υποδομές που θα χρειαστούν για την επιτυχή μετάβαση σε έναν κόσμο με μηδενικές εκπομπές ρύπων.
Στις φτωχές χώρες υπολογίζεται ότι θα πρέπει να ξεπεράσουν το 1 τρις δολάρια ετησίως – δηλαδή, έξι φορές πάνω από τα σημερινά επίπεδα επενδύσεων στα 150 δισ. δολάρια.
Πώς, λοιπόν, θα φτάσουμε εγκαίρως
στα απαραίτητα επίπεδα επενδύσεων;
Τα πλούσια κράτη θα πρέπει να διαθέσουν περισσότερα χρήματα των φορολογουμένων τους για να προωθήσουν τη μετάβαση στις μηδενικές εκπομπές άνθρακα σε άλλες χώρες.
Οι τρέχουσες προσπάθειές τους, αν και εντείνονται, δεν επαρκούν. Σήμερα οι κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών επενδύουν για το κλίμα −μέσω χρηματοδοτήσεων− μόλις 16 δισ. δολάρια ετησίως στις αναδυόμενες αγορές.
Η κλιματική καταστροφή
δεν θα σεβαστεί εθνικά σύνορα
Χωρίς ανάληψη δράσης σε παγκόσμιο επίπεδο, κάθε κράτος θα επιβαρυνθεί με τεράστιο κόστος από την υπερθέρμανση του πλανήτη, εξαιτίας ζημιών από τις όλο και συχνότερες φυσικές καταστροφές και διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Αν επενδυθούν 100 δισ. δολάρια ετησίως σε δημόσιους πόρους για τα επόμενα 20 χρόνια, θα αποτραπούν τουλάχιστον 10πλάσιες δαπάνες − η πιθανότερη επίπτωση αν δεν πιάσουμε τον “net zero” στόχο για το 2050.
Ζωτικής σημασίας ενέργεια προκειμένου να συγκεντρωθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη μετάβαση των αναδυόμενων οικονομιών σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα είναι να αξιοποιηθούν δημόσιοι πόροι –μέσω χρηματοδοτήσεων– για την αύξηση των ιδιωτικών κεφαλαίων.
Η κρατική χρηματοδότηση με τη μορφή επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων μπορεί να απορροφήσει ορισμένους από τους κινδύνους που συνεπάγεται η επένδυση σε αναδυόμενες οικονομίες. Μπορεί να καταστήσει τα έργα για το κλίμα μια βιώσιμη επιλογή για τους θεσμικούς επενδυτές.
Σήμερα τα ιδιωτικά κεφάλαια που συγκεντρώνονται για κάθε επιχορήγηση ή επιδότηση είναι πενιχρά.
Η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλες πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες εκτιμούν ότι για κάθε δολάριο δημόσιου κεφαλαίου που έχουν δανείσει προσελκύουν −κατά μέσο όρο− λιγότερο από ένα δολάριο ιδιωτικής χρηματοδότησης.
Επιμερίζοντας ορισμένους από τους κινδύνους που αποτρέπουν τους ιδιώτες από το να επενδύσουν, η κρατική χρηματοδότηση μπορεί να συμβάλει στο να γίνουν οι αναδυόμενες αγορές μια ρεαλιστική πρόταση για τους ιδιώτες επενδυτές.
Τα πολυμερή ιδρύματα, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, επικρίνονται συχνά για την αργή προσαρμογή τους στην αντιμετώπιση κρίσεων. Μια εναλλακτική λύση είναι η θεμελίωση νέων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα αξιοποιήσουν κεφάλαια στη “μάχη” κατά της κλιματικής αλλαγής.
Είναι εφικτό να αναδημιουργηθούν οι υφιστάμενες πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, οι πολυμερείς οργανισμοί και τα “πράσινα” funds, ώστε να μπορούν να διοχετεύουν πιο αποτελεσματικά τις επιχορηγήσεις και επιδοτήσεις από τις ανεπτυγμένες χώρες.
Δεν υπάρχει άλλος χρόνος.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ