«Ο Ανήφορος», το μοναδικό ανέκδοτο έργο του Νίκου Καζαντζάκη κυκλοφορεί στην επέτειο του θανάτου του, στις 26 Οκτωβρίου, σαν σήμερα δηλαδή, από τις εκδόσεις Διόπτρα!
Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, στους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά).
Απόσπασμα από τον «Ανήφορο»:
– Εμένα που θωράτε μ’ έκαψε ο Χάρος· τι να του κάμω του άτιμου, που είμαι εβδομήντα χρονών και δεν μπορώ πια να κάμω παιδιά· αλλιώς θα τού ’δειχνα εγώ!
– Πες τον πόνο σου, θεία, ν’ αλαφρώσεις, είπε ο Μανολιός.
– Τι να πω, μωρέ Μανολιό; Είχα οχτώ μήνες κι έκρυβα εδώ στο παντέρμο μου δυο Εγγλέζους. Το παιδί μου δεν είχε να φάει, αυτοί είχαν· το παιδί μου δεν είχε να σκεπαστεί, αυτοί είχαν. Τό ’μαθαν οι Γερμανοί. Με φώναξε ο κομαντάντες.
– «Θα σκοτώσω το μοναχογιό σου» είπε «παράδωσέ μου τους Εγγλέζους».
– «Δεν τους παραδίνω» τού αποκρίθηκα. «Σκότωσε το γιο μου· ένα τον έχω, σκότωσέ τον. Μα να ξέρεις, κομαντάντε, πως όλες οι μανάδες στον κόσμο πονούνε κι αυτός ο πόνος των μανάδων θα φάει τη Γερμανία. Η Γερμανία θα χαθεί, βάνω την κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα, κομαντάντε; Εγώ βάνω την κεφαλή μου!» Λύσσαξε ο σκύλος. Την άλλη μέρα μού στέλνει τους Γερμανούς σπίτι· μα εγώ το μυρίστηκα κι έχωσα τους Εγγλέζους στο βουνό.
– «Πού ’ναι οι Εγγλέζοι;»
-«Έφυγαν».
– «Πού πάνε;»
– «Δεν ξέρω». Την ώρα εκείνη έμπαινε ο γιος μου· τον άρπαξαν οι Γερμανοί, τον κόλλησαν στον τοίχο. Σήκωσαν τα τουφέκια, με κοίταξαν».
– «Μην τους προδώσεις, μάνα!» φώναξε ο γιος μου».
– «Δεν τους προδίνω και μη φοβάσαι, παιδί μου. Έχε γεια!» Τον σκότωσαν, έβαλαν φωτιά στο σπίτι κι έφυγαν.
Την ίδια νύχτα πέρασαν δυο άλλοι Εγγλέζοι στρατιώτες, που τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Κάπνιζε ακόμα το σπίτι μου, μα εγώ είχα τρυπώσει σε μια γωνιά κι έκλαιγα. Με άκουσαν οι Εγγλέζοι, ζυγώσαν: ψωμί! μου φώναξαν, ψωμί! Οι χωριανοί μού είχαν δώσει μια κουλούρα κριθαρόψωμο, μα εγώ δεν είχα όρεξη να φάω· δεν κατέβαινε η μπουκιά από το λαιμό μου. Τους έδωκα το ψωμί. Κρύωναν, τους έδωκα και μιαν κουβέρτα που μου είχαν δώσει, βγήκα από τη γωνιά, τους έβαλα να κοιμηθούνε.
– Γιατί τά ’καμες όλα αυτά; φώναξε ο Κοσμάς, κατατρομαγμένος από τέτοια μεγάλη ψυχή. Οι Εγγλέζοι δεν έφταιγαν που σκότωσαν το γιο σου;
– Τό ’καμα, αποκρίθηκε ήσυχα η γριά, γιατί ήξερα πως πέρα, μακριά, σ’ έναν τόπο που τον λένε Αγγλία, έχουν κι αυτοί μανάδες. Και κατέχω τι θα πει πόνος της μάνας.
Οληνύχτα ο Κοσμάς δεν μπόρεσε να σφραγίσει μάτι. Συλλογίζουνταν τη γριά και τα μάτια του βούρκωναν. Ανθρωπιά μεγάλη είναι τούτη, συλλογίζουνταν, η μεγάλη ψυχή νικάει τον ατομικό πόνο και τον πιο φοβερό, σμίγει, γίνεται ένα με τον κόσμο. Υπάρχει εδώ στην Κρήτη μια αδάμαστη φλόγα, ας την πούμε ψυχή, μια φλόγα πιο πάνω από τη ζωή κι από το θάνατο. Υπερηφάνεια, πείσμα, παλικαριά; Δύσκολο να την ορίσεις, δηλαδή να την περιορίσεις. Όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να υπερηφανεύεσαι που είσαι άνθρωπος…
Το πρωί που σηκώθηκαν κι αποχαιρετούσαν, η γριά έσκυψε, ξεσφήνωσε από την αυλή μιαν πέτρα γεμάτη κόκκινα πιτσιλίσματα, την έδωκε του Κοσμά:
– Νά, πάρε αυτή την πέτρα, είπε, να με θυμάσαι. Να θυμάσαι την Κρήτη. Και δείχνοντας τις μαυροκόκκινες βούλες: Είναι τα αίματα.. είπε.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ