Η Deutsche Bank ανακοίνωσε χθες (11/3) πως αποσύρεται από τη Ρωσία, ακολουθώντας άλλα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η τράπεζα εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρεται:
«Όπως έχουμε επανειλημμένως δηλώσει, καταδικάζουμε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με τον πλέον σθεναρό τρόπο και στηρίζουμε τη γερμανική κυβέρνηση και τους συμμάχους της στην προστασία της δημοκρατίας και της ελευθερίας.
Να ξεκαθαρίσουμε: Η Deutsche Bank έχει μειώσει ουσιαστικά την πιστωτική έκθεσή της στη Ρωσία από το 2014.
Όπως άλλες διεθνείς τράπεζες και σύμφωνα με τις νομικές και ρυθμιστικές υποχρεώσεις μας, βρισκόμαστε στη διαδικασία σταδιακού τερματισμού των υπολοίπων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μας στη Ρωσία, ενώ παράλληλα παρέχουμε βοήθεια στους μη Ρώσους πολυεθνικούς πελάτες μας για να μειώσουν τις δραστηριότητές τους.
Δεν θα υπάρξει καμία νέα επιχειρηματική δραστηριότητα στη Ρωσία».
Υπενθυμίζεται πως, με όλους τους απαραίτητους πόρους προσπαθεί να διατηρήσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα η Τράπεζα της Ρωσίας, σύμφωνα με ανακοίνωση της ρυθμιστικής Αρχής.
Μεταστροφή πολιτικής
Χαρακτηριστικό της μεταστροφής της πολιτικής της Deutsche Bank, είναι πως ένα 24ωρο νωρίτερα ο διευθύνων σύμβουλος Κρίστιαν Ζέβινγκ ανέφερε σε ενημερωτικό σημείωμα προς στελέχη της τράπεζας: «Συχνά μας ρωτούν γιατί δεν αποσυρόμαστε πλήρως από τη Ρωσία. Η απάντηση είναι ότι αυτό θα ήταν ενάντια στις αξίες μας» και συμπλήρωνε ότι αυτό «δεν θα ήταν σωστό αναφορικά με τη διαχείριση των σχέσεων πελατών της και για να τους βοηθήσει να διαχειριστούν την κατάσταση».
Ο λόγος που μεγάλες επενδυτικές τράπεζες δεν εγκαταλείπουν τη Ρωσία
Αν και δεκάδες εταιρείες έχουν ανακοινώσει την απόσυρσή τους από τη Ρωσία, μέχρι σήμερα λίγες διεθνείς τράπεζες έχουν ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο.
Μάλιστα, η αυστριακή Raiffeisen δήλωσε ότι θα συνεχίσει να λειτουργεί στη χώρα.
Επιπλέον, οι λογαριασμοί των Ρώσων πελατών της θα υποστούν την απαιτούμενη διαδικασία, προκειμένου να παρακάμπτονται οι απαγορεύσεις για την έκδοση νέων καρτών από:
- VISA
- Mastercard
«Παραμένουμε αφοσιωμένοι στους πελάτες μας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Όμιλος Raiffeisen σε επίσημη ανακοίνωσή του.
Η ουκρανική έκδοση του Forbes προέβη στη δημοσίευση ενός σχετικού άρθρου, προκειμένου να εξηγήσει τι συμβαίνει.
«Η αμερικανική Goldman Sachs ήταν η πρώτη που ανακοίνωσε τον περιορισμό της επιχειρηματικής της δραστηριότητας στη Ρωσία.
Ορισμένοι από τους μεγαλύτερους διεθνείς τραπεζικούς ομίλους που εκπροσωπούνται στη Ρωσία, ανακοίνωσαν επίσης μείωση της παρουσίας τους στη συγκεκριμένη αγορά.
ING Group (ενεργητικό στη Ρωσία – 1,6 δισ. ευρώ), Crédit Agricole (677,6 εκατ. ευρώ), Commerzbank (787,4 εκατ. ευρώ), BNP Paribas (591,5 εκατ. ευρώ), SEB (523,9 εκατ. ευρώ) ) και Intesa Sanpaolo (890 εκατ. ευρώ). ) σταμάτησαν να χρηματοδοτούν νέα έργα υπέρ των ρωσικών εταιρειών.
Συνεχίζουν, όμως, να εξυπηρετούν διεθνείς πελάτες που παραμένουν στη Ρωσία, ενώ δεν τίθεται θέμα πλήρους απόσυρσης».
Στη συνέχεια, το άρθρο φιλοξενεί δηλώσεις ενός διευθυντή ουκρανικής τράπεζας με ξένο κεφάλαιο που εκπροσωπείται και στη ρωσική αγορά.
«Η τράπεζα δεν μπορεί να φύγει από τη χώρα, ρίχνοντας απλά τα κλειδιά στο τραπέζι. Ένας ιδιοκτήτης λιανικής μπορεί να πουλήσει το στοκ του, να κλείσει το κατάστημά του και να φύγει. Ο τρόπος λειτουργίας μιας τράπεζας ρυθμίζεται αυστηρά από ευρωπαϊκές οδηγίες. Πρέπει είτε να βρει αγοραστή είτε να κλείσει σταδιακά, εξοφλώντας τους καταθέτες και αποπληρώνοντας δάνεια», αναφέρεται μεταξύ άλλων.
Σύμφωνα με τον Σεργκέι Μπούντκιν, διευθύνων σύμβουλος της FinPoint (σ.σ. ανεξάρτητη επενδυτική τραπεζική εταιρεία με έδρα την Ουκρανία), δεν θα υπάρξουν αγοραστές για ρωσικά τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία στο εγγύς μέλλον.
Ο ίδιος υποστηρίζει, μάλιστα, ότι τράπεζες όπως οι BNP Paribas, Commerzbank, ING, Crédit Agricole, που διεξήγαγαν επιχειρηματικές δραστηριότητες στη χώρα, ενδέχεται να κλείσουν σύντομα, γιατί ο επιχειρηματικός σκοπός της παρουσίας τους στη χώρα, εξαφανίζεται με την αποχώρηση των δυτικών εταιρικών πελατών.
Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση του εμπορίου για τις εξαγωγές καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη λόγω των κυρώσεων.
Κατά τον Μπούντκιν οι Société Générale, Unicredit και Citibank έχουν μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα στη χώρα, με το ρούβλι να δύναται να τις κρατήσει ενεργές για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά παράλληλα ανά πάσα στιγμή μπορούν να κλείσουν χωρίς σημαντικές συνέπειες για εκείνες.
Ο ίδιος θεωρεί ότι η απόφασή τους για τα επόμενα βήματα θα παρθεί τις επόμενες εβδομάδες και πως είναι πιθανό να αποφασίσουν για το σταδιακό κλείσιμο των επιχειρήσεων.
Για τη Raiffeisen ανέφερε πως η ρωσική αγορά ήταν η μεγαλύτερη και πιο κερδοφόρα, με μερίδιο συμμετοχής 18% στο κεφάλαιο και 34% στα κέρδη του ομίλου.
Το σταδιακό κλείσιμο των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε να διαρκέσει για αρκετά χρόνια, ενώ όπως υπενθύμισε ο Μπούντκιν, η Swedbank ήταν κλειστή για τρία χρόνια και η Nordea για έξι, την εποχή μάλιστα που η οικονομία της Ρωσίας κινούνταν σε ρυθμούς ανάπτυξης.
Η αλλαγή στη στρατηγική και ο ρόλος της Κίνας
Εφόσον δεν υπάρχει ρευστότητα στη χώρα, θεωρείται απίθανο να κλείσει μία τράπεζα με τη μορφή του κατεπείγοντος, ενώ σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης αφορά στις πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα.
Οι διεθνείς τράπεζες είναι οι εγγυητές της ασφάλειας αυτών των χρημάτων, επομένως, με την αποχώρησή τους, οι πελάτες υφίστανται ζημίες και «κυνηγούν» τις μητρικές εταιρείες, ενώ παράλληλα αξίζει να επισημανθεί πως δεν υπάρχουν αγοραστές, αλλά ακόμη κι αν εμφανιστούν, η διαδικασία μέχρι την τελική συμφωνία θα διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες.
Αδιαμφισβήτητα, ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε την αντίληψη των Ευρωπαίων για τη Ρωσία και η αλλαγή στη στρατηγική αποτελεί θέμα χρόνου.
Εν κατακλείδι, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ο ρόλος της Κίνας, η οποία εισήλθε επιθετικά στη ρωσική αγορά και η οποία θα μπορούσε να είναι ο αγοραστής των περιουσιακών στοιχείων των δυτικών τραπεζών στη Ρωσία, αλλά σε πολύ χαμηλές τιμές.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ