Χιλιάδες χρόνια ιστορίας, από την αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα και τη Γενοκτονία των Ποντίων.
Ψυχή Ελληνική που έμεινε ανέπαφη παρά την αλληλεπίδραση με άλλους πολιτισμούς, που κυριάρχησαν στην περιοχή και προσπάθησαν να αλλοιώσουν τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων του Πόντου. Φευ!
Πιστοί μέχρι τέλους στην Ελλάδα και ότι σήμαινε για αυτούς άνθησαν, άκμασαν, δημιούργησαν, μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, αιώνα με τον αιώνα.
Γράφουν οι Χρήστος Νάσκας,
Δημήτρης Μπασμπαρέλας
Και ας απειλήθηκαν, κυρίως την περίοδο των Οθωμανών, να αλλάξουν την πίστη τους, άντεξαν για να δημιουργούν συνεχώς, κυρίως στην Τραπεζούντα, αλλά και στις υπόλοιπες σπουδαίες πόλεις του Πόντου.
Πόλεμοι, φυλές, ηγεμόνες, μετακίνηση λαών συνέθεσαν ένα ευμετάβλητο σκηνικό μέσα στο πέρασμα των αιώνων σε μια περιοχή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πολλές αλλαγές.
Δεν υπήρξε όμως ούτε στιγμή, από τότε που πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους Έλληνες στην περιοχή, που ο Πόντος δεν ανέπνεε με ψυχή Ελληνική.
Δουλευταράδες και πεισματάρηδες άνθρωποι ευωδίασαν τη Μαύρη Θάλασσα και τα παράλια της με μοναδικής ομορφιάς πόλεις, σπίτια, σχολεία, ιδρύματα και μοναστήρια (περίφημο αυτό της Παναγίας Σουμελά).
Με πανέμορφα ήθη και έθιμα, αγαπημένα ακόμη και στις μέρες μας, έδωσαν ξεχωριστό χρώμα και προσπαθούσαν πάντα για το καλό και την προκοπή του τόπου τους.
«Θάλαττα, θάλαττα»
Από την εποχή του Ομήρου, «Πόντος» σημαίνει θάλασσα.
Σε αρκετούς αρχαίους συγγραφείς ο όρος Πόντος ταυτίζεται με τον Άξενο (κατ’ ευφημισμόν Εύξεινο) Πόντο, την τρικυμισμένη και σκουρόχρωμη Μαύρη Θάλασσα.
Αυτή που αντίκρισαν από τα βουνά οι μύριοι του Ξενοφώντα αναφωνώντας με ανακούφιση: «Θάλαττα, θάλαττα».
Από το 1100 π.Χ. έως το 1923 μ.Χ., ο Ελληνισμός του Πόντου ανέδειξε μορφές εμβληματικές.
Ο Πόντος στην Ελληνική μυθολογία
Στην Ελληνική μυθολογία, ο Πόντος προσωποποιεί το υγρό στοιχείο, γενικά, και παρουσιάζεται ως γιος της Γης και πατέρας του Νηρέα.
Εξάλλου, η χώρα γύρω από τον Εύξεινο έχει εξέχουσα θέση σε μερικούς από τους ωραιότερους μύθους…
Από τις πολεμοχαρείς Αμαζόνες και τη βασίλισσά τους Ιππολύτη, τη θεόσταλτη ζώνη της οποίας απέσπασε ο Ηρακλής κατά τον ένατο άθλο του, ως το ταξίδι του Φρίξου και της Ελλης στην πλάτη του χρυσόμαλλου ιπτάμενου κριαριού και την εκστρατεία των Αργοναυτών του Ιάσονα, στην Κολχίδα.
Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη, ότι οι αρχαίοι Ελληνες γνώριζαν και βρίσκονταν σε επαφή με τις περιοχές αυτές, πολύ πριν από τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Πρώιμη αρχαιότητα
Από την πρώιμη αρχαιότητα, η περιοχή του Πόντου αποτελούσε μυστήριο και προσέλκυε τους Έλληνες θαλασσοπόρους.
Οι Ελληνες πάντα συνδεδεμένοι με το υγρό στοιχείο δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στο κάλεσμα της άγνωστης θάλασσας με τα πλούσια σε μεταλλεύματα παράλια.
Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές στα ταξίδια του Ιάσονα (Αργοναυτική εκστρατεία), του Ορέστη, του Ηρακλή, αλλά ακόμη και του Οδυσσέα.
Ο Άξεινος Πόντος (αφιλόξενη θάλασσα) μετατράπηκε σε… Εύξεινο Πόντο (φιλόξενη θάλασσα), όταν ελληνικά πληρώματα άρχισαν να καταφθάνουν ήδη από τη Χάλκινη Περίοδο, γύρω στο 1000 π.Χ. εξερευνώντας την ευρύτερη περιοχή.
Οι μαρτυρίες χάνονται στα βάθη των αιώνων και συμπίπτουν με ιστορικά-μυθολογικά γεγονότα, όπως τον μύθο του Προμηθέα Δεσμώτη (3η χιλιετία π.Χ.), το μεγάλο κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και της Πύρρας (περί το 1900-1800 π.Χ.), τον μύθο του Φρίξου και της Ελλης (2η χιλιετία π.Χ.) για να φτάσουμε στην Αργοναυτική εκστρατεία (τέλη 13ου αιώνα π.Χ.).
Προελληνική αρχαιότητα
Σύμφωνα με πληροφορίες των Ηροδότου, Αισχύλου, Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα (65 π.Χ.-23 μ.Χ.), στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν, όπως έγινε και στις υπόλοιπες ελληνιστικές και βυζαντινές περιοχές.
Σύμφωνα με τις πηγές, κατοικούσαν οι Ασοί ή Ασαίοι, οι Σάονες, οι Φθειροφάγοι, οι Επτακωμήτες, οι Ηνίοχοι, οι Σίνδες, οι Σάσπειρες, οι Βέχειροι, οι Βυζήρες, οι Κίσσιοι, οι Παφλαγόνες και οι Αλιζώνες για τους οποίους κάνει μνεία ο Όμηρος.
Άλλα φύλα, που κατοικούσαν στην περιοχή πριν την έλευση των Ελλήνων, ήταν οι Αμαζόνες, οι Λευκοσύροι ή Σύριοι, οι Τιβαρίνοι, οι Μαριανδύνοι, οι Χάλυβες, οι Μοσσύνοικοι, οι Μόσχοι, οι Δρίλλες, οι Μάκρωνες, οι Μακροκέφαλοι, οι Σκυθινοί, οι Καππαδόκες, οι Καύκωνες, οι Χαλδαίοι, οι Σάννοι, οι Κερκίτες, ο Ταοχοί, οι Φασιανοί και οι Κόλχοι.
Από τους λαούς αυτούς πιο γνωστοί στους Ελληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζίας (Lazona), ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομα τους από τον απόγονο του Αιήτη, Κόλχο.
Διακρίνονταν σε πολλές φυλές, όπως Μαχελόνες, Ζυνδρείτες, Άψιλες (Αψίλιους), Αβασγοούς κ.ά. και κατά τον Ηρόδοτο, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, υπολείμματα των στρατευμάτων του Αιγύπτιου βασιλιά, Σέσωστρη, που είχε εκστρατεύσει στον Πόντο.
Αυτή η άποψη του Ηροδότου όμως, αντιφάσκει με το γεγονός ότι η γλώσσα των σύγχρονων Λαζών και του συγγενικού τους φίλου, των Μιγγρελίων της Γεωργίας, δεν έχει καμιά σχέση με την γλωσσά των αρχαίων Αιγυπτίων διότι τα λαζικά και τα μιγγρέλικα ανήκουν στον γλωσσολογικό κλάδο του Νότιου Καυκάσου, όπως και η γεωργιανή γλωσσά, ενώ τα αρχαία αιγυπτιακά ανήκουν σε έναν τελείως διαφορετικό γλωσσολογικό κλάδο, αυτόν της αφροασιατικής ομογλωσσίας.
Η ονομασία
Με την ονομασία Πόντος έμεινε γνωστό το βόρειο παράλιο τμήμα της μικρασιατικής χερσονήσου, το οποίο έχει στο νότο την Καππαδοκία, ανατολικά την Κολχίδα και δυτικά την Παφλαγονία.
Η οροθέτηση του ιστορικού Πόντου ενέχει μεγάλες δυσκολίες και σε γενικές γραμμές μπορούμε να τον ορίσουμε ως την περιοχή μεταξύ του Σοχούμ (ανατολικά) και της Σινώπης (δυτικά).
Μια νοητή, περίπου παράλληλη με την ακτή, γραμμή, που διέρχεται λίγο ψηλότερα από τη Σεβάστεια, ορίζει, συμβατικά, την επαρχία προς το νότο.
Η συνήθεια, που επικράτησε μεταξύ των Ελλήνων συγγραφέων, να μνημονεύουν χωριστά τον Πόντο, δεν μπορεί να ερμηνευθεί πειστικά από την αναμφισβήτητη διαφορά στην ιστορική και πολιτισμική εξέλιξη της περιοχής, σε σχέση με την υπόλοιπη Μικρά Ασία.
Η ιστορία και η γεωγραφική θέση
Ο Πόντος είναι η ελληνική ονομασία της γεωγραφικής περιοχής των Β.Α. ακτών της Μικράς Ασίας, η παράλια περιοχή της Καππαδοκίας, ανατολικά της Παφλαγονίας, η οποία σήμερα ανήκει στην Τουρκία.
Η γεωγραφική θέση του Πόντου ορίζεται δυτικά από τον ποταμό Παρθένιο της Βιθυνίας, νότια από την οροσειρά Ολγασύς, ανατολικά από τη λεγόμενη Μικρή Αρμενία και βόρεια από τη θάλασσα του Ευξείνου Πόντου, που σήμερα ονομάζεται και Μαύρη Θάλασσα (τουρκικά: Καρά-Ντενίζ).
Κατά τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και άλλους αρχαίους ιστορικούς, Πόντος ονομάζεται η επιμήκης και ευρεία παραλιακή χώρα του Εύξεινου Πόντου.
Από χωροταξική άποψη περιλαμβάνει τα εδάφη ανάμεσα στον Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο βρίσκεται η σημερινή πόλη Βατούμ της Γεωργίας και στην Ηράκλεια την Ποντική.
Στο εσωτερικό η περιοχή εκτείνεται σε βάθος 200 έως 300 χιλιομέτρων οριοθετημένη από τις απροσπέλαστες οροσειρές του Σκυσίδη, του Παρυάδρη και του Αντιταύρου.
Το ορεινό και άγονο σε μεγάλο μέρος του έδαφος διαρρέεται από τους ποταμούς Άλυ, Ίρη, Μελάνθιο, Θερμώδοντα, Χαρσιώτη, Πρύτανη, Πυξίτη και Καλοπόταμο.
Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα πεδίο έντονου ελληνικού αποικισμού, αλλά και βασίλειο επί Μιθριδάτη.
Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, υπήρξε εκ νέου ως ανεξάρτητο κράτος.
Οι ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου
Στους αρχαίους συγγραφείς, στον Ησίοδο, αλλά και τον Πίνδαρο, αλλά και στους μεταγενέστερους, η λέξη “Πόντος”, όταν χρησιμοποιείται για να ονομάσει θαλάσσιο χώρο, ταυτίζεται με τον Εύξεινο Πόντο.
Στους αττικούς ρήτορες, η ονομασία “Πόντος” αποδίδεται στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), ενώ αργότερα μετά τον Ηρόδοτο και, κυρίως, έπειτα από τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις), οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς “Πόντο” αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα ως το δυτικό τμήμα της Σινώπης.
Ο Ξενοφών στο έργο του Κύρου Ανάβασις, το 401 π.Χ. περιγράφει την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου, που γνώρισε ο ίδιος και οι “Μύριοι” μένοντας τριάντα μέρες στην Τραπεζούντα.
Οι ελληνοπρεπείς γιορτές, που περιγράφει περιλάμβαναν αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του ελληνικού δωδεκάθεου, αλλά και τον ένοπλο Πυρρίχιο χορό.
Επιπλέον, χαρακτηρίζει την πόλη ως “πόλιν Ελληνίδα μεγάλην και ευδαίμονα”.
Ο αρχαίος γεωγράφος, Στράβων, ο οποίος κατάγονταν από την Αμάσεια του Πόντου, περιγράφει την περιοχή στα Γεωγραφικά του ως χώρα με εύκρατο κλίμα χωρίς ξηρασία, πολύ ευνοϊκή για την ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία και το κυνήγι.
Από τη Σινώπη, καταγόταν ο φιλόσοφος Διογένης ο Κυνικός, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα.
Τοποθετώντας την περιοχή σε ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να τη χωρίσουμε σε πέντε ιστορικές περιόδους.
Οι πόλεις
Η περιοχή του Πόντου αποτέλεσε θέατρο εξέλιξης του δεύτερου Ελληνικού αποικισμού (8ος π.Χ. αιώνας).
Πρώτη ιδρύθηκε, από τους Ίωνες της Μιλήτου, η Σινώπη και αυτή με τη σειρά της, μετά από χρόνια, ίδρυσε τα Κοτύωρα, την Τραπεζούντα και την Κερασούντα.
Οι αποικίες δημιουργήθηκαν με στόχο την αναζήτηση μετάλλων, αλλά σύντομα εξελίχθηκαν σε εμπορικά κέντρα.
Αναγκασμένες να επιβάλλουν την ύπαρξη και την παρουσία τους, χρησιμοποίησαν τη δύναμη των όπλων και την αίγλη του πολιτισμού τους.
Η αρχαία Τραπεζούντα και η Τραπεζούντα του Πόντου
Δυσαρεστημένοι οι Τραπεζούντιοι από την απόφαση του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα να εποικίσει το 371 π.χ. την νεοϊδρυθείσα Μεγάλη Πόλη με κατοίκους άλλων περιοχών, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τις αρχαίες πόλεις τους και να μετακινηθούν με εξαναγκασμό στην Μεγαλόπολη.
Έτσι, εγκατέλειψαν τον τόπο τους και κίνησαν για την μεγάλη περιπέτεια.
Κατευθύνθηκαν προς την Τραπεζούντα στον Εύξεινο Πόντο, όπου είχε προηγηθεί άλλος εποικισμός Αρκάδων, και από τους οποίος έγιναν θερμά δεκτοί.
Οι σημερινοί Αρκάδες, απόγονοι εκείνων διατηρούν ζωντανή στην μνήμη την Τραπεζούντα του Πόντου, αναφέρει η Αργυρώ Χατζηπαρασίδου, αντιπρόεδρος του συλλόγου ποντίων Αρκαδίας.
Τραπεζούντα: Λιμάνι και κέντρο εμπορίου
Η ωραιότερη πόλη του Πόντου, η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, το τελευταίο καταφύγιο του Ελληνισμού.
Σύμφωνα με πηγές, η Τραπεζούντα ιδρύθηκε το 756 π.χ. για πρώτη φορά από Ίωνες αποίκους.
Έζησε δόξες, καταστροφές, τιμές και θυσίες, αλλά έμεινε και στάθηκε Ελληνική επί 2.678 χρόνια μέχρι το 1922, όταν και αναγκάστηκε ο Ελληνισμός της να καταφύγει στην Ελλάδα.
Την πόλη την στάλισαν όλοι και όλες οι εποχές με διαφορετικά κτίσματα.
Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδους ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα.
Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια.
Την ίδια περίοδο, η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία.
Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μ. Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην πόλη Αμισό, που το είχε στερηθεί επί Περσοκρατίας.
Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.
Κατά τον Α’ Μιθριδατικό Πόλεμο (89-84 π.Χ.) ο Μιθριδάτης, έχοντας ως σύμμαχο το βασιλιά της Αρμενίας, Τιγράνη, εξόντωσε 80.000, περίπου Ρωμαίους, που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία («Εφέσιος Εσπερινός», 88 π.Χ.), πήρε με το μέρος του την Αθήνα, τη Βοιωτία και τη Λακεδαίμονα, κατέλαβε τη Δήλο και ανάγκασε τον επικεφαλής των ρωμαϊκών δυνάμεων, Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, να υπογράψει τη συνθήκη της Δαρδάνου.
Κατά το Β’ Μιθριδατικό Πόλεμο (83-81) ο Μιθριδάτης κατέλαβε τμήμα της Καππαδοκίας.
Ο τρίτος και ο τέταρτος πόλεμος απέβησαν μοιραίοι για τον Πόντιο βασιλιά, γιατί, αφού υπέστη αρχικά ήττες από το Ρωμαίο ύπατο, Μάριο Αυρήλιο Κόττα, στη Χαλκηδόνα, δέχτηκε το τελικό χτύπημα από τον Γναίο Πομπήιο (64 π.Χ.), που κατέλαβε τη Σινώπη και τελευταία την Τραπεζούντα (63 π.Χ.).
Οι δάσκαλοι του Πόντου και το Φροντιστήριο
Η Τραπεζούντα στην παρακμή της, τον 19ο αιώνα είχε μόνο 4.200 οικογένειες. Απ’ αυτές οι 1.200 οικογένειες ήταν Ελληνικές, 500 ήταν αρμένικες και 180 αρμενοκαθολικές. Υπήρχαν επίσης και 20 διαμαρτυρόμενες, καθώς επίσης και 2.100 Περσικές, όπως ευρωπαϊκές, αλλά και Οθωμανικές.
Μαζί με τα προάστιά της είχε περίπου 31.000 κατοίκους, δηλαδή περίπου 6.500 οικογένειες.
Είχε 4 αλληλοδιδακτικά σχολεία Δημόσια, δύο Παρθεναγωγεία, την Ελληνική Σχολή (Φροντιστήριο) και άλλα ιδιωτικά Σχολεία.
Αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν 700 μαθητές στα αλληλοδιδακτικά, 250 στο Παρθεναγωγείο, 220 στο Φροντιστήριο και 150 στα ιδιωτικά.
Δηλαδή αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν 1.250 σπουδαστές στην Τραπεζούντα.
Από δημόσια υγεία η Τραπεζούντα ήταν σε καλή κατάσταση, χάρη στα 15 λουτρά που διέθετε.
Ιδιαίτερη αξία για την Τραπεζούντα και ολόκληρο τον Πόντο έχει το όνομα του Φροντιστηρίου, η Σχολή από την οποία έβγαιναν οι δάσκαλοι του Πόντου.
Το Φροντιστήριο στεγαζόταν σε ένα πολύ μεγάλο κτίριο με τρία πατώματα.
Η ίδρυσή του, χάνεται μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Βγήκε ακριβώς μέσα από το σκοτάδι για να γίνει ο φάρος του απομακρυσμένου Ελληνισμού.
Γνωστό είναι ότι στην εποχή του Γεωργίου Υπομενά, είχε η Σχολή το ίδιο όνομα.
Κατά άλλους, ιδρύθηκε η Σχολή το 1682 από τον Τραπεζούντιο δάσκαλο Σεβαστό Κιμινήτη.
Η αξία των χειρογράφων ήταν πολλή μεγάλη λόγω της αρχαίας γραφής…
Είχε ακόμα Ευαγγέλια, εκκλησιαστικά βιβλία και νεότερα χειρόγραφα, του Σεβαστού Κιμινήτου, Ηλία Κανδύλη, καθώς και άλλα.
Όλες τις εποχές έβγαιναν από την Σχολή νέοι, που ευδοκιμούσαν στο εμπόριο, τα γράμματα, αλλά και την εκκλησία.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ