15 Ιουνίου 1994. Σαν σήμερα πριν από 28 χρόνια έφυγε από τη ζωή ο κορυφαίος Μάνος Χατζιδάκις, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια πολιτιστική κληρονομιά και έργο που τον καθιστά αθάνατο.
Ηταν απόγευμα της 15ης Ιουνίου του 1994, όπου πραγματοποιούνταν ένα πολιτικό συμβούλιο της Νέας Δημοκρατίας.
Τότε, στα τηλεοπτικά πλάνα φάνηκαν ασθενοφόρα, τα οποία είχαν προορισμό το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος διέμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Είχε μόλις φύγει από τη ζωή, από οξύ πνευμονικό οίδημα.
Όπως όρισε ο ίδιος, στην κηδεία του δεν παρευρέθηκαν τηλεοπτικά συνεργεία και φωτορεπόρτερ.
Η ζωή του
Γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925 και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκης Αρβανιτίδου. Από μικρή ηλικία ξεκίνησε μαθήματα πιάνου, με τη γνωστή αρμενικής καταγωγής καθηγήτρια Αλτουνιάν. Παράλληλα άρχισε να μαθαίνει βιολί και ακορντεόν. Σε ηλικία 7 ετών, όταν οι γονείς του χώρισαν, εγκαταστάθηκε μόνιμα πια, με τη μητέρα του και την αδερφή του, στην Αθήνα.
Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Η οικογένειά του χρειαζόταν χρήματα και ο Μάνος, από έφηβος κιόλας, ξεκίνησε να δουλεύει. Έκανε διάφορες δουλειές. Φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του ΦΙΞ στην Αθήνα, βοηθός νοσοκόμου στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο και βοηθός φωτογράφου στο κατάστημα Μεγαλοοικονόμου.
Φυσικά, δεν κάνει μόνο αυτό. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να εξελίξει στις γνώσεις του στην μουσική. Ξεκινά ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής, με μια από τις πιο σημαντικές μορφές της ελληνικής εθνικής σχολής, τον Μενέλαο Παλλάντιο. Έμαθε πολλά εκεί. Όπως έμαθε και πολλά στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία φοιτούσε παράλληλα με δουλειά και μουσικές σπουδές. Τη Φιλοσοφική, δεν την τελείωσε ποτέ.
Είναι η εποχή που θα γνωρίσει τους μεγαλύτερους πρέσβεις της διανόησης της γενιάς του μεσοπολέμου. Ελύτης, Σεφέρης, Σικελιανός, Τσαρούχης, και Γκάτσος. Ειδικά με τον τελευταίο θα τους συνδέσει μια παντοτινή φιλία που κράτησε περισσότερο από μισό αιώνα.
Το 1944 γνωρίστηκε με τον με τον μεγάλο θεατράνθρωπο Κάρολο Κουν. Θα συνεργαστούν για πρώην φορά στον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης, με την συνεργασία να κρατάει συνολικά 15 χρόνια, με μουσικές παραστάσεις συμπεριλαμβανομένων των «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949).
Δούλευε πάνω σε αυτό που αγαπούσε. Είχε αρχίσει να αποκτά εμπειρία ως μουσικός. Όμως το ανήσυχο και ελεύθερο πνεύμα του δεν χρειαζόταν εμπειρία. Υπήρχε. Σε μια διάλεξή του λοιπόν το 1949 με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη ακόμα να δεχτεί τα ανοιχτά μυαλά.
Την επόμενη χρονιά ξεκινά την ενορχήστρωση σε αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ως το 1954, το αρχαίο θέατρο και το Θέατρο Τέχνης ίσως να τον κάλυπταν. Η μουσική του ιδιοφυΐα δεν μπορούσε με τίποτα να μείνει εκεί.
Ξεκινά τη μουσική για τον κινηματογράφο. Δουλεύει πολύ και καταφέρνει να τα προλαβαίνει όλα. Και μάλιστα προσθέτοντάς τη μοναδική του ποιότητα. Έγραψε τη μουσική για την «Κάλπικη Λίρα», τη «Στέλλα», το «Δράκο» και η φήμη του ξέφυγε από τα σύνορα. Ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Ελία Καζάν, τον επέλεξε για να γράψει τη μουσική της ταινίας «America-America». Οι δουλειές του χτυπούσαν την πόρτα η μια μετά την άλλη.
Το Οσκαρ που… σνόμπαρε
Το 1961 θα κερδίσει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα Παιδιά του Πειραιά» για την ταινία του Ζιλ Ντασέν, «Ποτέ την Κυριακή».
Θα γίνει ο πρώτος μη Αμερικανός μουσικός που το κατακτά.
Ομως, ο Μάνος Χατζιδάκις δεν παραβρέθηκε στην τελετή απονομής των Όσκαρ το 1961, ούτε κάποιος άλλος παρέλαβε το Όσκαρ, που κέρδισε για το τραγούδι «Τα Παιδια του Πειραιά» που ακουγόταν στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή».
Μάλιστα οι παρουσιαστές αμήχανοι περίμεναν κάποιον να εμφανιστεί προσπαθώντας να καλύψουν το χρόνο με χιουμοριστικές ατάκες. «Είναι ο κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;» ρώτησε η παρουσιάστρια των βραβείων Τραγουδιού για να πάρει απάντηση λίγο αργότερα από τον Μπομ Χόουπ: «Έρχεται με λεωφορείο από τη Γιουγκοσλαβία…». Ο βασικός παρουσιαστής της βραδιάς, Μπομπ Χόουπ, πήρε στα χέρια του το Όσκαρ του Μάνου Χατζιδάκι, λέγοντας χαρούμενος: «Περίμενα πάντα αυτή τη στιγμή…»
Λίγες μέρες αργότερα η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου απέστειλε το Όσκαρ με το Ταχυδρομείο, αλλά το χρυσό αγαλματίδιο χάθηκε στη διαδρομή! Όταν ο Χατζιδάκις φωτογραφήθηκε κρατώντας το Όσκαρ δεν ήταν αυτό που έγραφε το όνομά του, αλλά εκείνο που δανείστηκε από την Κατίνα Παξινού, για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Η Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ένα αντίγραφο. Να πούμε ότι ποτέ ο Χατζιδάκις δεν «αγάπησε» τα «Παιδιά του Πειραιά», ούτε το Όσκαρ που του απονεμήθηκε. Σε κείμενο του με τίτλο: «Η Ρωμαϊκή Αγορά έτσι όπως γέννησε τα τραγούδια μου», μεταξύ άλλων είχε γράψει: «…Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ’ τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτό τον “τίτλο τιμής” από την πλάτη μου…».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, o Μάνος Χατζιδάκις πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια και εκεί το βρήκε η οικιακή βοηθός, που το έδωσε στην αδερφή του, Μιράντα. Εκείνη πήρε το χρυσό αγαλματίδιο στο δικό της σπίτι και το επέστρεψε έναν χρόνο μετά τον θάνατό του. Σήμερα βρίσκεται στα χέρια του θετού γιου του, Γιώργου Χατζιδάκι.
Η συνέχεια της πορείας του
Το 1966 πήγε στις ΗΠΑ. Μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζιλ Ντασέν, θα ανεβάσουν στο Broadway τη θεατρική παράσταση «Illya Darling», που αποτελούσε τη διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή». Θα μείνει εκεί για έξι χρόνια και θα επηρεαστεί πολύ από την pop μουσική. Τρανότερη απόδειξη αποτελεί ο κύκλος τραγουδιών «Reflections».
Το 1972, επί δικτατορίας, θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα ιδρύσει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο». Μετά την πτώση της χούντας, θα αναλάβει τη θέση του διευθυντή στον κρατικό ραδιοσταθμό «Τρίτο Πρόγραμμα», τον οποίο, μέχρι το 1981, μαζί με άλλους ταλαντούχους δημιουργούς, θα τον μετατρέψει σε σημείο αναφοράς για την εξέλιξη της ελληνικής μουσικής.
Το 1989, ιδρύει τη διάσημη «Ορχήστρα των Χρωμάτων» για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Σε όλη του τη μουσική πορεία δεν σταμάτησε σχεδόν ποτέ να είναι παρών στη δισκογραφία. Οι δίσκοι του πλέον θεωρούνται κλασσικοί και μοναδικοί. Τα τραγούδια του και οι συνθέσεις του, είναι πολύ δημοφιλή μέχρι και σήμερα, με τον ίδιο να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες στην ιστορία της ελληνικής μουσικής. Δεν σταμάτησε άλλωστε να δουλεύει και να προσπαθεί να βελτιώνεται.
Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του είναι ανεκτίμητη.
Το ιδιόγραφο βιογραφικό του μεγάλου συνθέτη:
Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ’ όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες. Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ).
Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ’ την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια.
Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία. Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο. Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
Από το ’75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού , εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος».
Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα. Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα. Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ