«Θα μπορούσα να σας μιλάω με τις ώρες για την Κωνσταντινούπολη».
Μιλήσαμε για την Κωνσταντινούπολη, τη ζωή της εκεί και τα Σεπτεμβριανά του 1955 και τις επόμενες μέρες, που ξημέρωσαν για τον Ελληνισμό της Πόλης.
Η ώρα που μιλήσαμε με την κυρία Κυριακή λες και έγινε χρόνια, τα χρόνια αναμνήσεις γλυκόπικρες για το τότε, αλλά και το μετά…
Έντεκα χρονών παιδί, στην έκτη Δημοτικού, ήταν η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα την ημέρα που ξημέρωνε η 6η Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο Τουρκικός όχλος κατέστρεψε, λεηλάτησε, βίασε, δεν σεβάστηκε τίποτα.
Ανθρώπους, σπίτια, καταστήματα, εκκλησίες, μνήματα, ότι ήταν Ελληνικό.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ: ΧΡΗΣΤΟ ΝΑΣΚΑ
Η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα γεννήθηκε στα Ψωμαθειά, και θυμάται τα πάντα, με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το τι συνέβη εκείνο το βράδυ. Είναι δυνατόν να ξεχάσει;
Το mynews.gr συνομίλησε με την κυρία Κυριακή Κράντα, που έζησε , παιδί 11 χρονών τότε, τον τρόμο, την αγωνία, την αβεβαιότητα.
ΥΓ. Στις πρώτες φωτογραφίες η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα είναι στην Κωνσταντινούπολη σε μικρή ηλικία και λίγο μετά.
Την ευχαριστώ από καρδιάς που μας έδωσε το δικαίωμα να τις φιλοξενήσουμε στη συνέντευξη.
Στην τελευταία φωτογραφία του κειμένου είναι στην Κωνσταντινούπολη συντροφιά με τον Βόσπορο και τις αναμνήσεις της…
«Δεν υπάρχει καλύτερη Πόλη και μόνο
που βλέπεις την Αγία Σοφία σε πιάνει δέος»
- Τι σημαίνει για εσάς Κωνσταντινούπολη;
«Για εμένα η Κωνσταντινούπολη είναι η Πόλις των Πόλεων, νομίζω δεν υπάρχει καλύτερη. Και μόνο την Αγία Σοφία, που τη βλέπεις, χωρίς να μπεις μέσα, νιώθεις ένα δέος που δεν θα το νιώσεις πουθενά αλλού.
Για εμάς είναι η πηγή της ορθοδοξίας, η πατρίδα μας, η γενέτειρά μας».
- Πώς ήταν η ζωή στην Κωνσταντινούπολη;
«Πολύ καλή, πάρα πολύ καλή, εμείς κάναμε ωραία ζωή, είχα πάρα πολύ καλά παιδικά χρόνια.
Βέβαια ήμασταν πάντα η μειονότητα, είμασταν λίγο περιορισμένοι μεταξύ μας, όχι γιατί μας το επέβαλλαν.
Απλά οι γονείς μας δεν ήθελαν να έχουμε επαφές με τους Τούρκους, επειδή ήμασταν ορθόδοξοι, δεν ταιριάζαμε.
Υπήρχε ο φόβος μη γίνουν μεταξύ μας γάμοι, τότε ήταν απαράδεκτο, αλλά γενικά εμείς είχαμε το πάνω χέρι στην Πόλη.
Δηλαδή το εμπόριο, οι δουλειές… όταν παραγγέλναμε κάτι, έρχονταν στο σπίτι, το ξεφόρτωναν και μέχρι το χέρι της μαμάς μου φιλούσαν. Μας υπηρετούσαν εμάς εκείνα τα χρόνια.
Μετά τα Σεπτεμβριανά άλλαξαν τα πράγματα, εμείς τότε ζούσαμε στα Ψωμαθειά, αλλά μετά τα Σεπτεμβριανά μετακομίσαμε στο Μακροχώρι (Μπακίρκιοϊ το λένε οι Τούρκοι) επειδή είχε περισσότερο Ρωμιοσύνη εκεί.
Αλλά – και η περιοχή μας, τα χρόνια που ζούσαμε εκεί, ήταν όλο Ρωμιοί.
Είχαμε πάρα πολλές εκκλησίες».
Η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα – Κράντα αναφέρεται και στον πληθυσμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή, κάνοντας και μια αναφορά στο παρελθόν.
«Οι Έλληνες το 1955 στην Πόλη ήταν περισσότεροι από 120.000.
Μετά τη Γενοκτονία των Ποντίων ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη, όπως και από την Καππαδοκία.
Η γιαγιά μου, από την πλευρά της μαμάς μου, πρόλαβαν και έφυγαν πριν από τη Γενοκτονία και ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη.
Ένα πολύ μεγάλο μέρος της Πόλης το 1955 ήταν Ρωμιοί, είχε Εβραίους, Αρμένιους και φυσικά Τούρκους που ήταν πολύ περισσότεροι».
Τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφική καταιγίδα που θα ξεσπούσε
Η ένταση και η καταστροφική ορμή του Τουρκικού όχλου τον Σεπτέμβριο του 1955 θέτει, αυθόρμητα για πολλούς, ένα ερώτημα. Είχαν καταλάβει κάτι οι Έλληνες για αυτό που θα γινόταν;
«Τίποτα» μας λέει αρχικά η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα και συνεχίζει:
«Τα μόνα μηνύματα που υπήρχαν ήταν τα συνθήματα που έγραφαν, η Κύπρος είναι Τουρκική.
Δεν μας έδωσαν ιδιαίτερα μηνύματα.
Ο μπαμπάς μου είχε συνεργάτες Τούρκους, είχε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής και συνεργαζόταν και με Ρωμιούς και με Τούρκους.
Και ένας συνάδελφος του, του είπε: Σήμερα το βράδυ μην πας πουθενά με την οικογένεια. Γιατί εμείς σαν οικογένεια βγαίναμε πάρα πολύ, είχε πολύ ωραία κέντρα, αλλά και τα καφέ ήταν ωραία, βγαίναμε πολύ. Μέχρι και γκολ παίζαμε κοντά στον Άγιο Στέφανο.
Λέει λοιπόν αυτός ο συνάδελφος του πατέρα μου: Μην πας πουθενά με την οικογένεια, θα γίνει ένα συλλαλητήριο. Οι Τούρκοι είχαν ενημερωθεί, αλλά πολύ πιο μπροστά είχαν φέρει Κούρδους. Τους είχαν μέσα στα τζαμιά και τους έκαναν κατήχηση, τι πρέπει να κάνουν εκείνη την ημέρα».
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο τον ήχο, ακόμη τον έχω στα αυτιά μου»
«Εμείς περιμέναμε ένα συλλαλητήριο, εμείς τα παιδιά δεν είχαμε και ιδέα. Είχαμε κλειδαμπαρωθεί στο σπίτι μας, που είχε μια σιδερένια πόρτα με μια μπάρα λοξή.
Όταν άρχισε να βγαίνει ο όχλος και να τρέχει στον δρόμο λες και ήταν στρατός, λες και ήταν άλογα, ακουγόταν το ποδοβολητό.
Όλα τα παιδιά μας είχαν κλεισμένα σε ένα δωμάτιο στον τρίτο όροφο, δημοτικό πήγαινα.
Εκείνο τον ήχο στα αυτιά μου, μέχρι να φύγω από τη ζωή δεν θα τον ξεχάσω.
Είχαμε σκοτάδι στο σπίτι, απέναντι ήταν μια Τουρκάλα που δούλευε στο Υπουργείο, πολύ μορφωμένη και ο άνδρας της δημοσιογράφος, πήρε το κοράνι και κάθισε στην πόρτα του σπιτιού μας και δεν άφησε κανέναν να μπει.
Επίσης, δίπλα μας είχαμε ένα Τούρκο, που ήταν φαντάρος.
Και ο κουμπάρος μας, που δούλευε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων είχε φέρει ένα φορτηγό και οι Τούρκοι ήθελαν να το πυρπολήσουν, να το βάλουν φωτιά.
Και βγήκε ο Τούρκος έξω, έβαλε τα στρατιωτικά του και είπε: Τι κάνετε;
Είναι δικό μου το φορτηγό, εγώ ήρθα με αυτό. Μας γλίτωσαν, δεν μπορώ να πω.
Εκείνο που θυμάμαι είναι τη μαμά μου, αρκουδώντας μέσα στο σπίτι.
Είχαμε παράθυρα, ήμασταν ψηλά, αλλά είχε σκοτάδι και η μαμά μου είχε πάθει ένα σοκ πανικού και ήθελε να βγει, να φύγουμε από το σπίτι.
Από πίσω στο σπίτι είχαμε μπαξέδες και επικοινωνούσε ο ένας με τον άλλον με χαμηλά τοιχία και ήθελε η μαμά μου να φύγουμε.
Ο μπαμπάς μου ήταν που ρωτούσε:
Πού θα πάμε; Με τα παιδιά πού θα φύγουμε;
Δηλαδή θα γλιτώσουμε από μπροστά, αλλά θα μας πιάσουν από πίσω.
Και τελικά έβγαλε την Τουρκική σημαία, δεν έβρισκε το σκοινί, την έδεσε με γραβάτες που είχε, βάλαμε τη σημαία και ξημερωθήκαμε εκεί μέχρι το πρωί.
Το βράδυ έγινε η Νύχτα των Κρυστάλλων.
Πραγματικά».
«Καίγονταν όλες οι εκκλησίες γύρω-γύρω και εμείς ήμασταν στη μέση»
Η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα θυμάται, αν και παιδί 11 ετών τότε, τον Σεπτέμβριο του 1955 τι έζησε αυτή και η οικογένεια της, αλλά και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.
Η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα με εκπληκτική διαύγεια συνεχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων της στο mynews.gr για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα…
«Όλες οι εκκλησίες σχεδόν καταστράφηκαν, ελάχιστες γλίτωσαν. Την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου τη γλίτωσε ένας Τούρκος, μουσουλμάνος, ψαράς. Αυτός τους σταμάτησε και δεν τους άφησε.
Ο Άγιος Μηνάς, η Θεία Ανάληψη, ο Αι Γιώργης, είχαμε την εκκλησία Κωνσταντίνου και Ελένης, την εκκλησία των Έξι Μαρμάρων η οποία ήταν μια υπέροχη εκκλησία. Σε αυτή την εκκλησία έζησε ο Ρωμανός ο Μελωδός.
Καιγόταν όλες οι εκκλησίες γύρω-γύρω και εμείς ήμασταν μέσα στη μέση τη νύχτα της 5ης προς 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Επίσης, έγιναν παρά πολλοί βιασμοί, παρά πολλοί. Τότε δεν υπήρχαν τηλεοράσεις και η Τουρκική κυβέρνηση τα κουκούλωσε όλα αυτά. Κατέστρεψαν το οστεοφυλάκιο στα μνήματα του Μπαλουκλί. Στο Σισλί είχαμε Ελληνικά μνήματα, και αυτά τα σύλησαν, τα άνοιξαν, έβγαλαν από μέσα τους πεθαμένους.
Είχε πεθάνει μια κοπέλα, πολύ νέα, ήταν έτοιμη να παντρευτεί. Δεν είχε ούτε μια εβδομάδα που είχε πεθάνει, την έβγαλαν από τον τάφο και τη γύριζαν γύρω-γύρω σαν τρόπαιο με το νυφικό όπως την είχαν θάψει.
Έκαναν πάρα πολλά. Ήταν ένας οικισμός που είχε πάρα πολλούς Ρωμιούς , στα Ταταύλα και εκεί έγιναν πολλά έκτροπα. Έπαιζε ένα κοριτσάκι έξι χρονών σε μια αλάνα και μέχρι να καταλάβει η μάνα του το τι συμβαίνει και τα λοιπά, το πήρε μια ομάδα και τελείωσε στα χέρια τους».
Είπαμε, θα μπορούσε να μας μιλάει με τις ώρες η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα, αλλά σε τι και που να χωρέσει όλος αυτός ο πόνος, οι θύμησες και η καταστροφή που βίωσαν οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη εκείνο το ξημέρωμα του 1955;
Θυμάται και το σημάδεμα των καταστημάτων, αφού όπως λέει: «Στο Πέρα, όπου είχε πολλά καταστήματα Ελλήνων τα είχαν σημαδεμένα. Σημάδευαν τα σπίτια και τα καταστήματα, το δικό μας δεν το είχαν σημαδέψει.
Το εργαστήριο του πατέρα μου ήταν σε ένα κτίριο πρώην φυλακών, όπως το Αλκατράζ που έχουμε δει στις ταινίες.
Ήταν μακριά από το σπίτι μας, εμείς ήμασταν στα Υψωμαθειά και το εργαστήριο του πατέρα μου ήταν στο Καράκιοϊ, στο Εμίνονου.
Είχε φύλακα και μια τεράστια πόρτα και ανέβαινες πάνω, είχε σιδερένιες γέφυρες που επικοινωνούσαν και εκεί είχε ο πατέρας μου το εργαστήριο του.
Ο πατέρας μου είχε το συνήθειο κάθε Σάββατο να δίνει στον φύλακα κάτι, γλυκά, λουκούμια, κουφέτα ή κανένα χαρτζιλίκι, τέτοια πράγματα.
Και μας γλίτωσε αυτός ο φύλακας, το δικό μας το εργαστήριο το προσπέρασαν οι Τούρκοι όταν μπήκαν μέσα.
Σε μεγάλη έκταση καταστράφηκε το Πέραν, ο δρόμος στο Πέραν ήταν μια χωματερή, δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις. Όταν ήρθε την επόμενη ημέρα ο ξάδελφος μου, κοντά 30 χρονών ήταν, σαν μωρό παιδί έκλαιγε από αυτά που είχε δει στους δρόμους.
Έκαναν πάρα πολλά οι Τούρκοι, αλλά πολλοί βιασμοί, πολλοί».
Ο τρόμος που έζησε μια οικογένεια από τη Βουλγαρία
Η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα δεν έχει ξεχάσει και μια οικογένεια από τη Βουλγαρία…
«Είχαμε μια οικογένεια από τη Βουλγαρία, ορθόδοξοι, πολύ καλοί άνθρωποι, αυτοί είχαν μπαξέ και είχαν μαρούλια. Αυτός είχε τρία κορίτσια, πολύ ωραίες κοπέλες ενώ η γιαγιά ερχόταν συχνά στο σπίτι μας.
Τα βίασαν και τα τρία κορίτσια, δυστυχώς.
Και μετά οι ίδιοι οι Τούρκοι πήγαν τα κορίτσια στο νοσοκομείο, στο Μπαλουκλί. Τη γιαγιά την κατέβασαν από τις σκάλες τραβώντας την από τα μαλλιά ενώ τον πατέρα των κοριτσιών τον έριξαν κάτω και πέρασε από πάνω του φορτηγό, αλλά έτυχε σε έναν λάκκο και έσπασαν μόνο τα πλευρά του. Μόνο και μόνο επειδή ήταν ορθόδοξοι.
Θυμάμαι μια άλλη κοπέλα, πολύ όμορφη που είχε έναν εύσωμο σύζυγο, που πήρε μια εικόνα της Παναγίας αγκαλιά και από το παράθυρο της σοφίτας πέρασαν στο διπλανό σπίτι. Απορήσαμε πως πέρασαν.
Σε μια άλλη περίπτωση μια κυρία από τον Πόντο έκρυψε τον άνδρα μέσα στο γιούκι, εκεί που είχε τα παπλώματα. Με την κόρη τους πηγαίναμε μαζί στο Δημοτικό.
Μια άλλη γιαγιά κρύφτηκε στο κοτέτσι και τη βγάλαμε από εκεί, αλλά την καημένη τη γυναίκα τη βασάνισαν.
Μπήκαν σε πάρα πολλά σπίτια οι Τούρκοι ενώ είχαμε και πολλές κλεψιές, σε όλο το Πέραν έσπαζαν τα καταστήματα και φορούσαν ακόμη και τα ρούχα που έκλεβαν.
Έναν παπά τον σούβλισαν και τον πέταξαν στο πηγάδι».
- Υπήρξαν περιπτώσεις που γείτονές σας Τούρκοι συμμετείχαν στα επεισόδια;
«Όχι, δεν ξέρω καμία τέτοια περίπτωση. Εγώ είχα μια κοπέλα απέναντι, Τουρκάλα, που όπως έπαιζε σαν παιδί μια μέρα τη χτύπησε πέτρα στο μάτι. Και η γιαγιά μου το πήρε, το πήγε στο νοσοκομείο και καθάρισαν το μάτι του παιδιού.
Η μητέρα του παιδιού έκτοτε ένιωθε μεγάλη υποχρέωση απέναντί μας. Και η γιαγιά του , την ώρα που έκαιγαν τον Άγιο Μηνά βγήκε έξω στον δρόμο και λέει μετά από μέρες τη μαμά μου: «Πρέπει να πέσουμε όλοι στα γόνατα και να ζητήσουμε συγνώμη. Αυτό που είδα δεν θα το ξεχάσω. Είδα τον Άγιο σας μέσα σε ένα σύννεφο καπνού να ανεβαίνει στον ουρανό». Τουρκάλα το είπε αυτό.
Επίσης, την εκκλησία των Εξιμαρμάρων, που βρίσκεται έξω από τα τείχη, την έκαψαν δύο Τούρκοι.
Μπήκαν μέσα στην εκκλησία με μπιτόνια γιατί τα παράθυρα ήταν πολύ ψηλά και είχαν σιδεριές. Πέρασαν μέσα, έβαλαν φωτιά και δεν μπόρεσαν να βγουν και κάηκαν ζωντανοί.
Άλλος που έκαψε εκκλησία αρρώστησε, κανένας γιατρός δεν μπορούσε να βρει τι είχε, ολόκληρος άνδρας έμεινε σαν το σκυλί στο κρεβάτι. Έλιωσε…
Έκαναν παρά πολλά τότε, πάρα πολλά. Ο παππούς μου ήταν στο Φανάρι και τον φύλαγε η αστυνομία, ήταν πολύ αγαπητός, Έλλην υπήκοος.
Το βράδυ που ξέσπασαν τα Σεπτεμβριανά η θεία μου είχε βάλει μέσα σε μια κατσαρόλα την Ελληνική σημαία που της είχε δώσει ο παππούς μου και την έκαψε για να μην μπουν και τη βρουν οι Τούρκοι.
Ο παππούς μου δεν φοβόταν καθόλου, είχε ένα πνεύμα ατίθασο, ήταν Θρακιώτης και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε πολύ μεγάλος νοικοκύρης. Έβαζε στο μαγαζί του, απέναντι από την αστυνομία, τις δύο σημαίες, Ελληνική και Τουρκική χιαστί και έλεγε, θα περάσετε κερατάδες και θα την προσκυνήσετε.
Και το 1942 που έγινε πάλι μεγάλη καταστροφή με τον φόρο περιουσίας, ο παππούς μου υπέστη μεγάλη ζημιά. Έβαζαν ένα φόρο τεράστιο τότε οι Τούρκοι και ο παππούς μου αναγκάστηκε να πουλήσει ένα τριώροφο κτίριο, σε μια περιοχή που λεγόταν ο δρόμος με τα σκαλάκια για το σχολείο για να μην πάει στα τάγματα εργασίας.
Έναν θείο μου τον πήρανε και τρελάθηκε και πέθανε».
Η επόμενη μέρα των Σεπτεμβριανών του 1955
Κρανίου τόπος σπίτια, εκκλησίες και καταστήματα Ελλήνων στο φως της ημέρας, μετά τους βανδαλισμούς του Τουρκικού όχλου.
Θυμάται η κυρία Κυριακή Μπουγιάνα-Κράντα: «Μόνο ο πατέρας μου βγήκε έξω, πήγε στο εργαστήριο και είδε ότι ήταν όλα καλά.
Εκείνο που θυμάμαι είναι ό,τι χτύπησε η πόρτα και ήταν ο μπακάλης που ρώτησε τη μητέρα μου, τι να σου φέρω; Και του απάντησε η μαμά μου, φέρε πατάτες, ψωμιά. Τη μαμά μου την είχε πιάσει μια υστερία, έκανε παρκέ όλο το σπίτι.
Δηλαδή μια τρέλα. Εμείς δεν βγήκαμε έξω.
Εγώ όταν βγήκα είχε κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος.
Ο πιο χριστιανομάχος ήταν ο Ινονού, αυτός έκανε όλες τις καταστροφές και θυμάμαι τότε στα Σεπτεμβριανά είχε πει: Θα κάνω όλους τους Ρωμιούς να πουλάνε λεμόνια στα λαϊκές».
«Έχει μια συνέπεια η Τουρκία στην καταδίωξη των Ελλήνων» λέει η κυρία Κυριακή Μπουγιάν-Κράντα στο mynews..gr και συνεχίζει: «Είναι πολύ μικρότερος ο αριθμός των Ελλήνων από ότι μας λένε.
Πρέπει να μπορέσει να κρατηθεί το Πατριαρχείο και κάποιες σχολές.
Το δικό μας το λύκειο δεν υπάρχει, είπαν ό,τι με τη βοήθεια του Πατριαρχείου έγινε βιβλιοθήκη.
Τη Μεγάλη του Γένους Σχολή κρατάνε, η οποία έγινε έναν χρόνο μετά την άλωση.
Μετά τα Σεπτεμβριανά, σιγά-σιγά πήραμε τα πάνω μας, συνεχίσαμε να κάνουμε τη ζωή που κάναμε, δειλά-δειλά ξεκινήσαμε. Βρήκαμε τους ρυθμούς μας.
Άρχισαν τα σχολεία, εμείς πηγαίναμε ήδη στον Άγιο Στέφανο, δεν πηγαίναμε στην ενορία μας, γιατί ήταν πιο πολλοί Ρωμιοί εκεί.
Ήταν τεράστια η διαδρομή, εγώ δύο μεταφορικά μέσα άλλαζα.
Μετά συνέβη το εξής.
Δεν μας άφηναν να μιλάμε Ελληνικά στον δρόμο, ενώ εμείς ήμασταν μαθημένοι, Μαρία, Κατίνα.
Και θυμάμαι, πρέπει να ήμουν 15 χρονών, όταν απαγχόνισαν τον Μεντερές, σε όλη τη διαδρομή δεν μιλούσα για να μη μιλήσω Τούρκικα. Στα σπίτια μας μιλούσα Ελληνικά, δεν μιλούσα καθόλου στον δρόμο.
Καθόλου, που εγώ όταν μιλάω τα Τούρκικα δεν μπορείς να καταλάβεις αν είμαι Ρωμιά ή Τουρκάλα».
Η δύσκολη και απάνθρωπη συνέχεια του Ελληνισμού στην Πόλη
- Τα Σεπτεμβριανά ήταν η ταφόπλακα του Ελληνισμού ή ήταν ό,τι ακολούθησε;
«Όχι, όχι, δεν ήταν τα Σεπτεμβριανά, τα ξεπεράσαμε με τον καιρό. Ξεκινήσαμε κανονικά τη ζωή μας. Μετά βρήκαν ένα άλλο τρόπο, έκαναν μποϊκοτάζ,το 1958-19.
Να μη ψωνίζουν από τον Ρωμιό, να μη δίνουν την πρώτη ύλη που χρειαζόταν.
Και μετά έκαναν την απέλαση όλων των Ελλήνων υπηκόων, τους έβγαλαν από τα νοσοκομεία, από τα γηροκομεία. Το νοσοκομείο του Μπαλουκλί στέγαζε πάρα πολλά κτίρια, είχε γηροκομείο, φρενοκομείο, ορφανοτροφείο, ήταν τεράστιο.
Ήταν το πρώτο νοσοκομείο που έγινε στην Πόλη, (από τον Πατριάρχη Νεόφυτο ΣΤ΄) από τους Ρωμιούς και εξυπηρετούσε τους Τούρκους. Δεν είχαν οι Τούρκοι τότε νοσοκομεία.
Μετά έγινε ένα δεύτερο νοσοκομείο στη γέφυρα του Γαλατά, στον πύργο του Γαλατά και ένα έκαναν στο Ταξίμ.
Όλα ήταν ξύλινα και όλα αυτά πυρπολήθηκαν. Κατά κάποιον τρόπο όλα πυρπολήθηκαν.
Φτάνουμε λοιπόν στο 1964, τη χρονιά που φύγαμε. Άλλοι στο εξωτερικό, άλλοι στην Ελλάδα, εμείς στη Γερμανία.
Η μαμά μου στον χρόνο πάνω πούλησε ό,τι μπόρεσε, ενώ τα έπιπλα καταστράφηκαν στο τελωνείο, όπου ήταν για δυο χρόνια, για ένα γράμμα στο επώνυμο.
Που διέφερε…
Το μαγαζί μου το πατέρα μου το ξεπουλήσαμε σε μια νύχτα.
Η αδελφή μου άφησε ένα διώροφο σπίτι υπέρ πίστεως και πατρίδας, που λένε.
Οι περισσότεροι συγγενείς μου πήγαν Αθήνα, αλλά έχω συγγενείς σε πολλά μέρη του κόσμου, Αγγλία, Καναδά.
Το τραγικό ήταν που χώρισαν ανδρόγυνα επειδή είχαν διαφορετική υπηκοότητα, ενώ έβγαλαν τους άρρωστους από τα νοσοκομεία και τους παράτησαν στα σύνορα.
Ξέρω οικογένειες που κατέστρεψαν όλο το σπίτι τους, τα πάντα, πλακάκια, μπάνια, κουζίνες, τα πάντα και έλεγαν, τουλάχιστον θα φύγουμε αλλά θα τα αφήσουμε κατεστραμμένα.
Χάθηκαν πάρα πολλές περιουσίες. Τα καραβάκια που είχε ο παππούς μου, τα έκαψε σε ένα βράδυ ο καπετάνιος».
«Δεν με αγγίζουν οι αλλαγές, νομίζω πως περπατάω στα μέρη που πήγαινα παιδί»
Από το 1964 η κυρία Κυριακή ξαναπήγε πριν από το 2011 στην Πόλη. Την ξαναείδε τότε…
Τη ρωτάω για τα συναισθήματα που ένιωσε όταν ξαναπήγε πρώτη φορά μετά το 1964.
Η φωνή της σπάει, συγκινείτε, μου ζητάει συγνώμη (για ποιο λόγο κυρία Κυριακή να ζητήσεις, δική σου η ζωή εκεί, δικές σου οι αναμνήσεις) για αυτό και θυμάται:
«Καταρχήν κάναμε όλα τα Μικρασιατικά παράλια και όταν μπαίναμε στην Πόλη , μπήκαμε από μια περιοχή που έχει όλο πεύκο και βλέπεις πανοραμικά όλη την Κωνσταντινούπολη.
Εμένα με έβαλαν πρώτη θέση στο λεωφορείο, ακόμη το λέω και συγκινούμαι. Ήμουν σκυμμένη και έκλαιγα συνέχεια. Τίποτα δεν είδα.
Είχε αλλάξει πάρα πολύ η Πόλη, αλλά θα σας πω κάτι που ίσως σας φανεί παράξενο.
Νομίζω ό,τι περπατάω στην Πόλη που ήξερα εγώ, δεν αγγίζουν αυτά που έχουν γίνει, η αλλαγή της Πόλης. Δεν πήγα καθόλου στη γειτονιά που μεγάλωσα. Έστειλα τον εγγονό μου και μου είπε, γιαγιά και λίγα μας είπες για τα μέρη που μεγάλωσες.
Είναι εξαιρετική περιοχή, ειδικά για τον Άγιο Στέφανο που σας είπα, εκεί που πήγαινα σχολείο, εκεί που παραθερίζαμε. Εξαιρετικές περιοχές τα παράλια του Μαρμαρά.
Νομίζω ό,τι είμαι παιδί και ό,τι περπατάω στα μέρη που πήγαινα. Όσα και να πω για την Κωνσταντινούπολη θα είναι λίγα. Λείπει ο σεβασμός σήμερα, εμείς φέραμε κάποιες αξίες, αλλά εδώ χάθηκαν».
Κλείσαμε τη συζήτηση με την κυρία Κυριακή ρωτώντας τη ποιο θεωρεί το ομορφότερο μέρος στην Κωνσταντινούπολη από αυτά που έζησε.
Αβίαστα ήρθε η απάντησή της: «Ο Βόσπορος είναι εξαιρετικός, είναι πανέμορφος. Ειδικά η ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, είναι πανέμορφη. Έχει εκείνα τα φυσικά λιμανάκια, τους κόλπους, είναι πάρα πολύ ωραία. Είχε πάρα πολύ Ελληνισμό και εκεί, πολλές εκκλησίες.
Η Πρίγκηπος είναι επίσης πάρα πολύ ωραίο νησί, πηγαίναμε στον Άγιο Γεώργιο τον Κουδουνά, από την παραμονή. Έστρωναν την εκκλησία με χαλιά για να κοιμηθούν τα παιδιά. Πηγαίναμε εκδρομές παντού χωρίς να μας ενοχλούν οι Τούρκοι, γιορτάζαμε στις εκκλησίες, κάναμε την περιφορά των εικόνων.
Οι εκκλησίες είχαν ψηλούς μαντρότοιχους και μέσα σε αυτούς κάναμε την περιφορά, πηγαίναμε στα μνήματα. Αλλά όλα αυτά άλλαξαν μετά το 1960, μας τα απαγόρεψαν».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ