Δέκα χρονών παιδί ήταν ο Θεμιστοκλής Παχόπουλος όταν το ημερολόγιο έδειχνε 6 και Σεπτεμβρίου 1955. Ο κύριος Παχόπουλος έβλεπε το ημερολόγιο από το σπίτι του στα Ψωμαθειά της Κωνσταντινούπολης.
Δέκα χρονών έζησε τον τρόμο και τον φόβο με την οικογένειά του, πατέρα, μητέρα και αδερφό.
Κρύφτηκαν στο σπίτι αφού πρώτα έσβησαν τα φώτα και άκουγαν από έξω τον Τουρκικό να ουρλιάζει, να σπάει, να καταστρέφει.
«Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη, όπως οι γονείς μου αλλά και οι πρόγονοί μου, πάππου προς πάππου» λέει στο Mynews.gr.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ: ΧΡΗΣΤΟ ΝΑΣΚΑ
Ζει σήμερα στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη και διετέλεσε δυο φορές πρόεδρος στον Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών, που εδρεύει στην Καλλιθέα, ενώ τώρα σύμβουλος.
Τα θυμάται όλα, σαν να έγιναν χθες, την αγωνία, τον φόβο, την προσπάθεια να ξεφύγουν από τον Τουρκικό όχλο, να βρουν μια διέξοδο όταν γύρω τους καίγονταν τα πάντα.
Και φυσικά τη συνέπεια των Τούρκων να ξεριζώσουν με κάθε τρόπο τον Ελληνισμό από την Κωνσταντινούπολη.
Όλα τα θυμάται, δεν έχει ξεχάσει τίποτα.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Γεννήθηκε το 1945 στην Κωνσταντινούπολη και έφυγε το 1964 για να εγκατασταθεί στην Καλλιθέα. Έζησε πολλά μέχρι να φύγει, αλλά αυτό που τον συγκλόνισε ήταν οι δυο μέρες του Σεπτεμβρίου του 1955. Ξαναείδε την Πόλη το 2001.
Το mynews.gr συνομίλησε με τον κύριο Θεμιστοκλή Παχόπουλο με αφορμή τη σημερινή, 67η επέτειο, από τα Σεπτεμβριανά του 1955.
- Για εσάς κύριε Παχόπουλε, τι σημαίνει Κωνσταντινούπολη;
«Είναι η γενέτειρά μου και όπως αντιλαμβάνεστε όταν περνούν τα χρόνια υπάρχει μια νοσταλγία του παρελθόντος. Σε εμάς βέβαια υφίστανται δύο τινά.
Υπάρχει η νοσταλγία του παρελθόντος και η νοσταλγία του τόπου που έχεις γεννηθεί».
- Πώς ήταν η ζωή στην Κωνσταντινούπολη; Πριν τα Σεπτεμβριανά και μετά, μέχρι να φύγετε;
«Η ζωή στην Πόλη ήταν πολύ διαφορετική.
Καταρχήν η Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ διαφορετική σε σχέση με τη σημερινή η οποία πλέον είναι μια μεγαλούπολη και πληθυσμιακά είναι διπλάσια της Ελλάδας.
Περίπου 18-20 εκατομμύρια είναι.
Εκείνη την εποχή ήταν περίπου 2 εκατομμύρια, υπήρχαν οι συνοικίες των Ρωμιών, των Αρμενίων, οι Τουρκομαχαλάδες όπως τους λέγαμε και ήταν χωριστά.
Βέβαια, κατά καιρούς υπήρχε το στοιχείο της ανασφάλειας, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε ή να το παραβλέψουμε.
Όπως και τα Σεπτεμβριανά εν προκειμένω υπήρξε ένας σταθμός της όλης πολιτικής διώξεων κατά του Ελληνισμού.
Υπήρχε μια ανασφάλεια, βέβαια όταν έχεις γεννηθεί στον τόπο που μεγάλωσες, αγαπάς αυτόν τον τόπο και δεν σκέφτεσαι εύκολα να τον εγκαταλείψεις. Δυστυχώς οι περιστάσεις μας ανάγκασαν παρά τη θέλησή μας να την εγκαταλείψουμε».
- Είχε επιπτώσεις στον Ελληνισμό της Πόλης το οτιδήποτε γινόταν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας; Και ειδικά σε δύσκολες καταστάσεις;
«Κοιτάξτε, πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε το θέμα γιατί επικρατεί μια εσφαλμένη αντίληψη και επειδή αναφερόμαστε στα Σεπτεμβριανά και φέτος θα έχουμε δυστυχώς την 67η επέτειο, θλιβερή επέτειο, δεν πρέπει να το συνδέουμε με τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας και όπως έχει συνδεθεί ειδικότερα με το Κυπριακό.
Πολλοί λένε, ξέρεις, το Κυπριακό ήταν η αιτία για να συμβούν τα Σεπτεμβριανά.
Όλοι οι διωγμοί δεν έχουν σχέση με τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Αποτέλεσαν ορισμένες φορές τα προσχήματα, αλλά εντάσσονται στο σχέδιο το οποίο ξεκίνησε από τους Νεότουρκους, από το 1915, ένα σχέδιο εκδιώξεως του χριστιανικού πληθυσμού από την Ανατολία.
Βέβαια, με τη Μικρασιατική Καταστροφή επιτεύχθηκε αυτή η εκκαθάριση, απλώς με τη συνθήκη της Λωζάνης έμεινε αυτή η νησίδα του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη.
Η οποία όμως από την επομένη της υπογραφής της συνθήκης της Λωζάνης, επιδιώχθηκε να καταστρατηγηθεί και είχαν ληφθεί διάφορα μέτρα εναντίον του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης».
– Τι θυμάστε από εκείνες τις δυο ημέρες, 6 και 7 Σεπτεμβρίου του 1955; Πολλοί την έχουν χαρακτηρίσει ως «Νύχτα των Κρυστάλλων του Ελληνισμού»
«Πράγματι, έχουν δίκαιο που τη χαρακτηρίζουν έτσι γιατί δημιουργήθηκε αυτή η εικόνα μέσα στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, στις συνοικίες της.
Ήμουν 10 χρονών το 1955. Το σπίτι μας ήταν στα Ψωμαθειά (Σ.Σ. Γειτονιά της Πόλης, που βρέχεται από τη θάλασσα του Μαρμαρά, γνωστή στα Βυζαντινά χρόνια ως το Θείον Ύψωμα. Ψωμαθειά για τους Ρωμιούς) μια περιοχή όπου το Ελληνικό στοιχείο ήταν πολύ έντονο πληθυσμιακά, ενώ υπήρχαν και Αρμένιοι. Οι Τουρκομαχαλάδες ήταν σε ιδιαίτερες περιοχές.
Εμείς κατοικούσαμε τότε στο πατρικό μου σπίτι, που ήταν στη λεωφόρο επάνω και μάλιστα τότε υπήρχε το τραμ.
Η στάση του τραμ ήταν ακριβώς μπροστά το σπίτι μας.
Εκείνο το βράδυ δεν είχε έρθει ακόμη ο πατέρας μου από την εργασία του.
Παρατηρήθηκε μια περίεργη κινητικότητα στα τραμ, κάτι το οποίο αντιλήφθηκε και η μητέρα μου χωρίς βέβαια να ξέρει περί τίνος πρόκειται.
Υπήρχε ένας συνωστισμός μεγάλος, μια περίεργη κίνηση.
Τελικά, κατά τις οκτώ περίπου ήταν όταν ήρθε ο πατέρας μου και λέει τη μητέρα μου: Ξέρεις, τα πράγματα δεν είναι καλά, γίνονται επεισόδια στο Ταξίμ. Το Ταξίμ είναι στο Πέραν όπου και εκεί ήταν έντονο το Ελληνικό στοιχείο.
Είναι η απέναντι πλευρά του Κερατίου, η δική μας συνοικία όπου κατοικούσαμε ήταν εντός των τειχών, στο Βυζάντιο.
Ακριβώς σε αυτή την περιοχή κατοικούσαμε, κοντά στα τείχη.
Λέει λοιπόν ο πατέρας μου στη μητέρα μου ό,τι γίνονται επεισόδια, τα παιδιά καλό θα είναι να κοιμηθούν και εμείς να κλείσουμε τα φώτα στο σπίτι.
Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα, τρία τέταρτα, δεν προλάβαν να μας βάλουν να κοιμηθούμε, εμένα και τον αδερφό μου, όταν άρχισαν να περνάνε μπροστά από το σπίτι μας οι Τούρκοι.
Όπως σας είπα, το σπίτι μας ήταν στη λεωφόρο και περίπου στην ίδια οικοδομική γραμμή με την εκκλησία Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, περίπου 10-15 σπίτια απείχε από την εκκλησία.
Να υπογραμμισθεί ό,τι ο ναός Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης είναι ο δεύτερος εν λειτουργία ναός της Κωνσταντινούπολης.
Ο Προφήτης Ηλίας είναι ο μεγαλύτερος ναός, βρίσκεται στο Σκούταρι, στην Ασιατική πλευρά, στην αρχή του Βοσπόρου και δεύτερος μεγαλύτερος είναι ο ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Εν λειτουργία στα Ψωμαθειά.
Βλέπουμε λοιπόν να περνάνε φορτηγά τα οποία ήταν γεμάτα από διάφορους τύπους να κατευθύνονται προς την εκκλησία. Σε λίγο ακούμε να σπάνε τζάμια, θόρυβο από θραύση υαλοκρυστάλλων και τους βλέπουμε να πλησιάζουν προς το δικό μας σπίτι.
Πλησιάζουν, πλησιάζουν…
Βέβαια ο πατέρας μου διατηρούσε την ψυχραιμία του, μπήκαμε στα εσωτερικά δωμάτια, διότι άρχισαν να πετάνε πέτρες και να σπάνε τα τζάμια. Αυτό γίνεται κατά τις εννιά με εννιά και τέταρτο το βράδυ.
Ήταν οργανωμένες ομάδες και η κάθε ομάδα είχε την αποστολή της. Δηλαδή, η πρώτη ομάδα ήταν να περάσει από τα σπίτια, να σπάσει τα τζάμια, τα οποία σπίτια βέβαια χωρίς να το αντιληφθούμε τα είχαν σημαδεμένα.
Δεν το είχαμε αντιληφθεί.
Δυστυχώς, πολλοί Τούρκοι γείτονες, αν και ήταν λίγοι αυτοί, πρόδιδαν κιόλας.
Στην περιοχή μας, αν υπήρχαν πέντε σπίτια Ελλήνων μπορεί να υπήρχε και ένα Τούρκικο.
Δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις με τους Τούρκους στη γειτονιά μας.
Αλλά μας πρόδιδαν και μάλιστα θυμάμαι το εξής: Από μια παρακείμενη οικία «έλεγαν και αυτό είναι Ελληνικό σπίτι και αυτό.
Και αυτό είναι Ελληνικό σπίτι», αλλά δεν ξέρω σε ποιο αναφέρονταν.
Δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε γιατί ήμασταν στο εσωτερικό του σπιτιού μας.
Ο πατέρας μου διατηρούσε την ψυχραιμία του, η μητέρα μου σαν να πανικοβλήθηκε, ενώ ο πατέρας μου μας έδινε θάρρος. Εγώ ήμουν δέκα χρονών, ο αδερφός μου επτά.
Μετά ήρθε η δεύτερη ομάδα των Τούρκων, η οποία είχε ως αποστολή να παραβιάσει τα σπίτια, να μπει μέσα. Προσπαθούσαν με βαριοπούλες, οργανωμένα, πολύ οργανωμένα.
Τα φορτηγά που βλέπαμε να ανεβαίνουν και να πηγαίνουν στον τόπο συγκέντρωσης που ήταν η εκκλησία είχαν ανθρώπους με αξίνες, με βαριοπούλες και με φτυάρια. Τα πάντα είχαν.
Άρχισαν λοιπόν να προσπαθούν με βαριοπούλες να παραβιάσουν το σπίτι μας, το οικογενειακό άσυλο.
Όταν βλέπεις ότι ο όχλος θέλει να μπει μέσα στο σπίτι σου, λες, θα μπουν για να με σκοτώσουν, να με σφάξουν, να κάνουν πολλά.
Ο πατέρας μου σκέφτηκε έναν Τούρκο φίλο του, καλός άνθρωπος και μάλιστα ήταν βιομήχανος που ζούσε πιο πέρα, στον Τουρκομαχαλά, σε ένα ύψωμα ήταν το σπίτι του.
Μας πήρε από την πίσω πόρτα, του κήπου και μας πήγε στο οίκημά του. Στον Τουρκομαχαλά υπήρχε απόλυτη ησυχία, μας άνοιξε.
Πηγαίνοντας προς τα εκεί και βγαίνοντας από την οικία μας κατευθυνόμενοι προς τον Τουρκομαχαλά, βλέπουμε την εκκλησία να φλέγεται σαν λαμπάδα.
Ο δεύτερος μεγαλύτερος ναός της Κωνσταντινούπολης καιγόταν σαν λαμπάδα και κόσμος να είναι συγκεντρωμένος στον Τουρκομαχαλά, κόσμος που δεν συμμετείχε στις λεηλασίες γιατί άλλοι ήταν αυτοί που έκαναν οργανωμένα τα επεισόδια. Και αυτός ο κόσμος θαύμαζε το φαινόμενο.
Εμείς μπήκαμε μεταξύ των Τούρκων που ήταν εκεί και βέβαια δεν αντιλήφθηκαν ότι είμαστε Έλληνες.
Δεν θα ξεχάσω το εξής γεγονός. Γνώριζα την Τουρκική γλώσσα, δέκα χρονών ήμουν και τη μιλούσα. Υπήρχαν οι Αρμένιοι, οι Εβραίοι και κοινή γλώσσα συνεννόησης ήταν η Τουρκική.
Μιλούσαμε αυτή τη γλώσσα χωρίς να το αντιληφθούμε, όπως μιλούσαμε και τα Ελληνικά.
Οπότε, ακούμε μαζί με τον πατέρα μου, ενώ ήμασταν μεταξύ των Τούρκων, να βγαίνει κάποιος και να φωνάζει τη μητέρα του στα Τουρκικά: Μητέρα, μητέρα, έλα, βγες έξω, βγες.
Αυτό το θέαμα, το υπερθέαμα, που ήταν η πυρπόληση της εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, αυτό το θέαμα δεν θα το ξαναδείς στη ζωή σου.
Πηγαίνουμε λοιπόν στον φίλο του πατέρα μου, ο οποίος για να είμαι ειλικρινής, μας δέχθηκε ο άνθρωπος. Μας είπε ελάτε, ελάτε, και μας πήγε στο εργαστήριο του, στο εργοστάσιο του γιατί το σπίτι και το εργοστάσιο του ήταν σε ενιαίο χώρο.
Μας είπε μείνετε εδώ, μην ανησυχείτε. Ίσως ήταν καλοπροαίρετος, να μην ήξερε τίποτα.
Δεν περνάνε δέκα λεπτά και χτυπάει η πόρτα του.
Ένας γείτονας, που μας είδε που καταφύγαμε στην προστασία του Τούρκου φίλου του πατέρα μου, έρχεται του λέει:
Ξέρεις, εσύ έθεσες υπό την προστασία σου τους γκιαούρηδες, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι αυτοί έχουν πυρπολήσει του Κεμάλ το σπίτι.
Οπότε να το έχεις υπόψιν σου, θα βρεις και εσύ τον μπελά σου.
Ο φίλος του πατέρα μου τρομοκρατήθηκε με αυτά που άκουσε και θέλησε να μας ξεφορτωθεί.
Λέει τον πατέρα μου, έχεις καμία Τουρκική σημαία;
Όχι του λέει ο πατέρας μου.
Του λέει ο Τούρκος, πάρε αυτή τη σημαία και ανήρτησέ τη και δεν σου συμβεί τίποτα. Μην ανησυχείς, θα περάσουν, θα φύγουν.
Επιστρέφουμε πάλι στο σπίτι μας, βάζουμε τη σημαία αλλά η κατάσταση συνεχίζεται έτι χειρότερα και καταφύγαμε τελικά στο σπίτι της αδερφής του πατέρα μου, το οποίο ήταν κοντά στην αστυνομική διεύθυνση της περιοχής.
Εκεί, διατηρώντας τα προσχήματα, τουλάχιστον στην περίμετρο αυτή, δεν προέβησαν σε βιαιοπραγίες σε σπίτια.
Το επάγγελμα του πατέρα μου σχετιζόταν με τους στρατιωτικούς και με τα σώματα ασφαλείας, με στολές. Αυτό το επάγγελμα μέχρι και το 1960 ήταν στα χέρια των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Κατά συνέπεια η πελατεία του πατέρα μου ήταν αστυνομικοί και στρατιωτικοί. Ο διοικητής λοιπόν της αστυνομικής διεύθυνσης, ήταν πελάτης του, ήταν πολύ γνωστός του πατέρα μου. Βλέπει ο πατέρας μου τον διοικητή στην είσοδο, είχε καμία εικοσαριά σκαλοπάτια για να ανεβείς στο κτίριο της αστυνομικής διεύθυνσης, και κάνει ο πατέρας μου την κίνηση να πάει.
Ο διοικητής τον βλέπει και τον κάνει νόημα με το χέρι, μην έρχεσαι διότι θα στοχοποιηθείς. Τελικά καταφύγαμε στο σπίτι της θείας μου, όλη τη νύχτα αγωνία, ζούσαμε με έναν φόβο. Μετά κηρύχθηκε ο στρατιωτικός νόμος και βγήκε στους δρόμους ο στρατός.
Υπήρχε βέβαια ο κίνδυνος γιατί έλεγαν θα μας σφάξουν. Επιστρέψαμε στα σπίτια μας και το μόνο σπίτι που δεν μπόρεσαν να παραβιάσουν ήταν το δικό μας γιατί είχε σιδερένιες πόρτες μεγάλες.
Όλα τα γειτονικά σπίτια ήταν κατεστραμμένα, οι εκκλησίες καμένες ενώ οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης ήταν αδιάβατοι. Όλα τα περιεχόμενα από τα μαγαζιά των Ελλήνων, ήταν πεταμένα κάτω. Για αυτό πολύ ορθώς αναφέρεται ως «Νύχτα των Κρυστάλλων», ίσως όμως και να μην αποδίδεται όπως θα έπρεπε με όλα αυτά που έγιναν».
Ο ξεριζωμός το 1964 και η επιστροφή στη γενέθλια γη
Ο κύριος Θεμιστοκλής Παχόπουλος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη το 1964 και πήγε να ξεκινήσει μια νέα ζωή στην Καλλιθέα Αττικής.
«Στην Ελλάδα ήρθα το 1964, ήταν η χρονιά των απελάσεων, συνέπεσε με τη χρονιά της αποφοίτησης μου από το Λύκειο, ήρθαμε όλοι οι απόφοιτοι εκείνης της χρονιάς στην Ελλάδα. Ήταν να πάω στο πανεπιστήμιο, αλλά ήταν πολύ άσχημες οι συνθήκες, ήταν η χρονιά των απελάσεων. Πού να τολμήσεις να πας σε Τουρκικό πανεπιστήμιο;
Από το 1964 που έφυγα πήγα ξανά στην Κωνσταντινούπολη το 2001, έπειτα από 37 χρόνια».
Πώς αισθάνθηκε που επέστρεψε στην πόλη που γεννήθηκε, αγάπησε και έζησε μέχρι το 1964;
Με δυο λέξεις περιγράφει συναισθήματα και βιώματα χρόνων.
«Μεγάλη θλίψη» κι συνεχίζει λέγοντας: «Αυτό αισθάνθηκα που γύρισα στην Κωνσταντινούπολη μετά από τόσα χρόνια. Έφυγα 19 χρονών και ξαναπήγα 56. Ήθελα να πάω στα μέρη που γεννήθηκα, στο σπίτι μου, στο μαγαζί του πατέρα μου. Το σπίτι δεν υπάρχει, έγινε πολυκατοικία. Το κατάστημα το πατέρα μου μέχρι τώρα υπάρχει».
«Τα χειρότερα ήρθαν μετά για τον Ελληνισμό της Πόλης»
Και ο κύριος Παχόπουλος, όπως πολλοί άλλοι δεν πιστεύουν πως τα Σεπτεμβριανά του 1955 αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα του Ελληνισμού της Πόλης, την ταφόπλακα για την παρουσία του εκεί.
Ο λόγος; Όπως λέει ο ίδιος στο mynews.gr:
«Τα Σεπτεμβριανά δεν ήταν το καίριο πλήγμα για την εξαφάνιση της μειονότητας του Ελληνισμού στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν αυτά που ακολούθησαν. Τα Σεπτεμβριανά δεν δημιούργησαν μεγάλη φυγή του Ελληνισμού. Δεν τα κατάφερε η Τουρκία με τα Σεπτεμβριανά να διώξει τον Ελληνισμό, ναι μεν δημιούργησαν έναν φόβο, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Τα κατάφερε με τις απελάσεις το 1964, αυτό ήταν το καίριο πλήγμα διότι μέσα σε διάστημα έξι μηνών εξανάγκασε 12.000 άτομα περίπου να εγκαταλείψουν την Πόλη και δημεύοντας όλη την περιουσία τους. Ακίνητα, σπίτια, καταθέσεις, τα πάντα. Τα πάντα…
Είχες οργανωμένη επιχείρηση; Την άφηνες και έφευγες με μια βαλίτσα. Το πρόβλημα όμως που ανέκυψε δεν ήταν μόνο οι 12.000. Άλλοι είχαν την Τουρκική υπηκοότητα και άλλοι την Ελληνική.
Επειδή οι οικογένειες ήταν μεικτές, ο πατέρας είχε την Ελληνική υπηκοότητα και η μάνα με τα παιδιά την Τουρκική. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι φεύγοντας ο πατέρας, οι τρεις υπόλοιποι τι θα γινόταν; Αυτομάτως και αμέσως έφυγαν 30.000 άνθρωποι με αυτόν τον τρόπο».
– Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης δεν είχε καταλάβει τίποτα τις προηγούμενες ημέρες, κάτι που να έδειχνε τι θα ξεσπούσε;
«Δεν είχε διαρρεύσει απολύτως τίποτα. Γίνονται σκέψεις ότι τους μυημένους αυτής της υπόθεσης τους είχαν ορκίσει. Δεν είχε διαρρεύσει απολύτως τίποτα, ενδεχομένως ακόμη και οι γυναίκες τους να μην το ήξεραν. Πρέπει να τονίσω το εξής. Είχαν προετοιμάσει ψυχολογικά τον λαό εναντίον του Ελληνισμού.
Θα σας πω ένα περιστατικό που είχε συμβεί έναν μήνα πριν από τα Σεπτεμβριανά, ένα περιστατικό που δηλώνει τη συνέχεια και τη συνέπεια που έχει η πολιτική της Τουρκίας.
Λίγο καιρό πριν, 1-1,5 μήνα προετοίμαζαν τον κόσμο με τις δημοσιεύσεις που έκαναν, όλες οι εφημερίδες εναντίον της Ελλάδας με αφορμή το Κυπριακό. Έλεγαν οι εφημερίδες ότι «Σκοτώνουν τους αδερφούς μας Τουρκουπρίους» και τα γνωστά. Όπως γίνεται και αυτή τη στιγμή που μιλάμε.
Παρακολουθώ σήμερα μέσω διαδικτύου, εκπομπές και διάφορες αναλύσεις που κάνουν. Πως φανατίζουν τον κόσμο, δεν μπορείτε να διανοηθείτε. Αν ακούσετε το τι λένε, θα νομίζει κάποιος ότι τα νησιά είναι δικά τους και βρίσκονται υπό κατοχή (!).
Λοιπόν, επιστρέφω στο περιστατικό, ήταν Αύγουστος του 1955, ημέρα Κυριακή. Μου λέει ο πατέρας μου, δεν πας να πάρεις ψωμί; Πήγα λοιπόν στην αγορά όπου υπήρχε ένας τοίχος με μια ωραία τοιχογραφία, μεγάλη, βαμμένη με μπογιές και έναν Τούρκο φαντάρο με την ξιφολόγχη.
Στην αρχή δεν μπορούσα να το ερμηνεύσω και όταν πήγα σπίτι ρώτησα τον πατέρα μου. Μπαμπά τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις; Και μου εξήγησε γιατί εγώ είχα μπερδευτεί.
Τι έλεγαν οι λέξεις; Από το 1955 έλεγαν οι Τούρκοι για την Κύπρο ή διχοτόμηση ή θάνατος. Το ακούτε; Το σχήμα της τοιχογραφίας είχε σχηματοποιημένη την Κύπρο.
Και τα Σεπτεμβριανά ήταν ένας σταθμό των διώξεων του Ελληνισμού, που άρχισε από το 1915. Τ0 1941 είχαμε τη φορολόγηση περιουσίας και τη στρατολόγηση των 20 ηλικιών, που τους πήγαν σε καταναγκαστικά χρόνια. Το 1955 αυτά που είπαμε και το 1964 τις απελάσεις.
Και κάτι ακόμη, για τον Μεντερές που ήταν πρωθυπουργός της Τουρκίας το 1955. Μετά το πραξικόπημα που έγινε και απαγχονίσθηκε, δεν απαγχονίσθηκε για τα Σεπτεμβριανά, αλλά για καταπάτηση του συντάγματος και διασπάθιση δημοσίου χρήματος. Όχι για όσα έγιναν τον Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη».
-Κύριε Παχόπουλε, οι επόμενες μέρες από τα Σεπτεμβριανά, πώς κύλησαν;
«Αυτοί που είχαν βιαιοπραγήσει δεν ήταν γείτονες, τους είχαν φέρει οργανωμένα, από τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Οπότε δεν μπορούσες να αναγνωρίσεις κάποιον. Τις πρώτες 4-5 μέρες υπήρχε φόβος, μην ακολουθήσουν τα χειρότερα.
Αλλά υπήρξαν διαβεβαιώσεις, ενώ υπήρχε πάντα και η ένσταση του Κυπριακού και φοβόμασταν μη συμβεί κάτι. Υπήρχε ανασφάλεια, δεν ήσουν ήσυχος. Ο κόσμος δεν μπορούσε να φύγει αμέσως, είχε τις επιχειρήσεις του, τα ακίνητα, δεν μπορούσε να φύγει αμέσως.
Ορισμένοι έφυγαν, αλλά πολύ μικρός αριθμός, που δεν έγινε πολύ αισθητός στη μείωση του πληθυσμού των Ελλήνων. Μετά υπήρξαν και τα μποϊκοτάζ στα μαγαζιά των Ελλήνων, στα προϊόντα που πουλούσαν. Έλεγαν μην ψωνίζετε από αυτόν , είναι γκιαούρης και τα λεφτά του τα δίνει στον Μακάριο.
Ή σου έκαναν ένα εξοντωτικό φορολογικό έλεγχο και έλεγες, στην ευχή αν είναι, φεύγω. Τις καταστροφές στα Σεπτεμβριανά να φανταστείτε δεν τις έκαναν οι ισλαμιστές, τις έκανα οι λεγόμενοι κοσμικοί. Θα δείτε φωτογραφίες κυρίες με λοστούς και βαριοπούλες και με τακούνια να σπάνε και να καταστρέφουν.
Υπήρχαν όμως και οι μορφωμένοι Τούρκοι και δεν θα ξεχάσω το εξής:
Την Τρίτη ή την τέταρτη μέρα ήρθε ένας Τούρκος στρατηγό, φίλος του πατέρα μου, που τον έντυνε. Ευγενής και Γαλλοτραφής, είχε πάει στη Γαλλία.
Είχε έρθει το μαγαζί του πατέρα μου, που είχε καταστραφεί και ήρθε να ζητήσει συγνώμη από τον πατέρα μου. Ντρέπομαι που είμαι Τούρκος είχε πει στον πατέρα μου. Αυτές βέβαια ήταν σπάνιες περιπτώσεις».
Κλείνοντας συζήτηση και αναμνήσεις (αν και αυτές θα είναι πάντα στη μνήμη του) με τον κύριο Παχόπουλο, τον ρωτήσαμε ποιο θεωρεί το ομορφότερο μέρος της Κωνσταντινούπολης;
«Είναι ο Βόσπορος, εκεί που ενώνεται με την Προποντίδα και τον Κεράτιο κόλπο, αλλά ο Βόσπορος για να είμαστε ειλικρινείς», ήταν η απάντησή του.
Βασίλης
Καλησπέρα ,οι αναμνήσεις σας από τα Σεπτεμβριανά ήταν ακριβώς όπως τα έζησα και εγώ, ίδια ηλικία 10 ετών και ο ερχομός μου στην Ελλάδα το 1964
Καληνύχτα