Ο πόλεμος είναι όπως η αγάπη: πάντα βρίσκει έναν τρόπο, έγραφε ο ποιητής και δραματουργός Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Και πράγματι, το 2022 ήταν ένα έτος διαρκών πολεμικών συρράξεων και διακρατικών προστριβών, με την ατμόσφαιρα να μυρίζει μπαρούτι και χιλιάδες ανθρώπους να τραυματίζονται και να οδηγούνται στον θάνατο.
Ρωσία – Ουκρανία: Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος πολέμου
Ήταν 5:00 τα ξημερώματα, 24 Φεβρουαρίου, όταν η Ρωσία προέβη σε ένα blitzkrieg, με εκατοντάδες χιλιάδες Ρώσους στρατιώτες να επελαύνουν στο ουκρανικό έδαφος,με συντονισμένες πυραυλικές επιθέσεις που στόχευαν να αφανίσουν τις υποδομές της χώρας και στρατιωτικά κέντρα διοίκησης σε κομβικές πόλεις της Ουκρανίας, ανάμεσά τους το Κίεβο, η Μαριούπολη και η Οδησσός.
Στις 14:00, ξεκίνησε το σφυροκόπημα του Κιέβου, με αερομαχίες και στρατό που από τη Λευκορωσία προωθήθηκε στα περίχωρα της πρωτεύουσας, ενώ οι εβδομάδες έντονων διπλωματικών διεργασιών και σκληρών οικονομικών κυρώσεω προς τη χώρα του απέτυχαν να αποτρέψουν τον Πούτιν να «διορθώσει», όπως είχε πει σε διάγγελμά του το «ιστορικό λάθος του Λένιν να δώσει στην Ουκρανία υπόσταση κράτους».
Οι εικόνες καταστροφής σε ουκρανικά εδάφη ήταν χιλιάδες, με βομβαρδισμένες πολυκατοικίες, καμένα αυτοκίνητα και σορούς ριγμένες στο έδαφος να προκαλούν την οργή της διεθνούς κοινότητας.
Από την πλευρά του ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι είναι σαφής:
«Ο πόλεμος θα τελειώσει, όταν νικήσει η Ουκρανία».
Έπειτα από έξι μήνες πολέμου, οι συρράξεις μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών συνεχίζονται, με βομβαρδισμούς σε αρκετές περιοχές, μια εκ των οποίων και στη Ζαπορίζια, θέτοντας σε κίνδυνο τον πυρηνικό σταθμό της περιοχής, τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη.
Όπως εκτιμάται, εάν η Ουκρανία καταφέρει να ανακτήσει αρκετά εδάφη, θα μπορέσει να γυρίσει το «παιχνίδι» υπέρ της, αλλά, εάν δεν τα καταφέρει, το Κίεβο θα έχει μπροστά του έναν δύσκολο χειμώνα.
Από την πλευρά του, ο Ρώσος πρόεδρος έχει λόγους να πιστεύει πως η Μόσχα έχει τον χρόνο με το μέρος της, καθώς σύμφωνα με τις ρωσικές εκτιμήσεις ως το τέλος του 2022 η Δύση θα έχει περιορίσει τα όπλα και πυρομαχικά που στέλνει στην Ουκρανία. Παράλληλα, εκτιμάται ότι σύντομα θα υπάρξει «κόπωση» και ως προς τα ολοένα περισσότερα χρήματα που στέλνουν οι δυτικές χώρες υπέρ της ουκρανικής οικονομίας.
Την ίδια ώρα, παρά την επανέναρξη των εξαγωγών σιτηρών από τα ουκρανικά λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, τα προβλήματα εφοδιασμού αναμένεται να ενταθούν σε κάποιες περιπτώσεις, με την Ευρώπη να «τρέμει» σε περίπτωση εξάντλησης των αποθεμάτων φυσικού αερίου και τον Πούιτιν να μειώνει τις ροές φυσικού αερίου προς τη Γηραιά ήπειρο.
Έτσι, το μεγάλο στοίχημα του Πούτιν είναι πλέον η οικονομική δυσφορία που θα αναγκάσει τους Δυτικούς να υποχωρήσουν, πριν η Ρωσία «βουλιάξει» στη δική της οικονομική καταστροφή.
Άλλωστε, η ρωσική πλευρά πιστεύει πως σταδιακά θα αρχίσουν να εντείνονται οι πιέσεις ΗΠΑ και Ευρώπης προς την πλευρά του Κιέβου, προκειμένου να αποδεχθεί μια κατάπαυση του πυρός. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Μόσχα θα μπορούσε να κηρύξει το τέλος του πολέμου, ελέγχοντας πια περισσότερα ουκρανικά εδάφη από ό,τι πριν από την εισβολή, στις 24 Φεβρουαρίου, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως βάσεις ανασύνταξης για μελλοντικές επιθέσεις.
Από την πλευρά της, η Ουκρανία ανακαταλαμβάνει ήδη περιοχές κατά μήκος της διαδρομής προς την Χερσώνα, συγκεντρώνοντας μονάδες, με στόχο να εντείνει τις εκεί στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Μια τέτοια επιτυχημένη αντεπίθεση στον νότο θα μπορούσε να εξαλείψει τον κίνδυνο μιας νέας ρωσικής επίθεσης στην Οδησσό, ενώ θα έθετε εντός της εμβέλειας του ουκρανικού πυροβολικού τις συνδέσεις της Ρωσίας με την Κριμαία, καθώς και ορισμένες ρωσικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Κίνα – Ταϊβάν: Μια παλιά διαμάχη
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ανησυχία παρακολουθεί η ανθρωπότητα τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Ασία, καθώς η επίσκεψη της Αμερικανίδας Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στο Πεκίνο.
«Δεν θα απομονώσουν την Ταϊβάν διότι θα τους εμποδίσουμε να το κάνουν. Κάναμε επισκέψεις υψηλού επιπέδου, γερουσιαστές πήγαν εκεί την άνοιξη», δήλωσε η κα. Πελόζι.
Κίνα και Ταϊβάν εδώ και μερικά εικοσιτετράωρα κλιμακώνουν την ένταση με εκατέρωθεν γυμνάσια σε στεριά, αέρα και θάλασσα, με αληθινά πυρά.
Φυσικά, δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, καθώς η διαμάχη μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι μετρά πολλά χρόνια, με τη νήσο να έχει υπάρξει στο παρελθόν «μήλον της Έριδος» μεταξύ Πορτογάλων, Ισπανών και Ολλανδών και να τίθεται για πρώτη φορά υπό τον έλεγχο της Κίνας τον 17ο αιώνα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, πέρασε υπό τον έλεγχο της Ιαπωνίας, μετά την ήττα της Κίνας στον πρώτο Σινοϊπωνικό Πόλεμο και επέστρεψε ως μέρος της κινεζικής επικράτειας μετά το τέλος του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, με την Ιαπωνία να έχει ηττηθεί ως μέλος του Άξονα.
Μετά τον εμφύλιο στα εδάφη της ηπειρωτικής Κίνας μεταξύ του ΚΚΚ υπό τον Μάο Τσε Τουνγκ και των εθνικιστών του Κουομιντάγκ, του οποίου ηγείτο Τσιάνγκ Κάι-σεκ, και την ήττα των τελευταίων, ο Τσιάνγκ Κάι-σεκ και οι υποστηρικτές του Κουομιντάγκ κατέφυγαν στην Ταϊβάν, όπου ακολούθησε η περίοδος της «Λευκής Τρομοκρατίας».
Ο εθνικιστής ηγέτης και επί δεκαετίες πρόεδρος της Εθνικιστικής Κίνας (Ταϊβάν) επέβαλε στρατιωτικό νόμο που ίσχυε μέχρι το 1987, με κάθε αντίδραση της αντιπολίτευσης να καταπνίγεται, όπως και οι ελπίδες των ανθρώπων, που ζούσαν από πριν στην Ταϊβάν, για μια τοπική κυβέρνηση.
Παράλληλα, από τον Ιούνιο του 1950 και με το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν έδωσε εντολή στον 7ο Αμερικανικό Στόλο να αποκρούσει με κάθε τρόπο πιθανές επιθέσεις των κομμουνιστών Κινέζων στην Ταϊβάν. Παρόλα αυτά, τρία χρόνια αργότερα, οι Η.Π.Α., φοβούμενες επιδείνωση των ήδη κακών τους σχέσεων με το Πεκίνο, διαχώρισαν τη θέση τους και ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ ξεκαθάρισε ότι ο 7ος Αμερικανικός Στόλος θα επενέβαινε για να παρεμποδίσει εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν και όχι για να συνδράμει τον Τσανγκ Κάι-σεκ σε πιθανή εισβολή των δυνάμεών του στην ηπειρωτική Κίνα.
Σταδιακά, η προοπτική πολέμου μεταξύ Πεκίνου-Ταϊπέι άρχισε να απομακρύνεται, με τα μεν σοσιαλιστικά κράτη και αρκετές χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου να αναγνωρίζουν το Πεκίνο, ενώ οι περισσότερες δυτικές χώρες αναγνώριζαν μόνο την Ταϊπέι.
Έτσι, το 1971, κατά τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., ενεκρίθη η εισδοχή της Κίνας στον ΟΗΕ και η αποπομπή της Ταϊβάν. Το 1972, μάλιστα, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, επισκέφθηκε την Κίνα και αποδέχθηκε την αξίωση του Πεκίνου ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της Κίνας.
Από την πτώση του Τσιάνγκ Κάι-σεκ μέχρι σήμερα, υπήρξαν αιτήματα επανένωσης με την Κίνα, αλλά όλες οι προσπάθειες απεδείχθησαν άκαρπες, με τη συμμετοχή Δυτικών δυνάμεων να είναι διαρκείς. Από την πλευρά της, η Κίνα δέχεται μόνο την πλήρη ενσωμάτωση της Ταϊβάν, ενώ οι ευημερούντες αστοί της Ταϊβάν – φοβούμενοι την αφομοίωση από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα – προκρίνουν τη λύση της πλήρους ανεξαρτησίας της Ταϊβάν με οποιοδήποτε όνομα, χωρίς κανένα δικαίωμα στο έδαφος της ηπειρωτικής Κίνας.
Σερβία – Κόσοβο: Η σύγκρουση μεταξύ των «άσπονδων γειτόνων»
Στο παρά πέντε, αποφεύχθηκε η σύγκρουση μεταξύ των «άσπονδων γειτόνων», Σερβίας και Κοσόβου, με την ένταση να φτάνει στο αποκορύφωμα την Κυριακή, 31 Ιουλίου, όταν οι δύο χώρες άρχισαν να αλληλοκατηγορούνται ότι δημιουργούν σκοπίμως εντάσεις, σε μια παλιά ιστορία, τυπική στο βαλκανικό χώρο.
Σύμφωνα με Μέσα του Κοσόβου, τα οδοφράγματα, που τοποθέτησαν οι Σέρβοι στα σύνορα ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόφαση της κυβέρνησης του Κοσσυφοπεδίου να αλλάζουν οι σερβικής προέλευσης πινακίδες αυτοκινήτων, έχουν αρχίσει και αποσύρονται, όπως και τα βαριά οχήματα που μπλόκαραν την κυκλοφορία.
Βέβαια, η απόσυρση των οχημάτων ήρθε ως συνέπεια της υποχώρησης του Κοσόβου να αναβάλει για έναν μήνα την επιβολή των αλλαγών στις πινακίδες και τα διαβατήρια, αν και η έκδοση προσωρινών εγγράφων για τους πολίτες που έχουν σερβική καταγωγή έχει ήδη αρχίσει.
Η έχθρα Σερβίας – Κοσόβου μετρά πολλά χρόνια, με τον Γιόζιπ Μπροζ Τίτο, παρά την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (αποτελούμενη από τη Σερβία, την Κροατία, τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο, τη Σλοβενία και τα Σκόπια) να ενδίδει στις απαιτήσεις των Κοσοβάρων Αλβανών και να χορηγεί καθεστώς αυτονομίας στην περιοχή τους.
Η αυτονομία του Κοσόβου διευρύνθηκε ακόμη περισσότερο το 1968 με την παροχή Συντάγματος και με την πάροδο του χρόνου, τη δεκαετία του ’80 το Κόσοβο ήταν σχεδόν ένα ανεξάρτητο κράτος.
Το 1988, όμως, o Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, έχοντας εκλεγεί πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας, αποφάσισε να αφαιρέσει το καθεστώς αυτονομίας του Κοσόβου και να στείλει στρατεύματα για την αποκατάσταση της κυριαρχίας της Σερβίας στην περιοχή.
Με την πάροδο των χρόνων και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου (UCK) ξεκίνησε επιθέσεις κατά σερβικών στόχων, προκαλώντας την αντίδραση της Σερβίας με την εκδήλωση μεγάλης στρατιωτικής επιχείρησης σε περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες, τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 1998.
Δεκάδες άμαχοι σκοτώθηκαν και η στρατολόγηση στον UCK αυξήθηκε δραματικά.
Σύντομα, οι μάχες εντάθηκαν και οι συνομιλίες μεταξύ Αλβανών και Σέρβων του Κοσόβου για την εξεύρεση πολιτικής λύσης στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας, τον Φεβρουάριο του 1999, κατέληξαν σε αποτυχία και, μετά την άρνηση της σερβικής αντιπροσωπείας να υπογράψει συμφωνία που προέβλεπε αυτονομία του Κοσόβου και ανάπτυξη στρατευμάτων του ΝΑΤΟ στην περιοχή για την επιβολή της συμφωνίας, ξεκίνησαν οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί του Βελιγραδίου.
Μετά από μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, το καλοκαίρι του 2021, η υπόθεση οδήγησε και πάλι σε ένταση, με την Πρίστινα να απαγορεύει την είσοδο των αυτοκινήτων από τη Σερβία και να επιστρατεύει ειδικές αστυνομικές δυνάμεις του υπουργείου Εσωτερικών (ROSU) στα βόρεια της χώρας.
Οι Σέρβοι, με τη σειρά τους, όρθωσαν οδοφράγματα στους δρόμους προς τα περάσματα της Γιάρινα και του Μπρνακ, ενώ σημειώθηκαν επεισόδια με την κοσοβάρικη αστυνομία.
Τελικά, Πρίστινα και Βελιγράδι ήρθαν σε συμφωνία, και πάλι μετά από παρέμβαση των δυτικών χωρών.
Λωρίδα της Γάζας: Από τον πόλεμο των 6 ημερών στο σήμερα
Την τήρηση εκεχειρίας στη Λωρίδα της Γάζας από το βράδυ της περασμένης Κυριακής, όπως προτάθηκε από το Κάιρο, αποφάσισαν Ισραήλ και Παλαιστίνιοι μαχητές μετά από ένα Σαββατοκύριακο με πολύνεκρους βομβαρδισμούς από το Ισραήλ σε παλαιστινιακούς στόχους, και εκτόξευση ρουκετών προς την ισραηλινή επικράτεια από τον παλαιστινιακό θύλακα.
Παρόλα αυτά, ακόμη και τρία λεπτά μετά την έναρξη της εκεχειρίας, το Ισραήλ πραγματοποίησε επιδρομές στη Λωρίδα της Γάζας.
Δημιουργημένη επισήμως το 1949, ως αποτέλεσμα του αραβοϊσραηλινού πολέμου του 1948, η Λωρίδα της Γάζας απέκτησε τα σημερινά της σύνορα με τις συμφωνίες ανακωχής του 1949, αν και η περιοχή είχε μια μακριά ιστορία κυριαρχίας από διάφορες περιφερειακές δυνάμεις που αναγόταν σε αρκετές χιλιετίες.
Αν και για δεκαεννιά χρόνια, από το 1949 ως το 1967 ήταν υπό αιγυπτιακό έλεγχο, το Ισραήλ πήρε ξανά τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας, τον Ιούνιο του 1967, μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, δημιουργώντας εικοσιένα οικισμούς, που περιλάμβαναν το 20% του συνολικού εδάφους.
Η Λωρίδα της Γάζας παρέμεινε κάτω από ισραηλινή στρατιωτική διοίκηση μέχρι το 1994, με τον στρατό κατ’ αυτή την περίοδο να έχει την ευθύνη για τη συντήρηση των αστικών εγκαταστάσεων και των υπηρεσιών.
Τον Μάιο του 1994, μετά τις παλαιστινιακο-ισραηλινές συμφωνίες γνωστές ως Συμφωνίες του Όσλο, έλαβε χώρα μια σταδιακή μεταβίβαση της κρατικής εξουσίας στους Παλαιστίνιους και μεγάλο μέρος της Λωρίδας – εκτός από τους οικισμούς εποίκων και στρατιωτικών περιοχών – πέρασε κάτω από παλαιστινιακό έλεγχο.
Η Παλαιστινιακή Αρχή, με επικεφαλής το Γιασέρ Αραφάτ, επέλεξε την πόλη της Γάζας ως πρώτη επαρχιακή έδρα της και, τον Σεπτέμβριο του 1995, το Ισραήλ και η ΟΑΠ υπόγραψαν μια δεύτερη συμφωνία ειρήνης, που επέκτεινε την Παλαιστινιακή Αρχή στις περισσότερες πόλεις της Δυτικής Όχθης.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, μετά από μια σειρά συμφωνιών ειρήνης και εμπόλεμων καταστάσεων, που στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους, ο έλεγχος της περιοχής έχει περιέλθει στη Χαμάς, αν και η Ισλαμική Τζιχάντ, η μικρότερη από τις δύο κύριες παλαιστινιακές μαχητικές ομάδες, υπερτερεί αριθμητικά, απολαμβάνοντας την άμεση οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη από το Ιράν, γεγονός που την καθιστά κινητήρια δύναμη στη συμμετοχή σε επιθέσεις με ρουκέτες και άλλες συγκρούσεις με το Ισραήλ.
Όπως είναι γνωστό, το Ιράν, παλιός εχθρός του Ισραήλ, προμηθεύει την Ισλαμική Τζιχάντ με εκπαίδευση, τεχνογνωσία και χρήματα, αλλά τα περισσότερα από τα όπλα της ομάδας παράγονται τοπικά.
Τα τελευταία χρόνια, η Ισλαμική Τζιχάντ έχει αναπτύξει ένα οπλοστάσιο ισάξιο με αυτό της Χαμάς, με ρουκέτες μεγαλύτερου βεληνεκούς ικανές να πλήξουν την κεντρική μητροπολιτική περιοχή του Τελ Αβίβ στο Ισραήλ.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ