Για το σύνδρομο Μινχάουζεν, το οποίο ήρθε στην επικαιρότητα εξαιτίας κειμένων αλλά και αναρτήσεων με αφορμή την τραγωδία στην Πάτρα και τα τρία νεκρά αδέλφια, μίλησε στο mynews.gr και τη Μαρίνα Μπίκου η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, Βασιλική Σταμάτη.
Η κ. Σταμάτη τόνισε ότι δεν μπορούμε να βγάζουμε… διαγνώσεις διαδικτυακά.
«Είναι σημαντικό ψυχικά φαινόμενα που είναι πολύ περίπλοκα, που αφορούν ανθρώπους και οικογένειες να μην τα απλοποιούμε, να μην τα ελαχιστοποιούμε σε μία διαγνωστική κατηγορία.
Εάν ένας ειδικός δεν γνωρίζει μία οικογένεια, δεν μπορεί να βγάλει διάγνωση.
Δεν μπορούμε να μιλάμε αυθαίρετα, ενώ μάλιστα βρίσκονται σε εξέλιξη διαδικασίες ερευνών.
Τα ψυχικά φαινόμενα είναι πολύ πιο πολύπλοκα», δήλωσε η κα Σταμάτη.
Αναφορικά με τις «διαγνώσεις» που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για την εν λόγω οικογένεια είπε:
«Δεν είναι τόσο απλή η αποτύπωση συμπερασμάτων. Οποιοσδήποτε συνάδελφος κάνει τέτοια αυθαίρετη διάγνωση χωρίς να γνωρίζει την οικογένεια, είναι κάτι εντελώς αντιδεοντολογικό. Αυτό το λέει ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων, όχι εγώ».
Μάλιστα, έκανε λόγο και για την οξεία κριτική που ασκεί το φεμινιστικό κίνημα στο εν λόγω σύνδρομο.
«Το γεγονός ότι συνήθως ενοχοποιούνται οι μητέρες έχει κατακριθεί σφοδρά από το φεμινιστικό κίνημα. Στις οικογένειες υπάρχουν πολλά μέλη, δεν μπορούμε χωρίς να γνωρίζουμε να απομονώνουμε τις μητέρες και να τις χαρακτηρίζουμε νοσούσες», σημείωσε η ίδια.
«Οτιδήποτε και να συνέβη, η οικογένεια αυτή έχει χάσει τρία παιδιά. Το λέω με πολύ σεβασμό», κατέληξε η κα Σταμάτη.
Τι είναι το σύνδρομο Μινχάουζεν
Το σύνδρομο Μινχάουζεν αποτελεί μία κλινική διαταραχή κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο επινοεί ή προκαλεί ασθένειες στον εαυτό του.
Το εν λόγω σύνδρομο έχει πάρει το όνομα του από τον βαρώνο Μινχάουζεν, Γερμανό συγγραφέα (1720-1797) και πρωταγωνιστή του βιβλίου του Ροδόλφου Ράσπε, του 1785, όπου ο βαρώνος διηγείται τα υποτιθέμενα κατορθώματα του στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-1774), για να προκαλέσει τον θαυμασμό των υπολοίπων. Από τότε, έγινε ορόσημο δανείζοντας το όνομά του στη συγκεκριμένη διαταραχή.
Το σύνδρομο Μινχάουζεν αποτελεί πρόκληση ως προς τη διάγνωσή του, καθώς μπορεί να προηγηθούν χρόνια πριν κάποιος κοντινός άνθρωπος του ασθενούς ή το ιατρικό προσωπικό καταλάβει την προσποίηση.
Επιπροσθέττως, άτομα με τη διαταραχή αυτή δεν ζητούν ποτέ βοήθεια από ψυχολόγο ή ψυχίατρο, καθώς αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την χειραγώγηση και να αποδεχτούν πως χρειάζονται βοήθεια.
Αξίζει να σημειωθεί πως τα κίνητρα του ατόμου δεν είναι εξωτερικά, δεν αποσκοπούν δηλαδή σε υλικά οφέλη.
Ειδικότερα, έχουν να κάνουν με μία εσωτερική ανάγκη του ατόμου, να τραβάει την προσοχή και τον οίκτο των άλλων ανθρώπων ώστε να γίνει η σύνδεση με ένα νοσηρό τρόπο μέσω του οίκτου.
Ένα άτομα με σύνδρομο Μινχάουζεν έχει μελετήσει πολύ καλά τα συμπτώματα που θέλει να υποκριθεί, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να πείθει τον περίγυρό του για την κλινική του κατάσταση και πράγματι, να γίνεται αποδέκτης του οίκτου που αρχικά αποσκοπούσε.
Όταν το σύνδρομο γίνεται δολοφονική απόπειρα
Το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου (Munchausen syndrome by proxy) αποτελεί μία κλινική διαταραχή στην οποία ένας φροντιστής προκαλεί τεχνητά μία ασθένεια ή έναν τραυματισμό σε ένα άτομο υπό τη φροντίδα του, όπως ένα παιδί, έναν ηλικιωμένο ή ένα άτομο με αναπηρία.
Στην πλειονότητα των διαφόρων περιπτώσεων, έχει παρατηρηθεί στην ακραία του μορφή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της 34χρόνης μητέρας από την Αμερική, η οποία υπέβαλε τον 8χρονο γιο της σε 13 επεμβάσεις χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, προκαλώντας του τεχνητές μολύνσεις και αδυναμία, και πείθοντας ακόμα και το δικαστήριο να αποκλείσει τον πατέρα από το να βλέπει το παιδί, κόβοντας έτσι κάθε ελπίδα σωτηρίας για τον ανήλικο.
Χρειάστηκαν μέχρι το ιατρικό προσωπικό να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά και ότι δεν υπάρχουν συμπτώματα, για να ειδοποιηθούν, τελικά, οι αρχές και να συλληφθεί η μητέρα.
Επομένως η εν λόγω διαταραχή είναι μια μορφή κακοποίησης παιδιών ή ηλικιωμένων, ενώ πρόκειται για μια ψυχοπαθολογία, η οποία είναι επικίνδυνη, καθώς οι αποδέκτες αυτής της νοσηρής φροντίδας μπορεί να οδηγηθούν και στον θάνατο.
Ο φροντιστής εισάγει στον οργανισμού του θύματος ουσίες ή χρησιμοποιεί πρακτικές (πχ κλύσματα), με στόχο να επιφέρει ασθένεια τεχνητά στο θύμα.
Το σύνδρομο αυτό, στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), αναφέρεται στην πρόκληση ή επινόηση νόσου από τον γονέα.
Η συγκεκριμένη διαταραχή αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις δολοφονική απόπειρα, καθώς τα θύματα δηλητηριάζονται σταδιακά και υποκύπτουν.
Τα χαρακτηριστικά της διαταραχής
Το σύνδρομο Μινχάουζεν ενδιαφέρει πέρα από την ψυχιατρική επιστήμη και την εγκληματολογία, καθώς πολλές φορές όπως έχει αποδειχτεί, είναι φοβερά δύσκολο να γίνει η διάγνωση της διαταραχής ή είναι πολύ αργά, με το θύμα να έχει φτάσει σε επικίνδυνο σημείο για τη ζωή του και για την ψυχική του υγεία.
Η διαταραχή αυτή αφορά ως επί το πλείστον μητέρες (75%), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις εμπλέκονται σιωπηρά και αλλά μέλη της οικογένειας ως ηθικοί αυτουργοί.
Παράλληλα, έχει κάποιες απολήξεις οι οποίες αφορούν πληθυσμό με κάποιου είδους αναπηρία, ή νοητική υστέρηση. Η παραμέληση ή η κακομεταχείριση ενός τέτοιου ανθρώπου ή ενός ηλικιωμένου θα πρέπει να διερευνάται εις βάθος.
Σημειώνεται πως συνήθως οι γονείς με τη διαταραχή έχουν και οι ίδιοι το σύνδρομο και στην πρώτη του μορφή (χρήση παθολογίας ή συμπτωμάτων για τους ίδιους, την οποία προβάλουν και στο παιδί).
Συνήθως τα χαρακτηριστικά που μας παραπέμπουν στη διαταραχή είναι:
- Υποφαινόμενη ασθένεια ή συμπτωματολογία του θύματος στην οποία ο θύτης επιμένει και έχει άρτια γνώση.
- Σε αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί πως τα συμπτώματα είναι πραγματικά, καθώς το παιδί ή το θύμα μπορεί να έχει θανατηφόρα συμπτώματα όπως ποσοστά ουσιών στο αίμα, αιμορραγία, κακώσεις στο έντερο ή στον οισοφάγο κλπ, αλλά αυτό που ισχυρίζεται ο θύτης, πχ καρκίνος, λευχαιμία κλπ, δεν ισχύει σε καμία περίπτωση.
- Αμεση υποχώρηση των συμπτωμάτων, όταν το παιδί απομακρύνεται από τον φροντιστή. Όταν για παράδειγμα μείνει στο νοσοκομείο ή κάποιες μέρες στους παππούδες.
- Συνεχής αναζήτηση ιατρικής φροντίδας και συχνές επισκέψεις σε νοσοκομεία ή συχνή χρήση φαρμάκων.
- Αρνηση του θύτη για οποιαδήποτε ευθύνη ή ανάμειξη στο πρόβλημα ή τη νόσο. Ειδικότερα, κάνει έντονα πως δεν ξέρει, ενώ πριν λίγο περιέγραφε με γλαφυρότητα τα συμπτώματα.
Η εγκληματολογική συνεισφορά στη διάγνωση
Κάτι που πολλοί άνθρωποι και επαγγελματίες ψυχικής υγείας δεν γνωρίζουν είναι πως στη διάγνωση μπορεί να συνεισφέρει η εγκληματολογική προσέγγιση.
Από τη στιγμή που συλλέγονται στοιχεία τα οποία δεν συνάδουν και είναι αντικρουόμενα, στην εγκληματολογία διερευνώνται εις βάθος και με πιο αντικειμενικό τρόπο.
Για παράδειγμα, αν ένας γονιός επιμένει πως το παιδί του νοσεί ή είναι ευαίσθητο στις μολύνσεις και γι’ αυτό και δεν το αφήνει να βγει από το σπίτι ή να έρθει σε επαφή με αλλά παιδιά, χρειάζεται πάντοτε να διερευνάται η ορθότητα των λεγόμενών του, ειδικά όταν αυτό που βλέπουμε μπροστά μας είναι ένα υγιές παιδί ή οι εξετάσεις του δείχνουν απόλυτα φυσιολογικές.
Ένα εξίσου ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που είναι άξιο αναφοράς είναι η φοβερή προσκόλληση που παρουσιάζει το θύμα στον κακοποιητή, ακριβώς επειδή ο ίδιος εμφανίζεται ως ο απόλυτος φροντιστής ή αλλιώς «σωτήρας».
Έτσι, ένας έμπειρος κλινικός ή γιατρός θα παρατηρήσει την έντονη προσκόλληση του παιδιού, μαζί με φόβο συσχέτισης με οποιονδήποτε άλλον, καθώς και έντονη συνεξάρτηση με τη μητέρα.
Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή ο φροντιστής παρουσιάζεται ως ο μόνος και απόλυτος σωτήρας και φυσικά σε ευάλωτα μέλη όπως είναι τα παιδιά, για τα οποία η μητέρα είναι το παν, ενσωματώνεται η νοσηρή εμπειρία ως κάτι φυσιολογικό.
Συνεπακόλουθο, εκτός από τη δυσλειτουργική σχέση με τη μητέρα, είναι ο ακραίος φόβος που καταπιέζεται, καθώς ένα υγιές παιδί θέλει και να σχετιστεί, αλλά και να παίξει, ωστόσο αυτό του έχει απαγορευθεί με χειραγώγηση.
Επίσης, το παιδί βιώνει την άρνηση της επικύρωσης από τη μητέρα ως προς τα συναισθήματά του, με ολέθρια αποτελέσματα για τη συναισθηματική του ρύθμιση και τον ψυχισμό του.
Σε περιπτώσεις που ο θύτης συλλαμβάνεται και του αφαιρείται το παιδί, η θεραπεία και η αποκατάσταση από τη συνειδητοποίηση είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς θα πρέπει να καλυφθούν τα πολλαπλά τραύματα της κακοποίησης, της συνεξάρτησης, αλλά και της ενοχής που φέρουν τα θύματα.
Περιπτώσεις χωρίς πρόκληση συμπτωμάτων
Στη συμβουλευτική συναντώνται περιπτώσεις στις οποίες δεν προκαλείται σύμπτωμα στο παιδί μέσω ουσιών ή ιατρικών τεχνικών, αλλά μία αδυναμία του γονέα να αφήσει το παιδί να προχωρήσει αναπτυξιακά, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως «είναι πολύ μικρός για αυτό», «δεν μπορεί» κλπ, ακόμα και αν ο παιδίατρος ή ο αναπτυξιολόγος έχει βεβαιώσει για το αντίθετο.
Παρατηρείται λοιπόν μια αισθητηριακή παλινδρόμηση, καθώς το παιδί που δεν έχει αρκετά ερεθίσματα παρουσιάζει έναν περιβαλλοντολογικό αυτισμό, ο οποίος αιτιολογείται από τον γονέα.
Φυσικά ένας αγχώδης γονέας δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι φέρει το σύνδρομο, παρόλα αυτά, η τεχνητή παλινδρόμηση και η σχέση με τους γονείς θα πρέπει να διερευνάται εις βάθος
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ