Στις 30 Ιανουαρίου, κάθε χρόνο, η Εκκλησία γιορτάζει από κοινού τους τρεις Μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Δασκάλους, τους «Τρεις Ιεράρχες», τον Βασίλειο τον Μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Στην Ελλάδα τιμώνται ως προστάτες της εκπαίδευσης και των γραμμάτων.
Η σοφία και η δράση τους, τούς έδωσε τον τίτλο των Μεγίστων Φωστήρων, όπως ψάλλεται και στο τροπάριό τους:
«Τους Τρεις Μεγίστους Φωστήρας Της Τρισηλίου Θεότητος…».
Η 30ή Ιανουαρίου θεωρείται ως η γιορτή των ελληνικών γραμμάτων, καθώς οι Τρεις Ιεράρχες συντέλεσαν στην ανάπτυξη της χριστιανικής διδασκαλίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων.
Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε στα μέσα του 11ου αιώνα και στα χρόνια του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου ή του Αλέξιου Α’ Κομνηνού από τον Μητροπολίτη Ευχαΐτων, Ιωάννη Μαυρόποδα, ο οποίος συνέθεσε τμήμα της Ακολουθίας για τους Τρεις Αγίους της Εκκλησίας. Στην Ακολουθία, ο Μαυρόπους υμνεί τη σημασία του έργου και την ποιότητα της δράσης τους και τονίζει τη σχέση της Τριανδρίας με τον Τρισυπόστατο Θεό για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Σκοπός του Μαυρόποδα ήταν να παρουσιάσει τις τρεις εξέχουσες αυτές προσωπικότητες της Χριστιανοσύνης ως τους κατ’ εξοχήν υπέρμαχους του τριαδικού δόγματος και να δώσει τέλος στον φατριασμό, που υπόβοσκε στο σώμα της Εκκλησίας για το ποιος από τους Τρεις Ιεράρχες είναι ο σπουδαιότερος. Κι αυτό, διότι την εποχή εκείνη μεγάλος αριθμός ιερωμένων και πιστών είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: τους Ιωαννίτες, τους Γρηγορίτες και τους Βασιλείτες.
Οι απαρχές της γιορτής εντοπίζονται σε μια περίοδο «διανοητικού αναβρασμού». Είναι η εποχή που ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος αναδιοργάνωνε τη Νομική Σχολή της Κωνσταντινούπολης, η οποία κατάρτιζε τα μελλοντικά στελέχη της βυζαντινής διοίκησης, στελεχώνοντας τη Σχολή με λόγιους, όχι αριστοκρατικής καταγωγής: σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ιωάννης Ξιφιλίνος και ο Ιωάννης Μαυρόπους.
Οι μεταρρυθμίσεις, που ο Κωνσταντίνος Θ’ προωθούσε και με τις οποίες ταυτίστηκε ο Ψελλός και η ομάδα του, τους εξανάγκασε έναν-έναν σε παραίτηση στη συνέχεια. Πράγματι, οι συνεχείς επιθέσεις εκ μέρους του παλιού δικαστή Οφρυδά ήταν μια έκφραση δυσαρέσκειας για τον τρόπο στέρησης του ελέγχου της νομικής εκπαίδευσης εκ μέρους των καθημερινών εργατών του νόμου, της συντεχνίας των συμβολαιογράφων. Τα πνευματικά ενδιαφέροντα των Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού και ο προσανατολισμός τους στην θύραθεν σκέψη προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία επιθυμούσε να ελέγξει την εκπαίδευση και να την απαλλάξει από τα όποια περιττά της στοιχεία.
Οι Τρεις Άγιοι εμφανίζονται μαζί το 1066 στο Ψαλτήριο Θεοδώρου και σε όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα όλο και πιο συχνά σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Στα «Ευχάιτα» πρέπει να καθιερώθηκε για πρώτη φορά η γιορτή, όταν ήταν εκεί ο Μαυρόπους Μητροπολίτης.
Η μνήμη των Τριών Ιεραρχών έρχεται να συμβολίσει μεταφορικά την Αγία Τριάδα και τον ρόλο των Τριών Πατέρων στη διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος και να υποδηλώσει τα όρια προσέγγισης του ελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού. Ουσιαστικά, η εκκλησιαστική γιορτή θεσπίστηκε με σκοπό την κατασίγαση της εγερθείσας διάστασης σχετικά με την αξιολογική ιεράρχησή τους και δεν ήταν παρά ένα απλό επεισόδιο της ιστορίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς ο καθορισμός περιελάμβανε Τρεις Πατέρες, οι οποίοι ανήκαν στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η ιστορία καθιέρωσης της γιορτής της εκπαίδευσης
Πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους
Η αυτονόμηση της γιορτής από το Εκκλησιαστικό πλαίσιο και η θεσμοθέτησή της ως σχολικής εκδήλωσης δεν αναφέρεται πριν από τον 19ο αιώνα. Προηγείται αυτής, σύμφωνα με την ιστορικό Έφη Γαζή, η τέλεση μνημόσυνου την ημέρα της γιορτής των Τριών Ιεραρχών, για τους χορηγούς σχολείων στη συνοικία Σταυροδρόμι της Κωνσταντινούπολης από τον Πατριάρχη Καλλίνικο Ε’ το 1805.
Άλλη μια αναφορά υπάρχει για την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και τον εορτασμό κατά την 30η Ιανουαρίου της μνήμης των ευεργετών και συνδρομητών του σχολείου από το 1812-1813.
Στην Ιόνιο Ακαδημία, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται και τιμώνται ως οι προστάτες της από τη σύστασή της (1824-1826). Στην οθωμανοκρατούμενη Μυτιλήνη έχουμε πανηγυρικούς από το 1859 τουλάχιστον.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους
Οι διαδικασίες καθιέρωσης της γιορτής ως εκπαιδευτικής συνδέονται με το νυν Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν σε συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου (του τότε Οθωνείου Πανεπιστημίου), στις 9 Αυγούστου 1841, η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή τον θάνατο του καθηγητή του ιδρύματος, Δημήτριου Μαυροκορδάτου και δωρεάς στο Πανεπιστήμιο Αθηνών της οικίας του θανόντος από τον πατέρα του, θέλησαν να τον τιμήσουν. Τελικά, προκρίθηκε η καθιέρωση μνημόσυνου υπέρ των ευεργετών του Πανεπιστημίου κατά την Εκκλησιαστική Εορτή των Τριών Ιεραρχών.
Ο πρώτος εορτασμός-μνημόσυνο πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 1842.
Η πραγματική θεσμοθέτηση της γιορτής, όμως, θα καθυστερήσει: θα πραγματοποιηθεί το 1911, όταν το Ανώτατο αυτό Ακαδημαϊκό Ίδρυμα θα αποκτήσει τον καινούργιο οργανισμό του και μέσα σε αυτόν θα προσδιορίσει και τις εορτές του.
Εκκλησιαστικοπολιτικές και ιδεολογικές παράμετροι της καθιέρωσης της εκπαιδευτικής γιορτής
Είναι η εποχή, που το ζήτημα της Αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας και των συνακόλουθων αντιδράσεων αποτελεί μείζον πολιτικό θέμα. Οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Φαναρίου, αλλά και Ελληνικού Βασιλείου και Ρωσίας είναι ψυχρές έως τεταμένες.
Παράλληλα, είχαν αρθρωθεί επιφυλάξεις για τον ρόλο του νεοπαγούς θεσμού του Πανεπιστημίου και το αν θα εκτόπιζε την Εκκλησία από τα εκπαιδευτικά πράγματα και αν θα ήταν φιλικά προσκείμενος στη θρησκεία.
Όπως επισημαίνει η ιστορικός Έφη Γαζή, η καθιέρωση της πανεπιστημιακής αυτής γιορτής στα μέσα του 19ου αιώνα εγγράφεται στο πλαίσιο της «απόσεισης των κατηγοριών περί αθεΐας», στην «προβολή και του Πανεπιστημίου ως χώρου διαφύλαξης παραδοσιακών αξιών» και στη «σύνδεσή του με την αυτοκέφαλη Εκκλησία». Από την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα «αδιάκοπη είναι η διασταύρωση της επίσημης θρησκευτικής ζωής με την κοσμική ελληνική ζωή». Και αυτό αποτυπώνει -μεταξύ άλλων- η καθιέρωση της συγκεκριμένης γιορτής.
Απολυτίκιο (Ἦχος α’)
«Τούς Τρεῖς Μεγίστους Φωστῆρας τῆς Τρισηλίου Θεότητος,
τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας,
τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας,
τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας,
Βασίλειον τόν Μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον,
σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν Χρυσοῤῥήμονι,
πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν·
αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν».
Άγιος Βασίλειος ο Μέγας
Εξέχουσα προσωπικότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας, ο Βασίλειος υπήρξε σπουδαίος ιεράρχης και κορυφαίος θεολόγος, γι’ αυτό και ανακηρύχτηκε Άγιος και Μέγας. Είναι ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες.
Η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιανουαρίου από τους Ορθοδόξους (14 Ιανουαρίου από όσους ακολουθούν το Ιουλιανό Ημερολόγιο) και στις 2 Ιανουαρίου από τους Καθολικούς. Η μνήμη του συνεορτάζεται στις 30 Ιανουαρίου, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τους δύο άλλους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Γεννήθηκε το 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας (νυν Καϊσερί Τουρκίας) και ήταν γιος του Ποντίου ρήτορα (δικηγόρου της εποχής) Βασιλείου και της Εμμέλειας, η μνήμη της οποίας τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με του υιού της. Στην οικογένεια, εκτός από τον Βασίλειο, υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Γρηγόριος, ο μετέπειτα σπουδαίος θεολόγος, γνωστός ως Γρηγόριος Νύσσης. Η γιαγιά του Μακρίνα ήταν κόρη Χριστιανού μάρτυρα και μαζί με τη μητέρα του, Εμμέλεια, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χριστιανικού χαρακτήρα του Βασιλείου.
Μετά τα εγκύκλια μαθήματα που πήρε στην πατρίδα του, ο Βασίλειος στάλθηκε στο Βυζάντιο για ευρύτερες σπουδές. Το 351 πήγε στην Αθήνα, όπου ανθούσαν ακόμη τα γράμματα και οι τέχνες. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φυσική κ.ά. Στην Αθήνα γνωρίστηκε με τον Ιουλιανό, μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου και αργότερα μεγάλο πολέμιο του Χριστιανισμού, και τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, με τον οποίο τον συνέδεσε μία ιερή και ισόβια φιλία.
Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα επέστρεψε το 351 στην Καισάρεια, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα, όπως και ο πατέρας του. Πολύ γρήγορα ξεκίνησε ένα πνευματικό ταξίδι στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία και τη Συρία, για να γνωρίσει τους ασκητές και να σπουδάσει τον μοναχισμό. Τόσο πολύ γοητεύτηκε από την αυστηρή ασκητική ζωή, ώστε πήγε στον Πόντο και έζησε μοναχός στην έρημο για μία πενταετία (357-362).
Σκόπευε να μείνει οριστικά εκεί, αν δεν επισυνέβαινε ο θάνατος του Επισκόπου Καισαρείας, Ευσέβιου. Ο λαός της Καισαρείας ζήτησε να τον διαδεχθεί ο Βασίλειος και μετά την εκλογή του αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Καισάρεια. Παρέμεινε για εννέα χρόνια Επίσκοπος Καισαρείας και άφησε σπουδαίο έργο, που αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για τις επόμενες γενιές. Ίδρυσε μία σειρά από φιλανθρωπικά ιδρύματα, που έγιναν γνωστά ως «Βασιλειάδα», η οργάνωση των οποίων για την περίθαλψη των φτωχών και των ασθενών αποτέλεσε υπόδειγμα πνευματικής προσφοράς και κοινωνικής δράσης.
Ο Βασίλειος ήταν αλύγιστη ψυχή μπροστά σε κάθε είδους κοσμικής εξουσίας. Κάποτε, ο αυτοκράτορας Ουάλης, που υποστήριζε τους Αρειανούς, του έστειλε τον επίτροπό του Μόδεστο. Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος τον φοβέρισε με δήμευση της περιουσίας του, εξορία και μαρτυρικό θάνατο. Ατάραχος, ο Βασίλειος απάντησε:
– «Λίγα τριμμένα ρούχα και κάμποσα βιβλία αποτελούν όλη μου την περιουσία· επομένως δεν φοβάμαι τη δήμευση. Την εξορία δεν τη λογαριάζω, γιατί σε αυτόν τον κόσμο είμαι παρεπίδημος. Ούτε τα μαρτύρια φοβούμαι, γιατί τον θάνατο θεωρώ ως ευεργέτη, επειδή θα με οδηγήσει πιο γρήγορα στον Θεό».
– «Κανένας άλλος Επίσκοπος δεν μου μίλησε έτσι», είπε θυμωμένος ο Μόδεστος.
– «Δεν θα μίλησες ποτέ με πραγματικό Επίσκοπο», του ανταπάντησε ο Βασίλειος.
Ο Μέγας Βασίλειος υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, με καθοριστική συνεισφορά στη διατύπωση του δόγματος της Αγίας Τριάδας, ενώ συνέταξε και Θεία Λειτουργία («Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου»). Τα έργα του διακρίνονται σε δογματικά, αντιαιρετικά, ασκητικά, πρακτικά, ομιλίες και επιστολές.
Σε όλη τη σύντομη ζωή του αγωνίστηκε για την ενότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας, που μαστιζόταν στην εποχή του από θεολογικές έριδες σχετικά με τις δοξασίες του Αρείου. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379, σε ηλικία 49 ετών και τάφηκε με μεγάλες τιμές.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες. Η μνήμη του γιορτάζεται σε Ανατολή και Δύση στις 25 Ιανουαρίου. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν όσες και όσοι φέρουν το όνομα Γρηγόριος και Γρηγορία.
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 στην Αριανζό, κοντά στη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, γι’ αυτό λέγεται και Ναζιανζηνός. Έλαβε χριστιανική αγωγή από τον πατέρα του Γρηγόριο, που ήταν επίσκοπος στη Ναζιανζό, αν και αρχικά ανήκε στην ιουδαΐζουσα αίρεση των Υψισταρίων, και τη μητέρα του Νόννα. Σπούδασε στα πιο ονομαστά πνευματικά κέντρα της εποχής του, στην Καισάρεια, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, όπου είχε συμμαθητή τον Μέγα Βασίλειο.
Μετά τις σπουδές του γύρισε στη Ναζιανζό, σε ηλικία 30 ετών. Αφού βαπτίστηκε, έφυγε για την έρημο, όπου έγινε μοναχός. Από την έρημο τον κάλεσε ο γέρος πατέρας του για να τον βοηθήσει στο ποιμαντικό του έργο και κατ’ απαίτηση των Χριστιανών και παρά τη θέλησή του χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αργότερα, ο Μέγας Βασίλειος, που ήταν Αρχιεπίσκοπος στην Καισάρεια, τον χειροτόνησε Επίσκοπο, παρά τη θέλησή του και πάλι.
Ο Γρηγόριος δεν έμεινε για πολύ στη θέση αυτή. Μετά τον θάνατο του πατέρα του προτίμησε να φύγει και πάλι στην έρημο. Ήταν, όμως, γνωστός για την αρετή, τη σοφία και την ορθή πίστη του, ώστε οι Χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης τον κάλεσαν να αναλάβει τον αγώνα εναντίον των Αρειανών, οι οποίοι με τις αιρετικές διδασκαλίες τους είχαν διχάσει το ποίμνιο της Εκκλησίας.
Ο Γρηγόριος δέχτηκε, μετέβη στην πρωτεύουσα και έστησε το πνευματικό στρατηγείο του στον μικρό ναό της Αγίας Αναστασίας. Εκεί, εκφώνησε τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους του ενάντια στους αρειανόφρονες, για τους οποίους ονομάστηκε Θεολόγος.
Το 381 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη Β’ Οικουμενική Σύνοδος για να καταδικάσει τους οπαδούς του Μακεδονίου, οι οποίοι αμφισβητούσαν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, για ακόμη μία φορά τον Άρειο και να συμπληρώσει το Σύμβολο της Πίστεως. Τα μέλη της συνόδου τον ανακήρυξαν πρόεδρό της και ταυτόχρονα τον εξέλεξαν Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως. Όμως, ορισμένα μέλη της Συνόδου, που εμφανίστηκαν καθυστερημένα στις εργασίες της, αμφισβήτησαν την εκλογή του και ο Γρηγόριος δεν δίστασε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στην έρημο, αφού προηγουμένως εκφώνησε τον περίφημο «Συντακτήριο Λόγο» του. Εκεί πέρασε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του, με προσευχή, μελέτη και συγγραφή.
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο χωρίζεται σε:
- Λόγους (αντιαιρετικούς, εόρτιους, εγκωμιαστικούς κ.ά.)
- Επιστολές (διασώζονται 246)
- Ποιήματα (θεολογικά και ιστορικά)
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος κοιμήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 390, σε ηλικία 61 ετών.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Εξέχουσα προσωπικότητα της Χριστιανοσύνης, Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, Οικουμενικός Δάσκαλος και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, μαζί με τον Βασίλειο τον Μέγα και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Η Εκκλησία τον ονόμασε Χρυσόστομο για την ωραιότητα των λόγων του, ενώ για τη ρητορική δεινότητα ονομάστηκε «Δημοσθένης του Χριστιανισμού».
Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Αντιόχεια (σημερινή Αντάκια της Τουρκίας) το 347. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία και ανατράφηκε με τη φροντίδα της μητέρας του, Ανθούσας. Σπούδασε ρητορική κοντά στον φημισμένο δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο. Ο δάσκαλός του τον εκτιμούσε τόσο πολύ για την ευφυΐα και τη ρητορική του δεινότητα, που έλεγε πως θα τον άφηνε διάδοχό του στη σχολή, αν δεν τον είχαν κερδίσει οι Χριστιανοί.
Μετά τις σπουδές του, δικηγόρησε για λίγο στην Αντιόχεια και στη συνέχεια έφυγε για την έρημο, όπου ασκήτευσε. Το 381 επανήλθε στην Αντιόχεια για να χειροτονηθεί διάκονος και αργότερα πρεσβύτερος. Κατά τη διάρκεια της ιεροσύνης του διακρίθηκε για την ερμηνεία των Γραφών, το κήρυγμα και την ποιμαντική του δράση.
Σύντομα, η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια της Αντιόχειας και στα τέλη του 397 κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο. Στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, η Ενδημούσα Σύνοδος των Επισκόπων τον εξέλεξε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, παρά την αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Θεόφιλου, που προωθούσε τον δικό του υποψήφιο. Ενθρονίστηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 398.
Πρώτος του στόχος ήταν η αναδιοργάνωση της Εκκλησίας, καθώς πίστευε ότι η ηθική εξυγίανση της κοινωνίας προϋπέθετε την εξυγίανση του κλήρου και των αρχόντων. Τα κηρύγματά του επισήμαναν τις εκτροπές όλων των κοινωνικών τάξεων και διακήρυσσαν την ανάγκη επιστροφής στο αυθεντικό περιεχόμενο της χριστιανικής ζωής, ιδιαίτερα των κληρικών και των αρχόντων. Έτσι, ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο ότι θα ερχόταν σε σύγκρουση με πολλούς από τους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες της εποχής του. Δεν δίστασε να αντιταχθεί και προς την αυτοκράτειρα, Ευδοξία, με αποτέλεσμα να εξοριστεί δύο φορές. Στη δεύτερη εξορία του, καθ’ οδόν προς τα Κόμανα του Πόντου πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407, σε ηλικία 60 ετών.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναδείχθηκε σε μέγιστο εκκλησιαστικό συγγραφέα. Το έργο του είναι εντυπωσιακό, τόσο σε έκταση, όσο και σε θεολογική πληρότητα. Αποτελείται από ομιλίες, πραγματείες και επιστολές. Το πιο γνωστό έργο του στον πολύ κόσμο είναι η «Θεία Λειτουργία» («Λειτουργία του Χρυσοστόμου»), που τελείται κατά κύριο λόγο κάθε Κυριακή στις Εκκλησίες.
Η μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 13 Σεπτεμβρίου από την Καθολική Εκκλησία. Επιπλέον, η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την Ανακομιδή των Λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου και μαζί με την Καθολική Εκκλησία τους Τρεις Ιεράρχες στις 30 Ιανουαρίου.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ