Κέρδισε παγκόσμια καταξίωση, ήταν ένας από τους πλέον αδέκαστους, έντιμους και ακέραιους δικαστικούς λειτουργούς και πολιτικούς, με την απώλειά του να είναι δυσαναπλήρωτη.
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης έφυγε από τη ζωή στις 3 Φεβρουαρίου 2022 και κηδεύεται σήμερα δημοσία δαπάνη, διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας την περίοδο 1985 – 1990 χάρη στη γενναία του στάση στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά και την γενικότερη έντιμη και συνεπή του πορεία στα πολιτικά θέματα και ειδικά στο θέμα της Μακεδονίας.
Ποιος ήταν, όμως, ο Χρήστος Σαρτζετάκης, ο οποίος εκλέχθηκε στο πολιτειακό αξίωμα, στις 29 Μαρτίου 1985, μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ και των κομμάτων της Αριστεράς;
Γεννήθηκε στις 6 Απριλίου 1929, στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, από πατέρα αξιωματικό της Χωροφυλακής, καταγόμενο από τα Χανιά και μητέρα με καταγωγή από το Σκλήθρο Φλώρινας, πατέρας της οποίας ήταν ο μακεδονομάχος Κοσμάς Γραμμενόπουλος.
Υπήρξε πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο το 1955.
«Επιτελών το καθήκον μου»
Σταθμός για την επαγγελματική και την προσωπική του πορεία υπήρξε ο ρόλος του ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη.
Παρά τις πιέσεις που δέχτηκε από την τότε πολιτική και δικαστική εξουσία, τις οποίες ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει ως «αντιξοότητες και ποικίλες απειλές και πιέσεις, ενδοϋπηρεσιακές και άλλες», ο Σαρτζετάκης διεξήγαγε την ανάκριση χωρίς να υποκύψει. Ακολουθώντας το γράμμα του νόμου και τη συνείδησή του, απέδειξε ότι ο θάνατος Λαμπράκη ήταν μια πολιτική δολοφονία και όχι ατύχημα, προφυλακίζοντας, μάλιστα, με εντάλματα σύλληψης ανώτατα στελέχη της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, πυροδοτώντας έναν πολιτικό σάλο, ο οποίος άλλαξε καθοριστικά το πολιτικό σκηνικό στη χώρα.
Οι ενέργειές του οδήγησαν την υπόθεση στην κάθαρση, με την καταδίκη των υπαιτίων στη γεμάτη από τη δράση παρακρατικών στοιχείων Θεσσαλονίκη της εποχής.
Κατά τη διάρκεια της Χούντας, απολύθηκε από το Δικαστικό Σώμα με Συντακτική Πράξη, ενώ, εν συνεχεία, του αφαιρέθηκε ακόμα και η άσκηση δικηγορίας. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση που δίνει ο πραξικοπηματίας Παττακός στην ερώτηση δημοσιογράφου στο «πως θα ζήσει ο Σαρτζετάκης αφού του απαγορεύεται και η δικηγορία;», σχολιάζοντας ότι «ο Σαρτζετάκης είναι κακός Έλληνας και οι κακοί Έλληνες δεν πρέπει να ζουν»…
Στη συνέχεια, αφού συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς να δικαστεί. Μετά από διεθνή κατακραυγή, αποφυλακίστηκε το 1971 και, μεταπολιτευτικά, αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία, τον Σεπτέμβριο του 1974, με τον βαθμό του Εφέτη.
Το 1976, συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά και η έκδοσή του απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Σαρτζετάκης, με την πράξη να θεωρείται ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία.
Μετά την άνοδό του στον προεδρικό θώκο, με την εκλογή του να σημαδεύεται από τα χρωματιστά ψηφοδέλτια της ψηφοφορίας, έζησε έξι διαφορετικές κυβερνήσεις – πέντε από τις οποίες όρκισε ο ίδιος, ενώ μετά την ολοκλήρωση της θητείας του, αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο.
«Είμαστε έθνος ανάδελφον»
Εκτός από την αδιασάλευτη υποταγή του στο γράμμα του νόμου, μέχρι το τέλος της ζωής του και, κυρίως, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Χρήστος Σαρτζετάκης τάσσονταν κατά της χρήσης του όρου «Μακεδονία» και των παραγώγων του είτε ήταν κατά μόνας είτε σε σύνθετη ονομασία.
«Ο μακεδονικός πολιτισμός δεν είναι τίποτα άλλο παρά καθαρά και αποκλειστικά ελληνικός πολιτισμός», τόνιζε, χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, ότι η τότε προτεινομένη ονομασία «Μακεδονική Δημοκρατία του Βαρδάρη» ακρωτηριάζει το σώμα της Ελλάδος και η αποδοχή του όρου αποτελεί «κραυγαλέα περίπτωση εθνικής μειοδοσίας».
Θεωρώντας ως αδύνατο να υπάρχει στα βόρεια σύνορα της χώρας κράτος που να έχει απλό ή σύνθετο τον όρο «Μακεδονία», σε συνέντευξη του στον Νίκο Χατζηνικολάου, εξηγούσε τα εξής:
«Έχουν γίνει έρευνες, οι οποίες καταδεικνύουν ακριβώς ότι οι Έλληνες, οι κάτοικοι της σημερινής Ελλάδας δεν έχουν καμία σχέση με όλους τους γείτονες. Αφού δεν έχουμε καμιά σχέση με τους γείτονες, αυτό δεν σημαίνει ότι πέσαμε από τους ουρανούς, αλλά ότι αποτελούμε μία συνέχεια κάποιων, δηλαδή των προγόνων μας», απορρίπτοντας πλήρως ακόμη και τον όρο «Σλαβομακεδόνες».
Όπως επεσήμαινε, ακόμη και εάν τα άλλη κράτη επιλέγουν να χρησιμοποιούν τον όρο «Μακεδονία», η Ελλάδα θα πρέπει να εμμείνει στη μη χρήση του, καθώς είναι επιζήμιος για το έθνος.
Μάλιστα, απορρίπτοντας την κριτική που του ασκούσε ο Τύπος της εποχής, χαρακτηρίζοντας τις θέσεις του για το εν λόγω ζήτημα ως «εθνικιστικές» έλεγε:
«Τι θα πει εθνικισμός; Προέρχεται από τη λέξη έθνος, είναι κάτι το βαθιά ανθρώπινο, το κατ’ εξοχήν δημοκρατικό. Είναι κάτι το ιερό και το βαθιά ανθρώπινο, γιατί ανταποκρίνεται στη φυσική πραγματικότητα, την οποία έχει διαπιστώσει η επιστήμη της γενετικής», υπογραμμίζοντας, ότι ο μόνος τρόπος για να αναδείξει η κοινή γνώμη τη θέση της για το «Μακεδονικό» θα είναι η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος.
Η περιβόητη συνέντευξή του στο Νίκο Χατζηνικολάου
Έχοντας αφήσει πλούσιο δικαστικό έργο, αποτραβηγμένος από τον δημόσιο βίο, απεβίωσε σε ηλικία 92 ετών.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ