Γεννημένος τη δεκαετία του ’50, πρόλαβα να παίξω μπάλα στις αλάνες και αγάπησα παθολογικά τη στρογγυλή θεά, ξεκινώντας από το ποδόσφαιρο σε όλες τις πιθανές επιφάνειες (χώμα, λάσπη, πλάκες, άσφαλτο και σπανίως χόρτο) και συνεχίζοντας αργότερα με το μπάσκετ όταν έριξα απότομα μπόι στην πρώιμη εφηβεία. Σε σχέση με τα γήπεδα και τους αγώνες ήμουν πολύ τυχερός: είχα δύο αγαπημένους θείους που με πρόσεχαν πολύ και προσπαθούσαν να με πείσουν να γίνω οπαδός της ομάδας που υποστήριζαν: ο ένας, φανατικός Παοκτζής και ο άλλος ακόμη πιο φανατικός Αρειανός, με καλόμαθαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 τη μια Κυριακή στην Τούμπα για τον ΠΑΟΚ και την άλλη στου Χαριλάου για τον Άρη.
Τι να κάνω, για να μη στεναχωρήσω κανέναν δήλωνα «Ηρακλής», για να παρατείνω όσο μπορούσα τη διπλή ποδοσφαιρική μου απόλαυση (πραγματικός οπαδός του Ηρακλή έγινα τη δεκαετία του ’80, όταν είδα στο Καυτατζόγλειο και λάτρεψα τον ποιητή και χορευτή Βασίλη Χατζηπαναγή).
Από όλη αυτή την ιστορία μου έμεινε η καθολική αγάπη για τις ομάδες της Θεσσαλονίκης.
και η αυθόρμητη και διαχρονική τάση μου να υποστηρίζω βέβαια μόνο μια από αυτές αλλά να χαίρομαι, ως Θεσσαλονικιός και στις επιτυχίες των άλλων. Γι’ αυτό και φανταζόμουν συχνά μια ιδανική σύνθεση για τη λεγόμενη «Μικτή Θεσσαλονίκης», μια ομάδα που περιλάμβανε τους καλύτερους παίκτες των τριών αυτών ομάδων και η οποία πράγματι συγκροτήθηκε κάποιες (λίγες) φορές στο παρελθόν, όταν ακόμη ο παρανοϊκός «οπαδισμός» δεν είχε ακόμη καταστρέψει το φίλαθλο πνεύμα των ποδοσφαιρόφιλων.
Αν μεταφέρουμε αυτή τη μικρή ιστορία στην πολιτική, που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον αθλητισμό (αναμέτρηση, επικράτηση, κυριαρχία, επινόηση, στρατηγική, τακτική, υποστήριξη, αντοχή, σκληρότητα, ένταση και πάθος), αντιλαμβάνεται κανείς γιατί αποφάσισα να είμαι παρών και αυτή τη φορά στην κρίσιμη μάχη των δημοτικών εκλογών του Οκτωβρίου ως υποψήφιος σύμβουλος της παράταξης «ΟΜΑΔΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ».
Η ομάδα αυτή έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας «Μικτής Θεσσαλονίκης», όπως τα ανέφερα παραπάνω, είναι δηλαδή πραγματικά ανεξάρτητη (δεν ζήτησε και δεν πήρε χρίσμα ούτε στήριξη από κανένα πολιτικό κόμμα), πολύχρωμη και πολυσυλλεκτική, περιλαμβάνοντας στη σύνθεσή της καταξιωμένους ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις ηλικίες και τις κοινότητες της πόλης.
Δεν είναι τυχαίο οτι την ομάδα αυτή εμπνεύστηκε, στελέχωσε και συντονίζει αποτελεσματικά ένας άνθρωπος του χώρου: ο πρώην Ειδικός Γραμματέας Αθλητισμού, πρώην Γενικός Διευθυντής του ΟΛΘ (που εκανε και την ανάπλαση της Α΄ προβλήτας) και εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Εθνικής Ολυμπιακής Επιτροπής ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥΔΗΣ. Ως “κόουτς” και μαέστρος της ομάδας είναι δραστήριος, ικανός και αποτελεσματικός, εκπέμποντας ταυτόχρονα μια αυθεντική “λαϊκότητα” που απηχεί περισσότερο τις ανάγκες των πιο ξεχασμένων γειτονιών και τα προβλήματα των λιγότερο προνομιούχων κατοίκων της πόλης. Επι πλέον, το προφίλ και το βιογραφικό του δείχνουν πως ο υποψήφιος δήμαρχος διαθέτει αποδεδειγμένα τα χαρακτηριστικά ενός έμπειρου και καλού διαχειριστή των τεράστιων προβλημάτων που έχουν συσσωρευτεί δραματικά στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια.
Και είναι αλήθεια πως φυσάει στην πόλη ένα μαζικό και αυθόρμητο ρεύμα που “φουσκώνει τα “πανιά” αυτής της σπουδαίας ομάδας, που μαζεύει εύκολα πολύ κόσμο στους “αγώνες της” και μεταδίδει γρήγορα, από στόμα σε στόμα, το μήνυμά της, προχωρώντας ενωμένη στην πραγματοποίηση του κοινού, κρίσιμου στόχου που είναι η πολυπόθητη αλλαγή στη διοίκηση του Δήμου. Και, όπως ξέρουμε, μια ομάδα που ενώνει την πόλη, πάντα κερδίζει.
* Ο Σπύρος Βούγιας είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος με την παράταξη «Ομάδα για τη Θεσσαλονίκη» με επικεφαλής του Στέλιου Αγγελούδη.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ