Συνολικά 65 χρόνια έχουν περάσει από τις δολοφονίες του «Δράκου του Σέιχ Σου», που συντάραξαν τη Θεσσαλονίκη, με τις Αρχές να καταδικάζουν τον Αριστείδη Παγκρατίδη ως υπαίτιο για τα φρικιαστικά ευρήματα και να του επιβάλουν τη θανατική ποινή.
Έτσι, φάνηκε πως ο πραγματικός ένοχος είχε συλληφθεί και «εξουδετερωθεί»…
Ή μήπως όχι;
Όλα ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 1957, όταν ένας άνδρας αποπειράθηκε να βιάσει μια καθηγήτρια του Αμερικάνικου Κολεγίου, με τους περαστικούς να αντιλαμβάνονται το γεγονός και να σταματούν τη δράση του, αναγκάζοντας τον δράστη να τραπεί σε φυγή, ενώ λίγο καιρό αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1958, σημειώθηκε ακόμη μια επίθεση στην περιοχή του δάσους του Σέιχ Σου, με διερχόμενο όχημα να αποτρέπει το έγκλημα.
Μετά από την τρίτη κατά σειρά επίθεση, σε βάρος της συζύγου ενός στρατιωτικού και του σοφέρ εραστή της, ο διοικητής της αστυνομίας Θεσσαλονίκης Νίκος Μουσχουντής, διέταξε περιπολίες στην περιοχή, κάθε βράδυ, κάτι που δεν κατάφερε να σταματήσει τον δράστη, που στις 19 Φεβρουαρίου 1959 επιτέθηκε με πέτρα σε ένα ζευγάρι στο δάσος, τραυματίζοντας βαριά και ληστεύοντάς τους, ενώ επιχείρησε να βιάσει την κοπέλα.
Αντίστοιχα εγκλήματα σημειώθηκαν στις 6 Μαρτίου 1959, στην περιοχή της Μίκρας, όπου εντοπίστηκαν νεκροί ο 33χρονος ίλαρχος Κώστας Ραΐση και η 23χρονη αγαπημένη του, Ευδοξία Παληογιάννη, με αμφότερα τα θύματα να έχουν χτυπηθεί με μυτερή πέτρα στο κεφάλι, ενώ το κορίτσι είχε βιαστεί με πρωτοφανές μένος, αλλά και στις 3 Απριλίου του ίδιου έτους, όταν ένας νεαρός άγνωστος άνδρας μπήκε στον περίβολο του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και δολοφόνησε τη νοσηλεύτρια Μελπομένη Πατρικίου.
Την ώρα που έφευγε, ο δράστης ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τη συγκάτοικο του θύματος, Φανή Τσαμπάζη, την οποία προσπαθεί να βιάσει.
Μετά από λίγο καιρό και αφού ο «Δράκος του Σέιχ Σου» είχε επικηρυχθεί με το ποσό των 100.000 δραχμών, η αστυνομία βρήκε τον ένοχό της, τον νεαρό Αριστείδη Παγκρατίδη, ο οποίος – πιωμένος και βυθισμένος σε θολωμένες σκέψεις – εισέβαλε στο ορφανοτροφείο θηλέων «Μέγας Αλέξανδρος», με σκοπό να συνευρεθεί με κάποιο κορίτσι, κρατώντας παράλληλα μία πέτρα.
«Μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος»
Η αρχή του τέλους για τον Παγκρατίδη ξεκίνησε με τη δίκη του, με την τελευταία πράξη του δράματος να γράφεται στις 16 Φεβρουαρίου του 1968, όταν μετά από δυο χρόνια εγκλεισμού στις φυλακές του Επταπυργίου, με την καταδίκη σε θάνατο «ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια», ο Αριστείδης Παγκρατίδης, για τους φίλους Αρίστος, εκτελέστηκε δια πυροβολισμού.
Τα τελευταία του λόγια ήταν απλά:
«Μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος».
Τα χρόνια μετά τον θάνατό του και ενώ ο μύθος του «Δράκου του Σέιχ Σου» ήταν ζωντανός, τόσο οι συγγενείς του Παγκρατίδη όσο και δημοσιογράφοι της πόλης αναζητούσαν απαντήσεις για τον διαβόητο εγκληματία, θέτοντας το εξής ερώτημα:
-
Ήταν ο Παγκρατίδης ένοχος ή ένας φτωχός, περιθωριακός τύπος που πήγαινε με άντρες και γυναίκες για ελάχιστες δραχμές, αποτελώντας τον τέλειο αποδιοπομπαίο τράγο για να παραμείνει ελεύθερος ο πραγματικός δράκος;
Χρόνια αργότερα, ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας που ερευνούσε την υπόθεση για περισσότερα από 20 έτη, εξέδωσε το βιβλίο «Υπόθεση Παγκρατίδη: Ένοχος ή Αθώος;» που υποσχόταν να αποκαλύψει τον δράστη και την πλεκτάνη που στήθηκε από υψηλά ιστάμενους, για γλυτώσει ο πραγματικός ένοχος.
Αν και ο δημοσιογράφος δεν έγραψε ποτέ το όνομα του πραγματικού δολοφόνου, μέχρι σήμερα τον αποκαλεί «ο δολοφόνος με το γλυκό όνομα», σημειώνοντας ότι ήταν γνωστή η ταυτότητά του στους ανώτερους κύκλους.
Μέχρι σήμερα, δεν έχει επιβεβαιωθεί καμιά από τις φήμες, με τα όποια σενάρια για συγκάλυψη να παραμένουν ένας μύθος για την πόλη, όπως και το ερώτημα, εάν οι Αρχές της εποχής εκτέλεσαν συνειδητά κάποιον αθώο.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ