Οι καταθέσεις των μαρτύρων συνεχίζονται στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι.
Στην κατάθεσή της η Ευανθία Σιδέρη συγκλόνισε περιγράφοντας «Καμένα μωρά, καμένες μανάδες» για τις τραγικές στιγμές που βίωσε υπογραμμίζοντας: «Ας σώθηκα, είναι σαν να έχω πεθάνει».
Ανεβαίνοντας στο βήμα αρχικά η μάρτυρας, Μαγδαληνή Τσέκου, που έχασε τον εγκαυματία πατέρα της λίγες ημέρες τη φονική πυρκαγιά, με δάκρυα στα μάτια περιέγραψε τις στιγμές που βίωσε, καθώς όπως είπε ο πατέρας της καθυστέρησε να εγκαταλείψει το σπίτι τους στο Μάτι γιατί προσπαθούσε να βοηθήσει έναν ανάπηρο γείτονά τους και τη σύζυγό του ώστε να μπουν σε αυτοκίνητο και φύγουν από το σημείο:
«Το σπίτι μου βρίσκεται 200 μέτρα από τη λεωφόρο Μαραθώνος.
Στις 17:15 βλέπω καπνούς στο πίσω μέρος του βουνού. Σήκωσα τους γονείς μου, ο ουρανός μαύριζε.
Κανένα κανάλι δεν έδινε κάποιο στοιχείο. Στις 17;30 φάνηκε και κόκκινο που σημαίνει ότι υπήρχα φωτιά.
Σε κάποιο κανάλι είδαμε για φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη.
Ο αέρας ήταν πολύ δυνατός. Έμοιαζε η φωτιά να πηγαίνει Νέα Μάκρη.
Δεν περνούσε ποτέ τη Μαραθώνος, λέγαμε. Συνεχώς δυναμώνει.
Ένα κουκουνάρι πέρασε τη Μαραθώνος και ο πατέρας μου φωνάζει «φεύγουμε τώρα!».
Μαζέψαμε χαρτιά. Είχε κοπεί το ρεύμα. Κάποια στιγμή οι φλόγες έρχονται πιο κοντά.
«Μπροστά εσύ με τη μαμά και εγώ από πίσω σας με το αμάξι» μας είπε. Είχαμε δώσει ραντεβού να βρεθούμε όλοι στη Ραφήνα.
Έφυγα με το αμάξι και τη μητέρα μου. Ο δρόμος ήταν γεμάτος φωτιά.
Ένας άνθρωπος πήδηξε στο καπό του αυτοκινήτου. Τον έβαλα μέσα. Μπροστά μας φωτιά.
Μου λέει: «περνά θα καούμε». Του είπα με το αμάξι; Θα πάρουμε φωτιά.
Πήδηξε κι έφυγε με κατεύθυνση στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι απέγινε.
Εγώ έκανα αναστροφή, βγήκα στο αντίθετο ρεύμα της Μαραθώνος σε άρχισα να καλώ τον πατέρα μου.
Δεν το σήκωνε. Κόσμος φώναζε: «Η φωτιά σας κι θάψει, τρέξτε μη μένετε εδώ!».
Σε όλη τη διαδρομή δεν έχω δει κανέναν υπεύθυνο. Καμία σειρήνα, καμπάνα, κάτι! Μόνο άνθρωποι φώναζαν.
Στη διασταύρωση με τη Ραφήνα, πήρα ξανά τον πατέρα μου. Δεν το σήκωνε. Συναντιέμαι με την αδελφή μου και λέμε να γυρίσουμε στο λιμάνι της Ραφηνας γιατί ο μπαμπάς μπορεί να πέρασε το δρόμο με τη φωτιά.
Φτάσαμε στο λιμάνι ρωτούσαμε για τον πατέρα μας. Κανείς δεν τον έχει δει».
«Δεν κατάφερα να του ξαναμιλήσω ποτέ»
Η Μαγδαληνή Τσέκου μετέφερε πως συγγενής της από το Μεσολόγγι της είπε πως ένας διασώστης απάντησε σε τηλεφώνημα προς τον πατέρα της:
«Γύρω στις 22: 00 πήγαμε προς τον «Ευαγγελισμό». Τον βλέπουμε να πηγαίνει στην εντατική.
Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 35% εσωτερικά, ήταν από τις χειρότερες περιπτώσεις.
Τον διασωλήνωσαν. Μας είπαν να περιμένουμε. Ο πατέρας μου έφυγε στις 27 Ιουλίου.
Από εκείνο το απόγευμα που φύγαμε από το σπίτι, δεν κατάφερα να του ξαναμιλήσω ποτέ.
Ο πατέρας μου προσπάθησε να βοηθήσει μια οικογένεια που είχαν ένα ανάπηρο άνθρωπο.
Εγκλωβίστηκαν μέσα στο αμάξι, που είχε πάρει φωτιά. Ο πατέρας μου σύρθηκε στο έδαφος.
Αυτό συνέβη στις 19.30 και μέχρι τις 21.00 κείτονταν κάτω. Τα ξέρω αυτά γιατί η γειτόνισσα κατάφερε να επιβιώσει και έδωσε συνέντευξη και τα έμαθα.
Ο ανάπηρος σύζυγός της απανθρακώθηκε μαζί με την τετραμελή οικογένεια στης οποίας το αμάξι βρισκόταν. Αργότερα πέθανε κι εκείνη από επιπλοκές».
«Ούρλιαζα για ώρες, ένα πράγμα ασύλληπτο»
Στο βήμα του μάρτυρα στη συνέχεια ανέβηκε η μάρτυρας, Ευανθία Σιδέρη, η οποία έχασε το σύζυγό της και τη μητέρα της και περιέγραψε:
«Γύρω στις 5:45 είδα καπνό. Τρέχω στο κομπιούτερ κλειστό. Είχε κοπεί το ρεύμα.
Η κόρη μου μυρίζει καπνό και επειδή είχε μια παλαιότερη εμπειρία παθαίνει κρίση πανικού.
«Θα καούμε, θα πεθάνουμε!». Εγώ πάγωσα» είπε αρχίζοντας την κατάθεσή της η εν λόγω μάρτυρας για να συνεχίσει: «Βγήκαμε έξω.
Αυτοκίνητα παντού και κάποιοι παγωμένοι. Έτρεχε μπροστά η κόρη μου η Περσεφόνη, πίσω εγώ και η μητέρα μου και πιο πίσω ο άντρας μου.
Κάποια στιγμή τον χάσαμε. Μπήκαμε στο μονοπάτι. Η μαμά μου εκείνη την ώρα μου λέει «δε θα τα καταφέρω, άφησε με».
Της λέω πάμε. Φτάσαμε στα σκαλοπατάκια και ξαφνικά η κόρη μου φωνάζει «μαμά καίγεσαι!».
Πετάω ρούχα και πέφτω στη θάλασσα, βλέπω δευτερόλεπτα πριν την κόρη μου να αρπάζει τη μάνα μου και να την τραβάει στη θάλασσα. Τις έχασα. Έπεσε μαύρο πέπλο παντού.
Βρήκα μια ξέρα και κάθισα. Ούρλιαζα για ώρες. Και που σώθηκα είναι σαν να έχω πεθάνει. … Καμένα μωρά, καμένες μανάδες. Καίγανε τα πάντα. Ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο.
Ήμασταν μόνοι μας τελείως. Μετά από ώρες ήρθε ένα μεγάλο καΐκι. Να γίνεται χαμός.
«Τους καμένους πρώτα!» να φωνάζουν. Ήρθε ο άντρας μου κατάμαυρος και λιποθύμησε.
Πήρα τη κόρη μου τηλέφωνο, μου είπε πως δεν έβρισκε τη γιαγιά.
Άρχισα να ψάχνω σε ξέρες μέσα στη θάλασσα. Τα είδα όλα. Πτώματα σε κατάσταση Πομπηίας.
Τη χάσαμε τη μητέρα μου και ο άντρας μου μερικούς μήνες μετά κατέρρευσε από αυτό και πέθανε στο νοσοκομείο. Ζητώ δικαίωση για τη μνήμη της μητέρας μου, του αντρούλη μου, της Χρύσας Σπηλιωτη που ήταν φίλη μου και για όλους όσους χάθηκαν άδικα».
«Κλονίζεται η αμεροληψία έναντι των κατηγορουμένων»
Ο συνήγορος υπεράσπισης, Θρασύβουλος Κονταξής, απευθυνόμενος στο δικαστήριο τόνισε πως δεν ήταν ψύχραιμο και απαθές, επειδή επέτρεψε την τοποθέτηση φωτογραφιών των θυμάτων της τραγωδίας:
«Κλονίζεται η αμεροληψία σας έναντι των κατηγορουμένων.
Δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Το δικαστήριο δεν ήταν ψύχραιμο και απαθές.
Θα ενημερώσω την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τα αρμόδια όργανα.
Ζήτω να δηλώσετε αυτοεξαίρεση. Έχετε εγγράψει υποθήκη για αγωγή κακοδικίας.
Δεν είμαστε στα λαϊκά δικαστήρια της Τεχεράνης. Να δηλώσει το δικαστήριο αποχή και αυτοεξαίρεση» για να ακολουθήσει έπειτα ο διάλογος:
Πρόεδρος: Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται όλο αυτό. Αυτό έγινε εχθές. Σήμερα δεν έγινε κάτι.
Κονταξής: Και τι με αυτό; Δεν καταλαβαίνω γιατί έγινε όλο αυτό χθες.
Πρόεδρος: Δόθηκε η αίσθηση ότι μεροληπτεί το δικαστήριο;
Κοντάξης: Ο ορισμός της αίσθησης αυτής.
Το αίτημα για αυτοεξαίρεση απορρίφθηκε από το δικαστήριο με τον πρόεδρο να λέει:
«Δεν τίθεται για κανένα μέλος της σύνθεσης ζήτημα αποχής ή αυτοεξαίρεσης.
Ο καθένας από εμάς μπορεί να ασκήσει αμερόληπτα τα καθήκοντα του».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ