Ήταν 27 Σεπτεμβρίου του 1989 όταν η Βουλή αποφάσισε υπέρ της παραπομπής του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέα Παπανδρέου, και άλλων κυβερνητικών στελεχών στο Ειδικό Δικαστήριο για το πολύκροτο σκάνδαλο Κοσκωτά.
Εκτός από τον Ανδρέα Παπανδρέου, για την υπόθεση παραπέμφθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, ο Γιώργος Πέτσος και ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Αγαμέμνονας Κουτσόγιωργας, ο οποίος κατέρρευσε μέσα στη δικαστική αίθουσα, έχοντας υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο.
Όλα ξεκίνησαν το 1979, όταν ο 25χρονος τότε Γιώργος Κοσκωτάς, ο οποίος καταζητούνταν από τις ΗΠΑ για πλαστογραφίες, έφτασε στην Ελλάδα, ξεκινώντας να εργάζεται με πλαστό βιογραφικό στην Τράπεζα Κρήτης, την οποία και αγόρασε πέντε χρόνια αργότερα.
Μέσα σε λίγο καιρό, ο Κοσκωτάς και η οικογένειά του βρέθηκαν από το Παγκράτι στην Εκάλη, ιδρύοντας παράλληλα την εκδοτική Γραμμή Α.Ε, το δικό του τυπογραφείο στην Παλλήνη και τον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΪ. Εκτός από τα περιοδικά και τις εφημερίδες που έφτιαξε, μεταξύ των οποίων και το δημοφιλέστατο «Τέταρτο», ο Κοσκωτάς αγόρασε, το 1987, τον Ολυμπιακό, φέρνοντας έναντι υπέρογκων ποσών σημαντικούς παίκτες.
Ο «Κουτσονόμος», τα πάμπερς και η «κάθαρση»
Στα τέλη του ’88, η πτώση του Κοσκωτά ήταν κάτι παραπάνω από δεδομένη, καθώς ο Τύπος της εποχής άρχισε να ερευνά τις παλιές του πλαστογραφίες και, κυρίως, τις συναλλαγές του με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Το Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Κοσκωτάς κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση 32 δις δραχμών από την Τράπεζα Κρήτης, γεγονός που τον έκανε να πούλησε αρκετές από τις επενδύσεις του, μεταξύ των οποίων τη «Γραμμή Α.Ε.» και τον Ολυμπιακό και να διαφύγει στη Βραζιλία και από εκεί πίσω στις ΗΠΑ.
Η σύλληψή του επεισοδιακή, όπως και η συνέντευξη που παραχώρησε αμέσως μετά για το περιοδικό TIME, όπου ισχυριζόταν ότι υπεξαιρούσε μεγάλα ποσά μέσω της τράπεζάς του με την πλήρη κάλυψη της κυβέρνησης, την οποία δωροδοκούσε. Μάλιστα, ακόμη και όταν ήταν υπό έρευνα από τις Αρχές, ο Κοσκωτάς είχε αρκετά προνομιακά περιθώρια χάρη στον περιβόητο «Κουτσονόμο» 1806/1988 που έφερε στη Βουλή ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, Μένιος Κουτσόγιωργας.
Έτσι, ο τότε πρωθυπουργός και βασικά κυβερνητικά στελέχη μπήκαν αμέσως στο «κάδρο», ξεκινώντας μια μακρά και πολυπροβεβλημένη δικαστική διαδικασία που κατέληξε, τον Μάρτιο του 1991, στο Ειδικό Δικαστήριο.
Οι λεπτομέρειές και οι φημολογίες κατά τη διάρκεια της «Δίκης του αιώνα» δεκάδες, με μια από αυτές να θέλει τον Κουτσόγιωργα να στέλνει χρήματα στον Παπανδρέου, αλλά και κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης μέσα σε κουτιά από πάμπερς.
Τελικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου παραδέχτηκε ότι πράγματι υπήρξαν λάθος χειρισμοί στη διερεύνηση του σκανδάλου, αρνούμενος, ωστόσο, να εμφανιστεί στο δικαστήριο, σε αντίθεση του τους Κουτσόγιωργα, Τσοβόλα και Πέτσο που αναμετρήθηκαν με τους κατήγορους.
Μετά από 10 μήνες, στις 17 Ιανουαρίου του 1992, το Ειδικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του για τους τρεις εναπομείναντες κατηγορούμενους, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να αθωώνεται τελικά για την απιστία κατ’ εξακολούθηση, την αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και την παθητική δωροδοκία.
Την ίδια ώρα, ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, Δημήτρης Τσοβόλας, κρίθηκε ένοχος για απιστία περί την υπηρεσία και για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, με εξαγοράσιμη ποινή φυλάκισης 2,5 ετών και 3ετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, ενώ ο πρώην Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας, Γιώργος Πέτσος, κρίθηκε ένοχος για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών και αθώος λόγω αμφιβολιών για ηθική αυτουργία σε απιστία κατ’ εξακολούθηση.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ