20 Ιουλίου 1974. Η Κύπρος νιώθει τη βαρβαρότητα, βιώνει με τον χειρότερο τρόπο τι σημαίνει να χάνεις κομμάτι της πατρίδας σου (το 40% κατέχουν παράνομα μέχρι σήμερα οι Τούρκοι).
Η εισβολή των Τούρκων πληγώνει από τότε την Κύπρο, τον Ελληνισμό, το δίκαιο, την ελευθερία, την αλήθεια.
Προηγήθηκαν πάρα πολλά που θα χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων για να φιλοξενηθούν στην παρούσα έκδοση.
Περιοχή Πέντε Μίλι, μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Κερύνειας, λίγο μετά τις πέντε το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974. Οι Τούρκοι αποβιβάζουν στρατεύματα θέτοντας σε εφαρμογή το σχέδιο «Αττίλας 1» (ακολούθησε στις 14 Αυγούστου 1974 ο «Αττίλας 2»), ένα σχέδιο που όπως έλεγαν είχε «ειρηνικούς σκοπούς» κατά παράβαση κάθε διεθνούς νομιμότητας.
Πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο Μπουλέντ Ετσεβίτ. Από εκείνη την ημέρα η μαρτυρική Κύπρος δεν θα είναι ποτέ η ίδια, αφού η βάρβαρη εισβολή των Τούρκων οδήγησε σε δολοφονίες, βιασμούς, καταστροφές, καταστροφή περιουσιών και εκκλησιών και φυσικά την άλλη πληγή, τους αγνοούμενους και φυσικά στην κατοχή του 40% του νησιού.
Κερύνεια, Λευκωσία και οι ευρύτερες περιοχές αυτών των πόλεων είδαν τους Τούρκους να αναπτύσσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις ( με αποβατικά πλοία και αεροπορία), με την Ελληνική πλευρά, όπως υποστηρίζεται από πολλούς ακόμη και σήμερα, να είναι αιφνιδιασμένη δίνοντας την ευκαιρία στους Τούρκους να δημιουργήσουν προγεφυρώματα.
Άλλωστε η Ελλάδα ήταν αντιμέτωπη με ένα «εκρηκτικό μίγμα», γεμάτο καταστάσεις και πρόσωπα που έγραψαν μαύρες σελίδες και επιβάρυναν ποικιλοτρόπως την ήδη άσχημη κατάσταση.
Τη δικτατορία των συνταγματαρχών, αυτό που την ακολούθησε και τις ενέργειες που έγιναν ή δεν έγιναν, το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που οδήγησε στην «κυβέρνηση» του Νίκου Σαμψών.
Στις 19 Ιουλίου του 1974 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ , την ίδια ώρα σχεδόν που ο υφυπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζόζεφ Σίσκο είχε συναντήσεις σε Αθήνα και Άγκυρα ενώ οι Τούρκοι ήδη είχαν αποφασίσει να πραγματοποιήσουν την εισβολή τους σε εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο ηρωισμός των Ελληνοκυπρίων, δυστυχώς, δεν στάθηκε ικανός να αναχαιτίσει τους Τούρκους, ενώ και 21 και 22 Ιουλίου 1974 δόθηκαν σκληρές μάχες προκειμένου οι εισβολείς να αντιμετωπισθούν. Στις 22 Ιουλίου γίνεται λόγος για ανακωχή, που ναι μεν αποφασίσθηκε, αλλά φυσικά παραβιάστηκε από τους Τούρκους.
Από τα αξιοσημείωτα των μαύρων εκείνων των ημερών σίγουρα είναι και το εξής γεγονός, όπως έχει γραφτεί κατ΄ επανάληψη: «Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές.
Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας».
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με ψήφισμα (323) ζητάει κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού» από την Κύπρο. Αλλά, ποιο ψήφισμα σεβάστηκε η Τουρκία για να σεβαστεί και αυτό του 1974 ώρες μετά την εισβολή στην Κύπρο;
Το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας ΟΗΕ (353)
Το βράδυ της 20ης Ιουλίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σε ομόφωνο ψήφισμα (υπ αριθμόν 353) του ανέφερε:
«1. Καλεί όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου,
2. Καλεί όλα τα μέρη στις παρούσες συγκρούσεις ως πρώτο βήμα να προχωρήσουν σε κατάπαυση του πυρός και συνιστά σ’ όλα τα κράτη να εξασκήσουν τη μέγιστη αυτοσυγκράτηση και να αποφύγουν κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση,
3. Απαιτεί άμεσο τερματισμό της ξένης στρατιωτικής επέμβασης στην Κυπριακή Δημοκρατία η οποία είναι αντίθετη με την παράγραφο 1. όπως αυτή περιγράφηκε πιο πάνω,
4. Ζητεί την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση από την Κυπριακή Δημοκρατία του ξένου στρατιωτικού προσωπικού που βρίσκεται εκεί πέραν των προνοιών διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων και εκείνων των οποίων η αποχώρηση είχε ζητηθεί από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, στην επιστολή του ημερομηνίας 2 Ιουλίου 1974,
5. Καλεί την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας να προσέλθουν σε συνομιλίες χωρίς καθυστέρηση για την αποκατάσταση της ειρήνης στην περιοχή και τη συνταγματική διακυβέρνηση της Κύπρου και να τηρούν ενήμερο το Γενικό Γραμματέα,
6. Καλεί όλα τα μέρη να συνεργαστούν πλήρως με την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της εντολής της,
7. Αποφασίζει να παρακολουθεί συνεχώς την κατάσταση και να ζητά από το Γενικό Γραμματέα να το ενημερώνει όποτε χρειάζεται, με πρόθεση την υιοθέτηση περαιτέρω μέτρων για να διασφαλίσουν την αποκατάσταση ειρηνικών συνθηκών το συντομότερο δυνατό».
Στις 22 Ιουλίου 1974 οι Τούρκοι βομβαρδίζουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας ενώ η ολοκλήρωση της πρώτης εισβολής, του Αττίλα 1, οδηγεί στην παράνομη κατοχή του 7% του νησιού από τους Τούρκους.
Η δημιουργία κυβέρνησης εθνικής ενότητας στην Ελλάδα με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών, η παραίτηση Σαμψών, η ανάληψη της προεδρίας από τον Γλαύκο Κληρίδη και οι συνομιλίες των υπουργών εξωτερικών Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα που ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες της 20ης Ιουλίου 1974 και της πρώτης εισβολής.
Μια εισβολή που σταδιακά οδήγησε δυστυχώς στην παράνομη κατοχή του 40% της Κύπρου (με τον Αττίλα 2 τον Αύγουστο του ίδιου έτους) εδώ και 48 χρόνια.
Αλλά δυστυχώς η πληγή είχε ανοίξει…
Δεν ξεχνώ φωνάζουν η Κύπρος, ο Ελληνισμός, το δίκαιο, η αλήθεια, η διεθνής νομιμότητα. Πώς να ξεχάσεις;
Συγκλονιστικές μαρτυρίες από την εισβολή
Διαβάζεις τις μαρτυρίες των Κυπρίων και πιάνεται η ψυχή σου, «μπουκώνεις» και αναρωτιέσαι γιατί, με αφορμή όλα αυτά που έζησαν από τους Τούρκους από τις 20 Ιουλίου 1974, αλλά και τις επόμενες μέρες.
Ενδεικτικά παραθέτουμε ορισμένες μαρτυρίες Κυπρίων (από το site reporter.com.cy για όλα αυτά που βίωσαν εκείνες τις μαύρες στιγμές, όταν οι Τούρκοι ήδη είχαν εισβάλλει στην πατρίδα τους.
«Όταν μπήκαν στο Παλαίκυθρο»
Ο ιερέας του Παλαίκυθρου Παπαγεώργιος Αθανασίου ήταν ένα από τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας. Για μέρες βρισκόταν στα χέρια του Αττίλα όπου τον κακομεταχειρίστηκαν και τον βασάνισαν. Οι Τούρκοι του απέκοψαν δημοσίως τη γενειάδα και τα μαλλιά.
Διηγείται ο ίδιος: Όταν οι Τούρκοι στρατιώτες εισήλθαν με τα τανκς εις το χωριό μας, συγκέντρωσαν τους παραμείναντες εκεί χωρικούς και διαχώρισαν τους άνδρες από τας γυναίκας και τα παιδιά. Τρεις έως τέσσερις νέοι που δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν από το χωριό επυροβολήθησαν και εφονεύθησαν εν ψυχρώ.
Εμένα με διεχώρισαν από τους άλλους και κατόπιν ενός χυδαίου υβρεολόγιου μου εψαλλίδησαν την γενειάδα και τα μαλλιά λέγοντας μου ότι έπρεπε να γίνω χοίρος.
Μετά την εξευτελιστικήν αυτήν ενέργεια με έρριψαν εις το έδαφος με κλωτσοκοπούσαν και με εκτυπούσαν με τους υποκοπάνους των όπλων τους. Εις το τέλος αφού με κατέστησαν ανίκανο να σηκωθώ με έδεσαν χειροπόδαρα όπως έκαναν και σε πολλούς άλλους γέροντες.
Ο Παπαγεώργιος Αθανασίου την επόμενη ημέρα της μαρτυρίας υπέκυψε στα τραύματα του και απεβίωσε.
«Του έδωσαν και τη χαριστική βολή αλλά έζησε»
Διηγείται ο Κώστας Παναγή από την Κλήρου: Στις 22 Ιουλίου μπήκαν στην Κερύνεια. Τα τανκς κυριολεκτικά θέριζαν. Το τμήμα μας αποτελείτο από 200 άνδρες. Δεν μπορούσε όμως με τα όπλα που διέθετε να αντισταθεί και ξανοιχθήκαμε για να γλιτώσουμε.
Εγώ και 14 άλλοι κρυφθήκαμε σε μια πολυκατοικία. Μείναμε εκεί τρεις μέρες χωρίς τρόφιμα. Την 25ην Ιουλίου οι Τούρκοι στρατιώτες μας αντελήφθησαν και αφού περικύκλωσαν την πολυκατοικία μας συνέλαβαν.
Μας έβαλαν σε ένα φορτηγό και μας οδήγησαν σε ένα απομονωμένο μέρος κοντά στη θάλασσα. Αφού μας αφαίρεσαν τα προσωπικά μας αντικείμενα μας έδεσαν και μας έβαλαν σε μια ευθεία. Καταλάβαμε τι μας περίμενε.
Σε λίγο ο Τούρκος διοικητής διέταξε πυρ. Εγώ αμέσως έπεσα καταγής και προσποιήθηκα τον νεκρό. Πολλές ριπές ακούσθηκαν και όλοι οι συνάδελφοι μου σκοτώθηκαν. Ακολούθησαν και άλλοι πυροβολισμοί. Η χαριστική βολή. Πληγώθηκα στο πόδι. Οι Τούρκοι στρατιώτες μετά αποχώρησαν. Εγώ προσποιήθηκα τον πεθαμένο και κράτησα την αναπνοή μου. Και οι 14 άλλοι ήταν νεκροί. Τους φώναζα τους έσπρωχνα. Κανένας δεν απαντούσε.
«Οι μαύροι με τα ξυρισμένα κεφάλια»
Διηγείται η Ελένη Φιλήτα από τη Μόρφου: Ήμουν κρατούμενη στο Δημοτικό σχολείο Μόρφου όπου έβλεπα καθημερινώς εκείνους τους μαύρους με τα ξυρισμένα κεφάλια και τα μεγάλα δόντια να ψάχνουν στην αρχή για χρήματα και μετά να μεταφέρουν όλα τα πράγματα μας με αυτοκίνητα. Από τη Μόρφου οι Τούρκοι πήραν όλα τα ζώα με αποτέλεσμα η κωμόπολης να ερημωθεί τελείως.
«Εν είδα ποττέ μου έτσι κκιλίντζιηρους»
Διηγείται ο Ιωάννης Καραγιώργης: Με συνέλαβαν την 5ην Σεπτεμβρίου. Ήμουν πολλά τυχερός που έζησα. Στο χωρίο μας έπεσαν καμιά 15αρια βόμβες. Μια κατέστρεψε το σπίτι της κόρης μου. Αφήστε που το αεροπλάνο που επολυβόλησε το σπιτάκι μου δύο φορές και οι σφαίρες έπεσαν δίπλα μου.
Εν είδα ποττέ μου έτσι κκιλίντζιηρους. Μια μηχανή του σινεμά επροσπαθούσαν να την ξεβιδώσουν ολόκληρην ημέρα. Όσο για τα σπίτια δεν άφησαν με πατάτες με ζώα με κρεβάτια. Τώρα που τα εκλέψαν όλα έμεινε μόνο η φρουρά στο χωριό.
«Το ταξίδι στην Αμασεία»
Διηγείται ο Γιάννης Φυλακτή από το Κάρμι: Την 30η Ιουλίου με συνέλαβαν οι Τούρκοι μαζί με άλλους στο χωριό μας. Παραμείναμε στα σπίτια μας διότι τα Ηνωμένα Έθνη επισκέφτηκαν το χωριό και μας είπαν ότι δεν κινδυνεύουμε.
Μετά από δύο ημέρες όμως οι Τούρκοι μας μάζεψαν όλους στην εκκλησία και μπροστά στα παιδιά και τις γυναίκες μας συνέλαβαν όλους τους άντρες. Ενώ μας έβαζαν στα αυτοκίνητα οι γυναίκες και τα μωρά εκλιπαρούσαν με κλάματα να μας αφήσουν.
Οι Τούρκοι όμως μας οδήγησαν στην Αγύρτα, μας πήραν τα χρήματα, ρολόγια και τους αναπτήρες και αφού μας έδεσαν τα χέρια και τα μάτια φόρτωσαν και πάλι στα αυτοκίνητα. Μας πήγαν στο Πέντε Μίλι και εκεί ένας φρουρός με έσπρωξε και έπεσα κάτω από το αυτοκίνητο. Δύο άλλοι άρχισαν να με χτυπούν.
Ο ένας μου έβγαλε το παντελόνι και με ανέβασε στο πλοίο με το σώβρακο. Στο πλοίο είδα έναν αξιωματικό και του είπα στα τουρκικά ότι είναι ντροπή να παραμείνω με τα εσώρουχα. Αυτός διέταξε και μου έδωσαν ένα παντελόνι. Μας πήγαν στη Μερσίνα και από εκεί με αυτοκίνητα στα Άδανα. Λόγω της κατάστασης μου πέρασα κάποιες μέρες σε ένα νοσοκομείο.
Ακόμα και ο γιατρός όταν ερχόταν με εξετάσει με έβριζε. Ένα βράδυ γύρω στις 7:00 μας φόρτωσαν σε ένα τρένο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής περάσαμε μέσα από πολλά χωριά και το τρένο σταματούσε και οι κάτοικοι μας έβριζαν και μας φώναζαν ότι θα μας κόψουν το λαιμό. Από την υπερβολική ζέστη πολλοί έπιναν τον ιδρώτα τους. Μέχρι το μεσημέρι ήμασταν στοιβαγμένοι σας σαρδέλες στα βαγόνια στοιβαγμένοι.
Το πρωί μας είχανε δώσει ψωμί, αναρή αλμυρή και ένα αυγό το μοναδικό που φάγαμε σε δύο μήνες. Φτάσαμε σε ένα χωριό που μας κατέβασαν. Οι κάτοικοι του χωριού μας περικύκλωσαν και μας έφτυναν, μας απειλούσαν κάνοντας νεύμα με τα χέρια τους ότι θα μας κόψουν τα κεφάλια.
Εδώ φοβηθήκαμε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ότι θα μας έδιναν οι στον όχλο. Ευτυχώς όμως είδαμε να έρχονται πολλά λεωφορεία και αισθανθήκαμε ανακούφιση διότι καταλάβαμε ότι κάπου αλλού θα μας μετέφεραν.
Ήμασταν 450 πρόσωπα και μας έβαλαν μέσα στα αυτοκίνητα τον ένα πάνω στον άλλο. Μετά μπήκαμε σε μία πόλη όπου μας περιμένει πλήθος από πολίτες. Η πόλη ήταν η Τοπάκ. Εγώ καθόμουν μπροστά μαζί με τον κοινοτάρχη του Καρμιού.
Το πλήθος χοροπηδούσε και ούρλιαζε ενώ περικύκλωναν τα αυτοκίνητα. Όταν άρχισαν να σπάζουν τα τζάμια του αυτοκινήτου εμείς πέσαμε όλοι κάτω για να μη μας χτυπούν. Ενώ ήμουν ξαπλωμένος ένας από τους φρουρούς μου έδωσε μία κλοτσιά στο μέρος όπου είχα πληγές. Περάσαμε και από δω με τη ψυχή στο στόμα και τη νύχτα η ώρα 11:00 φθάσαμε στην Αμάσεια.
Στην Αμάσεια μείναμε περίπου ένα μήνα. Η διαμονή μας ήταν υποφερτή, μας έδιναν για φαγητό φασόλια, ρεβίθια και κάποτε φακή. Βέβαια όχι σε μεγάλη ποσότητα αλλά τόση όση για να μας κρατήσει στη ζωή. Από πλευράς συμπεριφοράς εδώ τρώγαμε ξύλο μόνο όταν πηγαίναμε στα αποχωρητήρια. Βέβαια όταν μας χτυπούσαν, μας χτυπούσαν όλοι.
Ακόμα και ένας πολίτης που πουλούσε τομάτες και φθαρτά άρχισε να χτυπά ότι έβρισκε μπροστά του».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ