Συνολικά 13 χρόνια εργασίας χρειάζεται ένας Έλληνας για να αποκτήσει το δικό του σπίτι 100 τ.μ., σύμφωνα με νέα έκθεση του ΟΟΣΑ.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το ΟΟΣΑ, οι αυξήσεις τιμών των κατοικιών και των ενοικίων τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με τις μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις καθιστούν σχεδόν ανέφικτη την απόκτηση κατοικίας ειδικά για τους νεότερους.
Από την έκθεση για το κόστος στέγης και το φορολογικό φορτίο στα ακίνητα προκύπτει ότι, με κριτήριο τα ετήσια εισοδήματα που πρέπει να ξοδέψουν τα νοικοκυριά για να αγοράσουν μία κατοικία 100 τ.μ., το 2020 η Ελλάδα καταλαμβάνει την 6η υψηλότερη θέση ανάμεσα σε 31 χώρες- μέλη του οργανισμού.
Στη κορυφή της «ακρίβειας» των ακινήτων σε σχέση με τις αποδοχές βρίσκονται:
- η Νέα Ζηλανδία με 18,7 ετήσια εισοδήματα
- η Κορέα με 16,6
- η Ιρλανδία με 16,1
- το Λουξεμβούργο με 15,8
- Αυστραλία με 14,4
Στην αντίπερα όχθη η ευκολότερη συγκριτικά αγορά κατοικίας καταγράφονται:
- οι ΗΠΑ όπου χρειάζονται τα εισοδήματα 4,1 ετών
- η Λιθουανία με 6,5
- η Φινλανδία με 6,7
- η Ιαπωνία με 7,5
- η Νορβηγία με 7,8
- η Ιταλία με τα εισοδήματα 8,7 ετών
Το μεγαλύτερο πρόβλημα απόκτησης κατοικίας εντοπίζεται στους νέους έως 34 ετών, ενώ το ποσοστό των Ελλήνων αυτής της ηλικιακής ομάδας που έχουν δικό τους σπίτι, χωρίς να έχουν κληρονομήσει ή έχει περάσει στα χέρια τους ακίνητο με γονική παροχή, είναι μόλις 13%.
Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Οι πραγματικές τιμές των ακινήτων, μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού, αυξήθηκαν περίπου 10% από το τέταρτο τρίμηνο του 2019 έως το τρίτο τρίμηνο του 2021 έναντι 13% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ, ενώ η αύξηση των επιτοκίων πιέζει τους δανειολήπτες με κυμαινόμενο επιτόκιο, οι οποίοι αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία στην Ελλάδα.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ