Κυριακή απόγευμα, στις αρχές του Οκτώβρη, και ο δρόμος μάς έβγαλε σε μία από τις πιο γραφικές και ρετρό συνοικίες της Θεσσαλονίκης.
Συγκεκριμένα, σε συνοικία 28 μόλις μονοκατοικιών, που απαρτίζουν την περίφημη «Ουζιέλ» στο ανατολικό τμήμα της Θεσσαλονίκης.
Μετά από σύντομη περιπλάνηση, με τον φωτογράφο, Κώστα Μιχαλόπουλο, αποφασίσαμε να βρούμε τρόπο να φτιάξουμε μία ιστορία, λίγο διαφορετική σε σχέση με όσα έχουν μεταφερθεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο της χώρας.
Χτυπήσαμε λοιπόν πόρτες, οι οποίες άνοιξαν, έστω οι εξωτερικές, αλλά οι αρνήσεις (δύο στον αριθμό) δεν άφηναν περιθώρια για να υλοποιήσουμε την απλή ιδέα μας, που δεν ήταν άλλη από την αυτούσια περιγραφή ενός κατοίκου, ο οποίος θα είναι σε θέση να πει κάτι περισσότερο από τα ιστορικά στοιχεία, που εύκολα μπορεί να αναζητήσει κανείς στον διαδίκτυο.
Ο Κώστας επέμεινε λίγο περισσότερο και, λίγη ώρα αργότερα, για καλή του (και μας) τύχη συνάντησε συμπτωματικά τον κ. Μιχάλη. Του εξήγησε το concept και κάπως έτσι, επτά ημέρες μετά, καθόμασταν και οι τρεις στην αυλή του, πριν στην παρέα προστεθεί η σύζυγός, Ελένη, η κόρη τους Ευγενία του και το σκυλάκι τους.
Οι περιγραφές του κ. Μιχάλη έδωσαν νόημα και στις φωτογραφίες τόσο της οικίας του, όσο και της συνοικίας, όπως θα δείτε παρακάτω, ωστόσο, πέρα από το ρομαντικό σκέλος της πολύχρονης εκεί διαβίωσης, μας μίλησε και για πιο ρεαλιστικές πτυχές της καθημερινότητας των κατοίκων της φημισμένης, σαλονικιώτικης συνοικίας.
Φημισμένης μεν, αφημένης δε…
Προορισμός… ζωής
Η Συνοικία Ουζιέλ βρίσκεται ανάμεσα στο 14ο Γυμνάσιο, στη Βίλα Morpurgo (Βίλα Ζαρντινίδη) και στο κτίριο της Νομαρχίας (βίλα Αλλατίνι), ενώ από το 1984 έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέα. Σημειώστε τη σημασία της λέξης και πόσο επηρεάζει τη ζωή των κατοίκων της Συνοικίας Ουζιέλ.
Ο κ. Μιχάλης Σταλίκας ζει εκεί από το 1970 και είναι από τους παλαιότερους, αν και, όπως λέει και ο ίδιος, όλη του η ζωή, από τα παιδικά του χρόνια, ταυτίστηκε με την ευρύτερη περιοχή.
«Το 1970 ήμουν 16 ετών και τότε μάθαμε ότι νοικιάζεται ένα σπίτι στην περιοχή εδώ. Μέναμε στη Σοφούλη, στην πρώτη πολυκατοικία της εποχής, που ήταν τριόροφη, δίχως ασανσέρ, με παππού και πατέρα τροχιοδρομικό. Τον παππού μου δεν τον γνώρισα, αλλά ο πατερας δούλευε μέχρι το 1957, που η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να τα ξηλώσει. Το σπίτι στη Σοφούλη ήταν μικρό πια για μας και αποφασίσαμε να φύγουμε. Η οικογένεια μεγάλωσε και έτσι ήρθαμε ως ενοικιαστές στη Συνοικία Ουζιέλ.
Εδώ από πάνω (σ.σ: δείχνει με το χέρι του στη θέση που σήμερα βρίσκεται πάρκο), υπήρχε μία αλάνα, στην οποία παίζαμε μπάλα.
Στο σπίτι που είμαστε τώρα, ήταν το πατρικό της συζύγου μου, εδώ γνωριστήκαμε, έδεσε το γλυκό και έμεινα για πάντα», εξιστορεί ο κ. Σταλίκας, γυρίζοντας αρκετά χρόνια πίσω.
Ακόμη κι αν δεν τα είχε φέρει όμως έτσι η μοίρα, ο ίδιος λέει ότι η αλάνα, στην οποία έπαιζε πιτσιρικάς, θα αποτελούσε σημείο αναφοράς -σε κάθε περίπτωση- για τη ζωή του. Γιατί;
«Μεγάλωσα σε γειτονιά, με κήπους και αλάνες, οπότε αυτή η αμεσότητα μεταξύ σπιτιού και γης, είναι κάτι το οποίο έχω ζήσει και θα το ζητούσα και στη συνέχεια», προσθέτει, δίνοντάς μας να καταλάβουμε γιατί η συγκεκριμένη συνοικία, αποτέλεσε προορισμό… ζωής.
Η σχέση σπιτιού-χώματος
Τότε, γιατί ο κ. Σταλίκας δεν έφυγε, εφόσον το κόστος συντήρησης του -κατά τα άλλα- διατηρητέου συνοικισμού είναι τόσο υψηλό, ειδικά από τη στιγμή που πλέον στη ζωή μας υπάρχει η ενεργειακή κρίση;
«Έχω δικό μου σπίτι ρε φίλε… Είναι σε καλή περιοχή, υπάρχει άρρηκτα η σχέση σπιτιού-χώματος και θέλω να μείνω. Δεν με ανάγκασε κανείς. Αλλιώς, θα μπορούσα να το πουλήσω και να μετακομίσω κάπου αλλού. Έχω όμως τεράστιο κόστος στη συντήρηση».
Και σε αυτό το σημείο, μπαίνει -επίσης έντονα- το κομμάτι της νοσταλγίας.
«Εδώ που μένω είναι το πατρικό της συζύγου μου. Πώς θα φύγει ή θα φύγουμε. Σαφώς και η νοσταλγία παίζει ρόλο, όπως και ο ψυχισμός όλων εμάς που μένουμε εδώ τόσες δεκαετίες. Έχουμε δικό μας οίκημα και δεν το συζητάμε να φύγουμε. Οι δυσκολίες είναι αντικειμενικές, δεν τις παρακάμπτουμε, ειδικά τώρα που η Ενέργεια έχει φτάσει στον… Θεό. Όπως για όλους, έτσι και για εμάς», λέει ο κ. Σταλίκας.
Τα «σπιρτόκουτα» και η φύση
Η -επί σειρά ετών- διαμονή σε τόσο ξεχωριστό και γραφικό οικισμό, όπως και να το κάνουμε δίνει άλλη ψυχολογία στον κάθε ένοικο. Δεν το λέμε εμείς, αλλά ο κ. Σταλίκας.
«Θέλεις δεν θέλεις, η ψυχολογία, εδώ, είναι διαφορετική. Μένουμε 50 χρόνια και το κύριο συναίσθημα είναι η προέκταση των παιδικών μας χρόνων. Τα σπίτια των περισσοτέρων κατοίκων εδώ, είναι τα πατρικά τους. Προσωπικα, δε θα σου πω ποτέ ότι μπήκα σε ένα κλουβί (σ.σ: εννοεί το διαμέρισμα), γιατί συνεχίζω να είμαι στο χώμα, δηλαδή ασχολούμαι με τη γη. Έτσι όπως μεγάλωσα, δηλαδή…».
Παρόλο το «δέσιμο» με την περιοχή, ο κ. Μιχάλης Σταλίκας δεν μπήκε ποτέ στον πειρασμό να πουλήσει το σπίτι του, γιατί απλώς δεν ήθελε να πουλήσει «την προέκταση των παιδικών του χρόνων».
«Από τους 100 περαστικούς, που περνούν για να θαυμάσουν τον οικισμό, οι 30 θα ρωτήσουν: ‘’Πωλείται κάποιο σπίτι;’’ Ο κόσμος θέλει να αγοράσει. Και ξέρεις γιατί; Διότι δεν συγκρίνεται η ζωή στο σπιρτόκουτο με τη ζωή στη φύση. Δεν μου δίνεται η αίσθηση ότι ζω σε άλλη εποχή, όπως λένε διάφοροι, ζω πιο κοντά στη φύση. Βρίσκομαι στη γη».
Τι πρέπει να γνωρίζει, παρόλα αυτά, αν κάποιος θέλει να μπει στον… πειρασμό να αγοράσει σπίτι στη Συνοικία Ουζιέλ;
«Η διαδικασία της πώλησης είναι απλή και δεν χρειάζεται κάτι διαφορετικό από ένα οποιαδήποτε άλλο οίκημα. Εφόσον υπάρχουν τίτλοι ιδιοκτησίας, μπορεί να γίνει και η πώληση. Αν μιλούσα σε κάποιον φίλο μου, θα του έλεγα να έρθει, για να είμαστε κοντά και να έχω παρέα.
Αν είναι άγνωστος, φαντάζομαι πως δεν θα ανοιχτώ και πολύ. Στον φίλο μου θα του έλεγα, όμως… «Φιλαράκο, εδώ θα καις πολύ καύσιμο τον χειμώνα. Έχει συντήρηση, η σκεπή μπορεί να μπάζει, το έδαφος κάνει καθιζήσεις. Μέσα στο σπίτι, βέβαια, βάζεις πρώτα απ’ όλα τον χαρακτήρα σου…»
Τα… ψιλά γράμματα του διατηρητέου
«Περί το 1980 είχε πέσει η ιδέα της αντιπαροχής, γιατί τα σπίτια του οικισμού ήταν ήδη παλιά και χρειάζονταν συνεχώς συντήρηση. Απευθυνθήκαμε ως οικισμός, λοιπόν, σε έναν αρχιτέκτονα, για να δούμε τι μπορεί να κάνει. Και ενώ προχωρούσαμε τα σχέδια, ως γνήσιοι Έλληνες μαλώναμε για το ποιος θα πάρει…τι. Η ιστορία αυτή κράτησε 2-3 χρόνια και στις αρχές του 1984, όταν ήρθε η τότε υπουργός Πολιτισμού, η αείμνηστη, Μελίνα Μερκούρη, έμαθε για τη Συνοικία και την επισκέφθηκε, ενθουσιάστηκε και κήρυξε διατηρητέο τον οικισμό».
Κι αυτή η έννοια, όπως προαναφέραμε, δεν «περπάτησε» ιδανικά στο πέρασμα των ετών, όπως εξηγεί ο κ. Σταλίκας…
«Πολλοί από εμάς εδώ, αναγκαστήκαμε να ζήσουμε στα σπίτια μας, που ήταν παλιά, σε όχι καλή κατάσταση και χρειάζονταν συντήρηση. Παρόλα αυτά, το κράτος δεν έδωσε ούτε μία δραχμή, τότε και ούτε ευρώ στη συνέχεια. Και μιλάμε για σπίτι, που φτιάχτηκε το 1926, άρα θέλει φοβερή συντήρηση».
Η έννοια του διατηρητέου άρχισε να… κερδίζει έδαφος στην κουβέντα μας και οι απόψεις του κ. Σταλίκα, προφανώς θα απηχούσαν και απόψεις αρκετών ακόμη κατοίκων της Συνοικίας.
Τι όμως σημαίνει πρακτικά η έννοια του διατηρητέου οικήματος και πόσο εγκλωβίζει τους ιδιοκτήτες των σπιτιών;
«Το κράτος δεν έχει δώσει τίποτε, για να στηρίξει την έννοια του διατηρητέου, αντιθέτως έχει πάρει. Ο κόσμος περνά και φωτογραφίζει τα σπίτια, την περιοχή και αναρωτιέται… πού ζείτε ρε παιδιά;
Είναι ωραίο να το λες, αλλά τα σπίτια θέλουν λεφτά κάθε χρόνο, θέλουν στήριξη. Τα σπίτια είναι ψηλοτάβανα και φτάνουν τα 3,5 μέτρα.
Επομένως, για να το ζεστάνεις θέλεις διπλάσιο πετρέλαιο ή ό,τι καις γενικά παρά ένα διαμέρισμα. Στο διατηρητέο επίσης δεν μπορείς να παρέμβεις στην εξωτερική όψη.
Εάν το κράτος ήθελε να κάνει διατηρητέο έναν οικισμό όφειλε να δίνει κάποια χρήματα, για τη συντήρηση και να συνεχίσει να είναι διατηρητέο, ώστε να το συντηρεί και ο κόσμος που μένει μέσα», απαντά ο κ. Σταλίκας θολώνοντας… λιγάκι την εικόνα που μπορεί να έχουν πολλοί.
«Δεν πήραμε το παραμικρό, αντιθέτως έχουμε δώσει του κόσμου τα λεφτά», συμπληρώνει με παράπονο.
Τα… ταμπελάκια και η απουσία του Δήμου
Ο κ. Σταλίκας εξωτερίκευσε τις σκέψεις του, όσον αφορά τη στάση της κεντρικής εξουσίας στο θέμα του διατηρητέου οικισμού.
Ποια όμως η θέση του για την τοπική δημοτική αρχή;
Πόσο ενδιαφέρον έδειξε για την ανάδειξη της Συνοικίας Ουζιέλ;
«Δεν ενδιαφέρεται κανείς, αν εννοούμε τις τοπικές υπηρεσίες. Κανένας δεν ενδιαφέρεται και για τίποτα. Θα σου πω ένα παράδειγμα και θα καταλάβεις.
Πριν από χρόνια, 10-15 περίπου, ο Δήμος αποφάσισε να δώσει ονόματα αρχιτεκτόνων στις οδούς του οικισμού.
Το ένα στενάκι θα έπαιρνε το όνομα Μοσέ, το δεύτερο του Αριγκόνι και το τρίτο του Παιονίδη. Ποτέ όμως δεν τοποθετήθηκαν ταμπελάκια, για να είναι ευδιάκριτα και να ξεχωρίζουν οι μικρές αυτές οδοί. Έστειλα, λοιπόν, μέιλ στον Δήμο, ρωτώντας πώς θα γίνεται η αρίθμηση και γιατί δεν έχουν μπει τα ταμπελάκια, αν και η ονοματοδοσία έχει ολοκληρωθεί.
Τρεις-τέσσερις πινακίδες είναι όλη η δουλειά και ακόμη περιμένω απάντηση», ήταν τα λόγια του, λίγο πριν ολοκληρωθεί η κουβέντα μας.
Η ατάκα, όμως, στον επίλογο ήταν το καλύτερο «κλείσιμο» στη συνάντηση, που είχαμε για 1,5 ώρα…
«Πολλές οι δυσκολίες, αλλά το σπίτι μου δεν το αλλάζω. Μένω στον οικισμό Ουζιέλ. Είναι η μοναδική περιοχή της Θεσσαλονίκης, που μπορείς να ακούσεις χειμώνα-καλοκαίρι να κελαηδούν τα αηδόνια».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ