Η Κρήτη αν και αναπόσπαστο κομμάτι του Ελληνισμού από αρχαιοτάτων χρόνων δεν είχε την τύχη να βρίσκεται μεταξύ των απελευθερωμένων εδαφών μετά την Επανάσταση του 1821.
Παρ’ ότι οι Κρητικοί συμμετείχαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, η πατρώα γη του Μίνωα και των Κουρητών δεν συμπεριλήφθηκε εντός των ορίων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όπως αυτά διαμορφώθηκαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 1830.
45 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, οι Κρητικοί επαναστατούν για άλλη μια φορά εναντίον των Τούρκων. Επίκεντρο της επανάστασης η Μονή Αρκαδίου στο Ρέθυμνο.
Η ύψιστη πράξη αυτοθυσίας και ηρωισμού η ανατίναξη της Μονής στις 9 Νοεμβρίου του 1866 θα αποτελέσει μεν το «κύκνειο άσμα» εκείνης της εξέγερσης και, παράλληλα, τον «σπόρο» πάνω στον οποίο θα ανθίσει η ελευθερία του νησιού.
Η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η οποία έμελλε να επισφραγιστεί 56 χρόνια μετά τα γεγονότα της Μονής Αρκαδίου το 1912.
Η Κρήτη μετρά ήδη 600 και πλέον χρόνια σκλαβιάς. Αρχικά στους Ενετούς και στη συνέχεια από το 1669 και έπειτα στους Οθωμανούς Τούρκους.
Ο πόθος για τη λευτεριά είναι μεγάλος. Μετά το αρχικό μούδιασμα άρχισε και η οργάνωση των Κρητικών, ενώ οι πρώτες επαναστάσεις εναντίον των Οθωμανών δεν άργησαν να ξεσπάσουν.
Η εξέγερση του Δασκαλογιάννη με επίκεντρο τα Σφακιά το 1770 ήταν η πρώτη μεγάλη οργανωμένη επαναστατική ενέργεια στο νησί. Ξέσπασε σε μια περίοδο που κυριαρχούσε η επαναστατική ορμή και στην κυρίως Ελλάδα.
Ήταν η περίοδος των Ορλωφικών. Η περίοδος που οι υπόδουλοι Χριστιανοί της βαλκανικής πίστεψαν πως θα πνεύσει και στα μέρη τους η ανάσα της λευτεριάς, ωστόσο, γρήγορα διαψεύστηκαν.
Οι ελπίδες για βοήθεια της Ρωσίας αποδείχθηκαν φρούδες.
Ακολούθησαν οι επαναστατικές ενέργειες το 1821 και μετά. Η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα «βράζει» και οι Έλληνες επαναστάτες κερδίζουν έδαφος και δείχνουν ικανοί να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό.
Το παράδειγμά τους επιχειρούν να ακολουθήσουν και οι Κρητικοί, όμως, η Κρήτη δεν είναι Πελοπόννησος. Παρά τις σποραδικές επιτυχίες, η επανάσταση καταπνίγηκε.
Στη συνέχεια ήρθαν νέες εξεγέρσεις το 1841, ενώ το 1856 η συνθήκη του Χάτι Χουμαγιούν και οι εξαγγελίες για αστική και θρησκευτική ισότητα αναθάρρυνε τους Κρητικούς.
Οι όποιες εξαγγελίες, ωστόσο, έμειναν «κενό γράμμα», αφού οι οθωμανικές αρχές έδειξαν απρόθυμες να εφαρμόσουν την παραμικρή μεταρρύθμιση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει η επόμενη επανάσταση.
Αυτή συνέβη, τελικώς, το 1866 και ήταν η μεγαλύτερη ως εκείνη την περίοδο στην Κρήτη. Επίκεντρό της η ιστορική Μονή Αρκαδίου, 23 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Ρεθύμνου.
Το χρονικό των γεγονότων
Η επανάσταση ξέσπασε το 1866 όμως στην Κρήτη «μύριζε» μπαρούτι από πολλά χρόνια νωρίτερα. Η συνθήκη του Χάτι Χουμαγιούν δημιούργησε ελπίδες στον χριστιανικό πληθυσμό της Κρήτης για περισσότερες ελευθερίες, όμως, όπως ειπώθηκε, αυτές γρήγορα διαψεύστηκαν.
Η καταπίεση εκ μέρους της τουρκικής διοίκησης σε συνδυασμό με τα φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιοίκησης έκαναν τη ζωή αφόρητη και η επανάσταση «σιγόβραζε».
Στις 14 Μαΐου 1866 συγκεντρώθηκαν στα Χανιά αντιπρόσωποι από όλη την Κρήτη και συνέταξαν μια αναφορά προς τον Σουλτάνο. Αυτή συμπεριλάμβανε μια σειρά αιτημάτων πάσης φύσεως. Κοινωνικών, οικονομικών και θρησκευτικών.
Συγκεκριμένα, η κρητική αντιπροσωπεία ζητούσε βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας, αναγνώριση του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντές του και τη λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού.
Παράλληλα, απέστειλε μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους καλούσε να ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή να μεσολαβήσουν στη χορήγηση από τον Σουλτάνο «Οργανικού Νόμου».
Παρών στη συγκέντρωση και ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης. Το ιστορικό μοναστήρι είχε ρόλο επαναστατικού κέντρου στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου.
Αντίδραση από πλευράς επίσημου ελληνικού κράτους δεν υπήρχε. Η κυβέρνηση της Αθήνας αν και, προφανώς, πολύ θα το ήθελε, δεν ήθελε να υιοθετήσει τα αιτήματα των Κρητικών, αφού δεν επιθυμούσε (ή δεν της το επέτρεπαν οι Μεγάλες Δυνάμεις) να ανοίξει νέο μέτωπο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όσο για την αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων; Πλήρης αδιαφορία και απαξίωση στις εκκλήσεις των Κρητικών. Μόνο η Ρωσία επιχείρησε να μεσολαβήσει μέσω των υποπροξένων της στην Κρήτη και πάλι όμως η παρέμβασή της δεν ήταν αποφασιστική. Το αυτί του Σουλτάνου δεν ίδρωσε.
Βλέποντας την αδιαφορία και την απάθεια από όλες τις πλευρές, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν.
Η σημαία της Επανάστασης υψώθηκε στις 21 Αυγούστου 1866 με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη στα Χανιά, τον Ελλαδίτη συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο στο Ρέθυμνο και τον Μιχαήλ Κόρακα στο Ηράκλειο.
Η ελληνική κυβέρνηση φοβήθηκε να πάρει ανοικτά το μέρος των επαναστατών, δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους απλούς πολίτες. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας συγκροτήθηκαν ομάδες με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων, τροφίμων, πολεμοφοδίων, ακόμη και με την εθελοντική στράτευση στο πλευρό των εξεγερμένων.
Η αντίδραση του Σουλτάνου
Στην Κωνσταντινούπολη ο θορυβημένος και εξοργισμένος Σουλτάνος αποφάσισε να στείλει τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά στην Κρήτη με εντολή να καταπνίξει την επανάσταση στο αίμα.
Πρώτα, βεβαίως, είχε φροντίσει να ρίξει στο κενό όλα τα αιτήματα των Κρητικών για πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική και οικονομική δικαιοσύνη.
Ο Μουσταφά Ναϊλή Πασάς απόλυτος γνώστης της κατάστασης, καθώς είχε πάρει μέρος και στις μάχες που είχαν προηγηθεί το 1821, αφού προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις περιοχές Χανίων στη συνέχεια στράφηκε προς το κέντρο της επανάστασης τη Μονή Αρκαδίου.
Η πολιορκία της Μονής
Ο Μουσταφά Πασάς έφθασε έξω από το μοναστήρι το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1866. Στη διάθεσή του είχε 15.000 άνδρες και ισχυρό πυροβολικό. Τη Μονή υπερασπίζονταν 966 άνθρωποι, εκ των οποίων μόνο οι 250 μπορούσαν να πολεμήσουν.
Επικεφαλής των αγωνιστών ήταν ο Ηγούμενος της Μονής Γαβριήλ Μαρινάκης και ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος.
Οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή και αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις.
Το δεύτερο κύμα της επίθεσης άρχισε το πρωί της 9ης Νοεμβρίου. Το απόγευμα οι Τούρκοι κατάφεραν να γκρεμίσουν το δυτικό τείχος και άρχισαν να εισβάλουν στη Μονή.
Οι άνδρες που είχαν ξεμείνει από πυρομαχικά αμύνονταν μόνο με ξίφη και όποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο έβρισκαν. Τα γυναικόπαιδα κρύφτηκαν στην πυριδιταποθήκη. Εκεί γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος.
Το ολοκαύτωμα της Μονής
Ενώ ο ηγούμενος Γαβριήλ είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια των μαχών και οι Τούρκοι κατέπνιγαν στο αίμα την εξέγερση ο Κωστής Γιαμπουδάκης ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη και η Μονή σωριάστηκε σε φλεγόμενα ερείπια.
Οι ένθερμοι πατριώτες Κρητικοί επαναστάτες προτίμησαν την εθελοντική θυσία από την ατίμωση και την αιχμαλωσία. Η έκρηξη προκάλεσε τον θάνατο όχι μόνο των ταμπουρωμένων Ελλήνων αλλά και πολλών Τούρκων που επιχειρούσαν να μπουν στον χώρο της πυριδιταποθήκης.
Όσοι γλίτωσαν το θάνατο από τη φωτιά, έπεσαν από το μαχαίρι των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν στον χώρο και τους κατέσφαξαν. Από τους 964 Κρήτες, 846 σκοτώθηκαν στη μάχη ή τη στιγμή της έκρηξης. 114 άνδρες και γυναίκες πάρθηκαν αιχμάλωτοι.
Μεταξύ αυτών και ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος, ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε. Μόλις 3 ή 4 κατάφεραν να διαφύγουν. Οι απώλειες των Τούρκων, σύμφωνα με υπολογισμούς, ανήλθαν σε τουλάχιστον 1.500.
Με μια άλλη εκδοχή οι απώλειες των Τούρκων εκτιμώνται στους 3.000. Η ιστορία του Κουγκίου και του καλόγερου Σαμουήλ είχε επαναληφθεί.
Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, ο πυρπολητής του Αρκαδίου
Οι διεθνείς αντιδράσεις
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, όπως είχε συμβεί με την καταστροφή των Ψαρών και την Έξοδο του Μεσολογγίου, συγκίνησε όλο τον χριστιανικό κόσμο.
Το πνεύμα αυτοθυσίας και η ανθρωποσφαγή στάθηκε αφορμή για ένα νέο κύμα φιλελληνισμού που σάρωσε την Ευρώπη. Σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο Βίκτωρ Ουγκώ, πήραν θέση υπέρ του αγώνα των Κρητικών για ελευθερία.
Ξένοι εθελοντές έσπευσαν να ενισχύσουν οικονομικά αλλά και με οποιονδήποτε άλλον διαθέσιμο τρόπο. Υπό το βάρος των γεγονότων, οι Μεγάλες Δυνάμεις που μέχρι τότε έκλειναν τα αυτιά τους στα αιτήματα των επαναστατών αναγκάστηκαν να απλώσουν χείρα βοηθείας στις εκκλήσεις για δικαιοσύνη που απηύθυναν οι Κρητικοί.
Με την παρότρυνσή τους, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον «Οργανικό Νόμο» (3 Φεβρουαρίου 1868), ένα είδος Συντάγματος, που προέβλεπε προνόμια για τους χριστιανούς και καθεστώς ημιαυτονομίας για το νησί. Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πήρε αναβολή για το 1912.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ