Εκτεταμένες διαστάσεις έχει πάρει το τελευταίο χρονικό διάστημα η εκτίναξη της δημοτικότητας των ακροδεξιών κομμάτων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, εγείροντας ερωτήματα για τη νέα αυτή πολιτική τάση που συντελείται σιγά-σιγά.
Αναλυτικότερα, αυτή τη στιγμή σε όλη την Ευρώπη εθνικιστικά, λαϊκιστικά, υπερσυντηρητικά κόμματα, με νεοφασιστικές ρίζες και άλλα απολαμβάνουν μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη, με παλιά ταμπού που έχουν τις ρίζες τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να καταρρίπτονται, με τους ψηφοφόρους να επιλέγουν να ξαναψηφίσουν την ακροδεξιά, στρέφοντας την πλάτη τους σε άλλοτε κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, δηλώνοντας απογοητευμένοι από τη διακυβέρνησή τους.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, αυτή η αλλαγή θα μπορούσε να αποδειχθεί μια νέα πολιτική τάση, τη στιγμή που κόμματα που βρίσκονταν στο περιθώριο του πολιτικού φάσματος, αποκτούν τώρα κυβερνητικούς ρόλους μαζί ή στη θέση των κυριάρχων δεξιών – κατά βάση – παρατάξεων.
Η πιο πρόσφατη περίπτωση είναι στη Φινλανδία, όπου μετά από τρεις μήνες διαπραγματεύσεων, το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα «Οι Φινλανδοί», το οποίο έκανε σε μεγάλο βαθμό προεκλογική εκστρατεία με μια βαθιά αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή ατζέντα, έγινε μέλος της κυβέρνησης συνασπισμού.
Αντίστοιχα είναι τα παραδείγματα των κυβερνήσεων στη Σουηδία και την Ιταλία, ενώ στην Ισπανία, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP) συνήψε μια σειρά από συμφωνίες συνασπισμού σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο με το δεξιό κόμμα VOX, «φουντώνοντας» τις φήμες για ένα πιθανό σχέδιο για τις εθνικές εκλογές, τις οποίες εκτιμάται ότι θα κερδίσουν.
Την ίδια ώρα, στη δυτική Ευρώπη, τα ακροδεξιά κόμματα παρουσιάζουν μια σταθερά ανοδική πορεία, διαμορφώνοντας τις πολιτικές μιας κυρίαρχης τάσης με εθνικιστικές και λαϊκιστικές αντιλήψεις, που γίνονται αποδεκτές – συχνά με διθυραμβικό τρόπο – από τους ψηφοφόρους.
Η «έκρηξη» της Λεπέν «καταπίνει» τον Εμανουέλ Μακρόν
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις επιβεβαίωσαν αυτό που αρκετοί αναλυτές εκτιμούσαν εδώ και αρκετό καιρό: την «έκρηξη» της Μαρίν Λεπέν που μπορεί να «καταπιεί» τον Γάλλο πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν. Στις προεδρικές εκλογές του περασμένου έτους, η Γαλλίδα πολιτικός σημείωσε ποσοστό ρεκόρ 41,46%, με την Εθνική Συσπείρωση (RN) να κερδίζει 89 από τις 577 έδρες στο κοινοβούλιο, ποσοστό που αυξήθηκε κατά 1%.
Ως το μεγαλύτερο ενιαίο κόμμα της αντιπολίτευσης, η Εθνική Συσπείρωση προσπαθεί να επιδείξει πειθαρχία και υπευθυνότητα σε μια προσπάθεια να εξυγιάνει περαιτέρω την εικόνα του και να θάψει τις μακροχρόνιες κατηγορίες για ρατσισμό και ξενοφοβία.
Μάλιστα, αφήνοντας κατά μέρους την παραδοσιακή ατζέντα της «Γαλλίας για τους Γάλλους», η Λεπέν εκτιμάται ότι θα είναι η επόμενη πρόεδρος της χώρας, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι ακόμη και τώρα θα κέρδιζε έναν επαναληπτικό γύρο εκλογών, εάν θα διεξαγόταν σήμερα.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν αναλυτές, οι πρόσφατες ταραχές στη Γαλλία έχουν αυξήσει το αίσθημα επιφυλακτικότητας των πολιτών απέναντι σε κεντρώους, αριστερούς και δεξιούς πολιτικούς, με μερίδα του εκλογικού σώματος να κατακλύζει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ξενοφοβικά σχόλια, ζητώντας αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές.
Τρία ολλανδικά κόμματα κερδίζουν έδαφος
Στην Ολλανδία, είναι ενδεικτικό το παράδειγμα των τριών εθνικιστικών λαϊκών κομμάτων, του αντι-ισλαμικού Κόμματος Ελευθερίας (PVV) του Γκερτ Βίλντερς, του ελευθεριακού, συνωμοσιολογικού και φιλορωσικού Φόρουμ για τη Δημοκρατία (FvD) του Τιερί Μπάουντετ και του JA21, που κατέχουν 28 από τις 150 έδρες του ολλανδικού κοινοβουλίου.
Η αλματώδης άνοδος στις φετινές περιφερειακές εκλογές ενός νέου λαϊκιστικού κόμματος, του Κινήματος Αγροτών-Πολιτών (BBB), το οποίο μάχεται κατά των περιβαλλοντικών πολιτικών της κυβέρνησης, ανέδειξε τον κατακερματισμένο χαρακτήρα της ολλανδικής πολιτικής εν όψει των εθνικών εκλογών, που θα διεξαχθούν τον Μάρτιο του 2025.
Αυτή η αλλαγή σε καίρια ζητήματα, όπως η ακρίβεια, το μεταναστευτικό, η φτώχεια και οι πράσινες πολιτικές αποτέλεσαν «αγκάθια» για την ολλανδική κυβέρνηση, η οποία κατέρρευσε στις 8 Ιουλίου, 18 μήνες μετά τον σχηματισμό της, λόγω ασυμβίβαστων διαφορών του τετρακομματικού συνασπισμού.
Εκτοπίζει τους Σοσιαλδημοκράτες το γερμανικό AfD
Η νίκη της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία» (AfD) στις περιφερειακές εκλογές στην ανατολική Γερμανία θα μπορούσε να σημάνει το τέλος του μακροχρόνιου τείχους που είχε υψωθεί από ένα ενιαίο κυρίαρχο δημοκρατικό τόξο έναντι του ακροδεξιού κόμματος.
Κατά τους ειδικούς, το μέτωπο κατά του AfD καταρρέει, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο στη βαθιά δυσαρεστημένη ανατολική Γερμανία, όπου το κόμμα πιστεύεται ότι μπορεί να κερδίσει τις εκλογές των κρατιδίων που θα διεξαχθούν το επόμενο έτος στη Θουριγγία, το Βρανδεμβούργο και τη Σαξονία.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε εθνικό επίπεδο – σε μια περίοδο που η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τον πληθωρισμό, την ύφεση, την αύξηση του αριθμού των προσφύγων και την κατακερματισμένη κυβέρνηση συνασπισμού – οι ψηφοφόροι προτιμούν το ξενοφοβικό, αντι-ισλαμικό AfD περισσότερο από τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς.
«Σαρώνει» η ακροδεξιά στις σκανδιναβικές χώρες
Την ίδια ώρα, η επιρροή του ακροδεξιού κόμματος των Φιλανδών στη νέα τετρακομματική κυβέρνηση συνασπισμού της χώρας, που ζει την πιο ακραία φάση στην ιστορία της – είναι σαφής. Η περικοπή των ποσοστώσεων για τους πρόσφυγες, η μείωση των μεταναστευτικών εισροών, η δυσκολότερη απόκτηση ιθαγένειας και η καθιέρωση ξεχωριστών παροχών για τους μετανάστες και τους μόνιμους κατοίκους είναι μερικές μόνο από τις προεκλογικές υποσχέσεις της φιλανδικής ακροδεξιάς που φαίνεται να γοητεύουν τους πολίτες.
Παράλληλα, στη Σουηδία, μετά την οριακή νίκη του δεξιού μπλοκ στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, οι συντηρητικοί «Μετριοπαθείς» σχημάτισαν συνασπισμό μειοψηφίας με δύο άλλα κεντροδεξιά κόμματα, ο οποίος βασίζεται στην κοινοβουλευτική υποστήριξη των ακροδεξιών «Σουηδών Δημοκρατών».
Για πρώτη φορά το εθνικιστικό κόμμα, το οποίο κέρδισε το 20,5% των ψήφων, είχε άμεση συμμετοχή σε κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά και στην απόφαση να συμπεριληφθεί στη χάραξη πολιτικής, η οποία ήταν εδώ και αρκετά χρόνια αδιανόητη, προκαλώντας ριζικές αλλαγές στην προσέγγιση της Σουηδίας όσον αφορά τον νόμο και την τάξη, το άσυλο και τη μετανάστευση.
Παραγκωνισμός για τον Σάντσεθ από το VOX
Μόλις τον περασμένο μήνα, αφού τα συντηρητικά και σκληρά δεξιά κόμματα της Ισπανίας συνέτριψαν την κεντροαριστερά στις τοπικές εκλογές, οι νικητές στην Έλτσε, μεταξύ των οποίων και το ακροδεξιό Vox υπέγραψαν μια συμφωνία με μακροχρόνιες συνέπειες για το μέλλον της Ισπανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ο υποψήφιος του συντηρητικού «Λαϊκού Κόμματος» είχε την ευκαιρία να κυβερνήσει, αλλά χρειαζόταν το ακροδεξιό κόμμα Vox, το οποίο, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή του κατά τις ψηφοφορίες του δημοτικού συμβουλίου, έλαβε τη θέση του αντιδημάρχου και ένα νέο διοικητικό όργανο για την υπεράσπιση της παραδοσιακής οικογένειας.
Το VOX, το οποίο υποστηρίζει την υπεροχή του εθνικού δικαίου και την ανάγκη να ανακτήσουν τα κράτη μέλη την κυριαρχία τους, είναι η τρίτη πολιτική δύναμη στην Ισπανία με εκτίμηση ψήφου 14,7% για τις επερχόμενες εθνικές εκλογές και, μετά την είσοδό του σε περιφερειακές και δημοτικές κυβερνήσεις σε συνασπισμό με το PP -που προβλέπεται να είναι ο νικητής των επόμενων εκλογών με 31,8% των ψήφων-, τοποθετείται ως σοβαρός υποψήφιος για να συμμετάσχει στην επόμενη κυβέρνηση της Ισπανίας.
Η άνοδος των «Αδελφών της Ιταλίας» στην κυβέρνηση
Το πρόσφατο παράδειγμα της Ιταλίας, όπου τα «Αδέλφια της Ιταλίας» αναδείχθηκαν πρώτο κόμμα, αποδεικνύει ακριβώς αυτό που οι αναλυτές χαρακτηρίζουν ως ακροδεξιά στροφή της Ευρώπης.
Η Τζόρτζια Μελόνι ξεκίνησε την πολιτική της καριέρα από μια μεταφασιστική οργάνωση νεολαίας και αργότερα έγινε ηγέτιδα του ακροδεξιού λαϊκιστικού κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας», καλλιεργώντας με την πάροδο του χρόνου την εικόνα μιας μετριοπαθούς πολιτικού.
«Είναι όλοι διαφορετικοί, και οι κουλτούρες και τα πολιτικά συστήματα στα οποία δραστηριοποιούνται είναι όλα διαφορετικά. Αλλά μετά από κάθε κρίση, λέγαμε στους εαυτούς μας ότι οι λαϊκιστές και η ακροδεξιά φθίνουν στην Ευρώπη, ενώ η πραγματικότητα είναι ότι αυξάνονται λίγο πολύ σταθερά, με μερικές διακοπές, από τη δεκαετία του 1980», εξήγησε η Κάθριν Φιέσκι, διευθύντρια πολιτικής στο Open Society Foundations Europe και ειδική σε θέματα λαϊκισμού, αυταρχισμού και ακροδεξιάς.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια, η αντίθεση στη μετανάστευση, ο αντι-ισλαμισμός και η ΕΕ ήταν αυτό που ένωνε τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης, αν και πλέον έχουν εμφανιστεί και νέες αιτίες: οι πόλεμοι, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η κλιματική κρίση και οι θυσίες που επιμένουν οι κυβερνήσεις ότι θα χρειαστούν για την καταπολέμησή της.
Το «παράδειγμα» της Πολωνίας που προβληματίζει τους αναλυτές
Η περίπτωση της Πολωνίας αποτελεί ίσως ένας από τις πιο πολυμελετημένες ενδείξεις ανόδου της ακροδεξιάς, με τα ποσοστά των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, που εκτίνονται από την κεντροδεξιά ως της αριστερά, να είναι εμφανώς χαμηλότερα, συγκεντρώνοντας συνολικά το 40% των ψήφων σε δημοσκοπήσεις.
Το κυβερνών κόμμα του «Νόμου και της Δικαιοσύνης» (PiS) μέχρι σήμερα είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής, με τον ένθερμο αντισυστημισμό, που ενισχύθηκε την περίοδο της πανδημίας και των συνεχών lockdown να έχει κυριεύσει ένα σημαντικό κομμάτι της πολωνικής κοινωνίας, που αισθάνεται πληγωμένη από τα παραδοσιακά κόμματα.
Όπως παρατηρείται, τα ποσοστά του PiS είναι ιδιαίτερα ανεβασμένα ακόμη και στις επαρχιακές πόλεις, με ηγέτες αγροτικών συνεταιρισμών, φίλα προσκείμενων στο κυβερνών κόμμα να μοιράζουν δωρέαν τρόφιμα και λαχανικά στους κατοίκους, ενισχύοντας το αίσθημα στήριξης προς το πρόσωπό τους.
Μέσα σε όλα, ήρθε να προστεθεί ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, αλλά και η κλιματική κρίση και οι πολιτικές πράσινες μετάβασης, τις οποίες το PiS απορρίπτει, υποστηρίζοντας ότι ο πολωνικός λαός μπορεί να ταξιδεύει με αεροπλάνο όποτε το επιθυμεί και να κινείται στην πόλη με δύο ή περισσότερα ΙΧ.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ