Μια εξαιρετικά κρίσιμη και συνάμα ασυνήθιστη εκλογική αναμέτρηση διεξάγεται σήμερα (23/7) στην Ισπανία, στο αποκορύφωμα ενός καυτού καλοκαιριού, μετά από τέσσερα χρόνια κεντροαριστερής διακυβέρνησης.
Αναλυτικότερα, ο σημερινός πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ, προκήρυξε τη διαδικασία ως απάντηση στις θλιβερές επιδόσεις του κυβερνητικού συνασπισμού στις τοπικές εκλογές του Μαΐου, στις οποίες το σοσιαλιστικό κόμμα ήρθε δεύτερο πίσω από τον κύριο αντίπαλό του, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα.
Ιστορικά, καμία εκλογική αναμέτρηση στην πολιτική της Ισπανίας δεν έχει διεξαχθεί τόσο αργά μέσα στο καλοκαίρι, με θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 40 βαθμούς Κελσίου στη χώρα των 48 εκατομμυρίων κατοίκων, με 2,6 εκατομμύρια ψηφοφόρους να επιλέγουν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα ταχυδρομικώς.
Το Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) υπό τον Αλβέρτο Νούνιεθ Φεϊχόο έχει βλέψεις για τη νίκη, αλλά ενδέχεται να δυσκολευτεί να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο του, έχοντας, ωστόσο, στο πλάι του το ακροδεξιό VOX, με τον Σάντσεθ να υποστηρίζεται από την αριστερή Sumar.
Ποιοι είναι οι τέσσερις πολιτικοί αντίπαλοι
Ο Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος κατάφερε να ανέλθει στον πρωθυπουργικό θώκο εν μέσω της πρότασης δυσπιστίας κατά του εν ενεργεία πρωθυπουργό της χώρας το 2018, κέρδισε οριακά την ψήφο εμπιστοσύνης, τον Ιανουάριο του 2020, για να σχηματίσει την πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού της Ισπανίας από τότε που αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Ο 51χρονος πολιτικός, παθιασμένος υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έχει πρωτοστατήσει στη θέσπιση νόμου για την απόδοση αξιοπρέπειας και αποκατάστασης στα θύματα του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο, ενώ έχει υποστηρίξει νομοσχέδιο που δίνει στις εργαζόμενες το δικαίωμα στην άδεια περιόδου, αλλά και την επέκταση των δικαιωμάτων στην άμβλωση.
Ο Αλβέρτο Νούνιεθ Φεϊχόο, ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, έχει καλλιεργήσει συνειδητά μια εικόνα χαμηλών τόνων, λέγοντας πρόσφατα ότι «αυτό που για κάποιους μπορεί να είναι βαρετό, νομίζω ότι για την πλειοψηφία των πολιτών είναι ιδιότητες που πρέπει να έχει ένας πρωθυπουργός».
Πρώην δημόσιος υπάλληλος και πρόεδρος της πρώην εθνικής υπηρεσίας υγείας και της ταχυδρομικής υπηρεσίας, ο Φεϊχόο φέρεται να έχει συνδέεται φιλικά με έναν έμπορο ναρκωτικών και ξέπλυμα χρήματος από τη Γαλικία, τον Μαρσιάλ Ντοράδο, με φωτογραφίες των δύο σε κοινές διακοπές σε γιοτ το 1995 να έρχονται στο φως από την ισπανική εφημερίδα El País.
Ωστόσο, ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος εμμένει στη θέση ότι δεν γνώριζε ότι ο Ντοράδο ήταν εγκληματίας όταν οι δύο τους έγιναν φίλοι, επειδή «τότε δεν υπήρξε διαδίκτυο ή Google».
Ο Σαντιάγο Αμπασκάλ, ηγέτης του ακροδεξιού VOX, είναι γνωστός για τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις του, μεταξύ των οποίων για την ανυπαρξία της κλιματικής αλλαγής και τον «ολοκληρωτικό νόμο της ιδεολογίας των φύλων, ο οποίος ποινικοποιεί τους άνδρες».
Με αφορμή τις ταραχές στη Γαλλία, μετά τον θάνατο του 17χρονου Ναέλ, ο Αμπασκάλ ζήτησε αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές, υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη απειλείται από «όχλους αντιευρωπαίων… που δεν είναι πρόθυμοι να προσαρμοστούν στον τρόπο ζωής μας και στους νόμους μας», θεωρόντας ότι η Ευρώπη μπορεί να συνεχίσει να δέχεται μετανάστες από μουσουλμανικές χώρες.
Οι δεσμοί του με άλλες ευρωπαϊκές ακροδεξιές και εθνικιστικές ομάδες από το κυβερνών Fidesz της Ουγγαρίας και τον Εθνικό Συναγερμό της Γαλλίας μέχρι το κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας του Ιταλού πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι είναι πολλές, με την Ιταλίδα πρωθυπουργό να δηλώνει την υποστήριξή της στην προεκλογική εκστρατεία του VOX.
Η Γιολάντα Ντίαζ, πρώην μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας και ηγέτης της Sumar, έχει διατελέσει δεύτερη αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ισπανίας και Υπουργός Εργασίας, ενώ επιθυμεί να γίνει και η πρώτη γυναίκα ηγέτης της Ισπανίας, επισημαίνοντας ότι «έχει έρθει η ώρα των γυναικών και οι γυναίκες θέλουν να είναι αυτές που γράφουν ιστορία».
Το κόμμα της έχει κάνει μεγάλη προσπάθεια για την ψήφο των νέων, υποσχόμενη χρηματοδότηση ύψους 20.000 ευρώ (17.139 λίρες) για να βοηθήσει τους νέους 18-23 ετών να ξεκινήσουν τη ζωή τους, με την Ντίαζ να θεωρείται μια δημοφιλής πολιτικός που συνέβαλε στην αύξηση του ισπανικού κατώτατου μισθού στα 1.259 ευρώ και στην κατάργηση των αντιδημοφιλών εργατικών νόμων.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ