Οι τεταμένες σχέσεις Δύσης και Ρωσίας αποτελούν το «καυτό» πολιτικο-διπλωματικό θέμα των τελευταίων ημερών, υπό τον φόβο πρόκλησης μιας πολεμικής σύρραξης με ολέθρια αποτελέσματα.
Εδώ και λίγους μήνες η Ρωσία έχει συγκεντρώσει δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα κατά μήκος των ρωσο-ουκρανικών συνόρων, αυξάνοντας τις υποψίες για μια επικείμενη εισβολή στη γειτονική της χώρα, με την οποία διατηρεί δεσμούς αιώνων.
ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν προειδοποιήσει ποικιλοτρόπως τη Ρωσία ότι θα υπάρξουν κυρώσεις και αντίποινα, σε περίπτωση επίθεσης στην Ουκρανία.
Μάλιστα, τις τελευταίες ημέρες, οι ΗΠΑ έθεσαν σε επιφυλακή 8.500 στρατιώτες τους, για να αναπτυχθούν στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ το ΝΑΤΟ ανακοίνωσε ότι θα στείλει μαχητικά αεροσκάφη και πλοία, κλιμακώνοντας τους φόβους για μια εκτεταμένη σύγκρουση.
Μήλον της έριδος η Ουκρανία
Όπως είναι γνωστό, η Ουκρανία αποτελεί «κόκκινο πανί» για τη Δύση, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, και τη Ρωσία, σ’ ένα σκηνικό που φέρνει στις μνήμες όλων εποχές Ψυχρού Πολέμου.
Από την πλευρά της, η Ρωσία δεν θέλει να χάσει την επιρροή της στην Ουκρανία, με την οποία συνυπήρξαν κάτω από την ίδια στέγη από την εποχή των τσάρων, ενώ η Δύση επιθυμεί να εντάξει την Ουκρανία στη δική της σφαίρα επιρροής, είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είτε μέσω του ΝΑΤΟ.
Ολα ξεκίνησαν πριν από οκτώ χρόνια, όταν τον Μάρτιο του 2014, η Ρωσία προσάρτησε τη χερσόνησο της Κριμαίας, που ανήκε στην επικράτεια της Ουκρανίας, με τον φίλα προσκείμενο στη Μόσχα πρόεδρο της Ουκρανίας, Βίκτωρ Γιανούκοβιτς, να κηρύσσεται έκπτωτος από το κοινοβούλιο της χώρας, ύστερα από μία σειρά φιλοδυτικών μαζικών διαδηλώσεων στο Κίεβο.
Ένα μήνα αργότερα, η Ρωσία υποστήριξε μια αυτονομιστική εξέγερση, η οποία ξέσπασε στα ανατολικά της Ουκρανίας, με την πλειονότητα των κατοίκων να είναι ρωσικής καταγωγής. Τότε, περισσότεροι από 14.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις μάχες που κατέστρεψαν το Ντονμπάς, την ανατολική βιομηχανική καρδιά της Ουκρανίας.
Αμέσως, Ουκρανία και Δύση κατηγόρησαν τη Ρωσία ότι έστειλε στρατεύματα και όπλα για να στηρίξει τους αντάρτες των περιοχών αυτών, αν και η Μόσχα μέχρι σήμερα αρνείται μετ’ επιτάσεως τους όποιους ισχυρισμούς, τονίζοντας σε κάθε περίσταση ότι οι Ρώσοι που προσχώρησαν στους αυτονομιστές το έκαναν οικειοθελώς.
Οι κλιμακούμενες συγκρούσεις ανεστάλησαν με μεσολάβηση της Γαλλίας και της Γερμανίας και την υπογραφή, στις 12 Φεβρουαρίου 2015 στο Μινσκ της Λευκορωσίας, μιας συμφωνίας, γνωστή ως «Μινσκ 2».
Παρόλα αυτά, όπως τονίζουν οι Δυτικοί, η Ρωσία συνεχίζει να επιμένει ότι δεν είναι μέρος της σύγκρουσης και ως εκ τούτου δεν δεσμεύεται από τους όρους της συμφωνίας. Μάλιστα, σ’ έναν όρο της, υπάρχει έκκληση για απόσυρση όλων των ξένων ένοπλων σχηματισμών και του στρατιωτικού εξοπλισμού από τις δύο αμφισβητούμενες περιοχές, το Ντόνετσκ και το Λουχάνσκ.
Τι ορίζει η συμφωνία του 2015
Σύμφωνα με τα όσα υπεγράφησαν το 2015, εκτός από την κατάπαυση του πυρός μεταξύ των ουκρανικών δυνάμεων και των ανταρτών που υποστηρίζονται από τη Ρωσία, και οι δυο πλευρές καλούνταν να αποσύρουν τον βαρύ οπλισμό τους από τις πρώτες γραμμές.
Παράλληλα, ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), μια οργάνωση ασφαλείας πενήντα επτά μελών που περιλαμβάνει επίσης τις ΗΠΑ και τον Καναδά, καλούνταν να παρακολουθεί τις πρώτες γραμμές.
Μεταξύ άλλων, οι αντιμαχούμενες πλευρές έπρεπε να συνομιλούν για τις τοπικές εκλογές σε όσες περιοχές καταλαμβάνονται από φιλορώσους αντάρτες, αλλά και να αποκαταστήσουν πλήρως τους οικονομικούς και κοινωνικούς τους δεσμούς.
Μάλιστα, θα έπρεπε να επαναπροσδιοριστεί ο έλεγχος της ουκρανικής κυβέρνησης στα σύνορα με τη Ρωσία και να αποχωρήσουν όλες οι ξένες δυνάμεις και οι μισθοφόροι, με τη συνταγματική μεταρρύθμιση που είχε πραγματοποιηθεί να παρέχει κάποια αυτονομία στις περιοχές της ανατολικής περιοχής Ντονμπάς που δεν βρίσκονται πλέον υπό τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης.
Από το «Μινσκ 2» στην αναζωπύρωση της έντασης
Λίγα χρόνια αργότερα και ενώ οι φόβοι για προστριβές μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας είχαν εξανεμισθεί, τον Μάρτιο του 2021, παρατηρήθηκε έξαρση στις παραβιάσεις της εκεχειρίας και συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων κοντά στην Ουκρανία, οι οποίες τροφοδότησαν νέους φόβους πολέμου.
Η ένταση υποχώρησε τον επόμενο μήνα, όταν η Μόσχα απέσυρε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της ύστερα από μεγάλης κλίμακας γυμνάσια.
Παρόλα αυτά, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2021, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εκτίμησαν ότι η Ρωσία σχεδιάζει να αναπτύξει 175.000 στρατιώτες κοντά στα σύνορα της Ουκρανίας, ως προετοιμασία για μία πιθανή εισβολή που εκτίμησαν ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει στις αρχές του 2022.
Την ίδια εκτίμηση φέρεται να κάνει και η στρατιωτική ηγεσία της Ουκρανίας, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία διατηρεί πάνω από 90.000 στρατιώτες κοντά στα κοινά τους σύνορα, προβάλλοντας, μάλιστα, τον ισχυρισμό ότι η Μόσχα διατηρεί στρατιωτικό προσωπικό 2.000 ατόμων στην ελεγχόμενη από τους αντάρτες περιοχή του Ντονμπάς και ότι οι Ρώσοι αξιωματικοί κατέχουν όλες τις διοικητικές θέσεις στις αυτονομιστικές δυνάμεις.
Pacta sunt servanda
Παρά τις Δυτικές εκτιμήσεις, η Ρωσία εμμένει στον ισχυρισμό της ότι η συμφωνία «Μινσκ 2» είναι τηρητέα, αρνούμενη πλήρως την παρουσία στρατευμάτων της στην ανατολική Ουκρανία, την οποία κατηγορεί για παραβίαση της συμφωνίας, επικρίνοντας δριμύτατα τη Δύση ότι δεν πιέζει αρκετά την Ουκρανία για να συμμορφωθεί με τους όρους της.
Εν μέσω αυτών των κατηγοριών, η Ρωσία απέρριψε μία τετραμερή συνάντηση με την Ουκρανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, λέγοντας ότι είναι άχρηστη λόγω της άρνησης της Ουκρανίας να τηρήσει τη συμφωνία του 2015.
Φυσικά, από την κριτική του Κρεμλίνου δεν απουσιάζει η στηλίτευση της αμερικανικής συμμετοχής και δη του ΝΑΤΟ, λέγοντας ότι αυτό ενθαρρύνει τα «γεράκια» να προσπαθήσουν να ανακτήσουν με τη βία τις περιοχές που ελέγχονται από τους αντάρτες.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ