Δεν είναι μυστικό ότι η γλώσσα αποτελεί έναν ζωντανό οργανισμό που εμπλουτίζεται με την πάροδο των χρόνων και την εξέλιξη των γενεών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εκσυγχρονισμού και εμπλουτισμού της γλώσσας, νέες λέξεις κάνουν την εμφάνισή τους, με τη νεολαία να αναπτύσσει έναν δικό της τρόπο επικοινωνίας.
Έτσι, δεν είναι σπάνιο λέξεις όπως «κριντζάρω» και «φλεξάρω» να κάνουν την εμφάνισή τους, με τους… γηραιότερους να χρειάζεται συχνά να «αποκωδικοποιήσουν» τη γλώσσα των νέων.
Τι σημαίνει, τελικά, «κριντζάρω» και «φλεξάρω»;
Κριντζάρω, από το αγγλικό “cringe” και το επίθημα /-αρω/, είναι μια λέξη που τη χρησιμοποιεί κάποιος που νιώθει αηδία, αποστροφή, ντροπή, σε συνδυασμό ενδεχομένως και με αμηχανία, λόγω κάποιας ενέργειας άλλου προσώπου.
Σε κάθε περίπτωση, όποιος «κριντζάρει» αισθάνεται αμηχανία!
Όσο για το «φλεξάρω» και το περιβόητο «φλεξάρισμα», προέρχεται από τη φράση «flexing your muscles», δηλαδή επίδειξη των γυμνασμένων μυών, είναι μια έννοια για τους οποίους οι περισσότεροι από εμάς κατηγορούμε τους άλλους.
Πρόκειται για την τάση κάποιου να επιδεικνύει τα πλούτη του, είτε κάποιο καινούργιο ένδυμα ή αξεσουάρ του ή κάποιο ενδεχόμενο χάρισμα που μπορεί να έχει, προκαλώντας ενόχληση σε όσους τον περιβάλλουν.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ