Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS έδωσε επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα… Είναι ο πρώτος από τους τέσσερις αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους, ο οποίος δίνει στη χώρα ξανά την επενδυτική βαθμίδα, μετά από 13 χρόνια, αναβαθμίζοντας σε ΒΒΒ (low) το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας με σταθερές προοπτικές, από ΒΒ (high) με σταθερές προοπτικές.
Στην ανακοίνωσή του, ο οίκος σημειώνει ότι η αναβάθμιση αντανακλά της άποψης ότι, με βάση και το εντυπωσιακό ιστορικό της Ελλάδας, οι ελληνικές Αρχές θα παραμείνουν δεσμευμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τάση.
Τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια δεν απέτρεψαν τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος 0,1% του ΑΕΠ το 2022, ενώ για φέτος αναμένεται πλεόνασμα 1,1% και για το 2024 2,1%.
DBRS Morningstar Upgrades the Hellenic Republic to BBB (low), Stable Trend | DBRS Morningstar https://t.co/q1vgTPxFf9
— Άδωνις Γεωργιάδης (@AdonisGeorgiadi) September 8, 2023
Από τα υψηλά επίπεδα του 2020, το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες ως ποσοστό στο ΑΕΠ, πέρυσι κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, επωφελούμενο από τη δημοσιονομική επανόρθωση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Η σημαντική βελτίωση όσον αφορά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης στην εφαρμογή μίας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που ωθεί το αξιόχρεο ανοδικά.
Μέσα στο καλοκαίρι η DBRS είχε επισημάνει ότι βασικό στοιχείο για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και επανένταξη της στην επενδυτική βαθμίδα, αποτελεί η προώθηση μεταρρυθμίσεων.
Έπεται η νέα αξιολόγηση
Ο Σεπτέμβριος είναι ένας μήνας κατά τη διάρκεια του οποίου θα κριθούν αρκετά σε επίπεδο αξιολογήσεων, καθώς εκτός από την DBRS, στις 15 του μηνός είναι προγραμματισμένη και η αξιολόγηση του οίκου Moody’s, που διατηρεί την αξιολόγηση της χώρας στην βαθμίδα Βα3, τρεις κλίμακες κάτω από την επενδυτική εδώ και περίπου 2,5 χρόνια.
Βέβαια, μία τριπλή αναβάθμιση σε μία μόνο αξιολόγηση είναι σχεδόν απίθανο να συμβεί.
Παρόλα αυτά, ο αμερικανικός οίκος έχει αναγνωρίσει ότι οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης δίνουν περαιτέρω ώθηση στην ελληνική οικονομία καθώς ενισχύει τις επενδύσεις. Παράλληλα, οι μεταρρυθμίσεις οι οποίες προωθούνται και μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συμβάλλουν στην διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
Το βλέμμα των αγορών είναι στραμμένο κυρίως στον οίκο Standard & Poors, του οποίου η έκθεση για την Ελλάδα είναι προγραμματισμένη για τις 20 Οκτωβρίου. Ο συγκεκριμένος οίκος αξιολόγησης κατατάσσει το ελληνικό αξιόχρεο μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, ΒΒ+, με αξιολόγηση θετική από τον περασμένο Απρίλιο.
Στις 3 Αυγούστου επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα είχε δώσει και η Scope Ratings – μετά την ιαπωνική R&Ι – αναβαθμίζοντας το ελληνικό αξιόχρεο σε ΒΒΒ-, ενώ άλλαξε το outlook σε σταθερό από θετικό. που αναβαθμίζει την αξιολόγηση της χώρας.
Και οι… δύο οίκοι, ωστόσο, δεν αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τι είναι η επενδυτική βαθμίδα
Η επενδυτική βαθμίδα είναι το επίπεδο της πιστοληπτικής αξιολόγησης μιας χώρας πάνω από το οποίο υπάρχει σχετικά χαμηλός κίνδυνος χρεοκοπίας για την κρατική της οντότητα.
Οι διαβαθμίσεις λοιπόν πάνω από το επίπεδο αυτό καθιστούν τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ενώ κάτω από αυτό αντανακλούν χαμηλή πιστοληπτική επιφάνεια.
Κάθε βαθμίδα πιστοληπτικής ικανότητας ουσιαστικά σηματοδοτεί σε ένα δανειστή ή επενδυτή την πιθανότητα να μπορέσει η χώρα, που εκδίδει ένα ομόλογο να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις χωρίς τον κίνδυνο στάσης πληρωμών.
Ως εκ τούτου, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής διαβάθμισης χρησιμοποιούνται επίσης για τον προσδιορισμό των επασφαλίστρων κινδύνου, των γνωστών πλέον σε όλους spreads, και κατά συνέπεια των επιτοκίων των τίτλων που εκδίδονται, καθώς ακόμη και του ύψους των εγγυήσεων που μπορεί ζητηθούν για τη χορήγηση ενός δανείου.
Ποιος καθορίζει την επενδυτική βαθμίδα-Οι διαβαθμίσεις
Η πιστοληπτική αξιολόγηση του αξιόχρεου, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, μιας οικονομίας πραγματοποιείται από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όπως η Moody’s, η Standard and Poor’s και η Fitch, σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Θα μπορούσε να έλεγε κανείς ότι οι εκθέσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης αντικατοπτρίζουν τις προσδοκίες των επενδυτών για την ικανότητα ενός κράτους και μιας οικονομίας συνολικά να ανταπεξέλθει στις μελλοντικές της υποχρεώσεις.
Οι διαβαθμίσεις πιστοληπτικής ικανότητας κωδικοποιούνται με γράμματα της αλφαβήτου (π.χ. το Αaa αντιστοιχεί στην καλύτερη διαβάθμιση στο σύστημα κατάταξης του οίκου Moody’s) και κάθε μία από αυτές συνήθως συνδέεται υπολογιστικά με ένα εύρος πιθανοτήτων αθέτησης πληρωμών.
Ποιοι παράγοντες αξιολογούνται
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης λαμβάνουν υπόψιν το ευρύτερο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον μια χώρας, προκειμένου να την κατατάξουν σε μία πιστοληπτική βαθμίδα.
Όπως αναφέρει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον δημοσιογράφο Αλέκο Λιδωρίκη ο Chief Economist της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος, οι παράγοντες που εξετάζουν οι οίκοι αξιολόγησης προκειμένου να κατατάξουν το αξιόχρεο μιας οικονομίας σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την πολιτική σταθερότητα, την μακροοικονομική κατάσταση (ανεργία, πληθωρισμός, μεταβλητότητα εξαγωγών ή εξάρτησή τους από ένα προϊόν κ.λπ.), την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, τις επιδόσεις των δημόσιων οικονομικών (φορολογικά έσοδα και κρατικές δαπάνες) και τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, το εξωτερικό ισοζύγιο, καθώς και την ποιότητα των θεσμών (π.χ. υγεία, εκπαίδευση, δικαστικό σύστημα).
Επιπροσθέτως, για χώρες όπως η Ελλάδα οι οποίες βρίσκονται σε μια πορεία προς την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η πρόοδος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπως και η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί.
Στο σημείο αυτό, όπως τονίζει ο Επικεφαλής Οικονομολόγος της Alpha Bank αξίζει να σταθούμε σε αυτό. «Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ ως συνδυαστικό αποτέλεσμα της ισχυρής οικονομικής μεγέθυνσης, του υψηλού πληθωρισμού και της ταχείας επανόδου σε πλεονασματική διαχείριση καθώς και οι υψηλές προσδοκίες των αγορών για την εισροή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επιταχύνουν, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023.
Επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών του Μαΐου εμπέδωσαν ένα σκηνικό πολιτικής ευστάθειας όπως αντανακλάται στην άνοδο του γενικού δείκτη στο ελληνικό χρηματιστήριο, αλλά και στην απόδοση του δεκαετούς ομολόγου που είναι πλέον χαμηλότερη από εκείνου της Ιταλίας», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Ορόσημο για την οικονομία
«Η αναβάθμιση συνεπώς μιας χώρας στην επενδυτική βαθμίδα αποτελεί σημαντικό ορόσημο, καθώς δεν αποτελεί μία απλή μετάβαση σε ανώτερη κατηγορία πιστοληπτικής επιφάνειας των οίκων αξιολόγησης, αλλά συνιστά τη συμπερίληψή της μεταξύ μιας ομάδας χωρών που η ανάληψη των επενδυτικών πρωτοβουλιών είναι ανεκτή σε ένα εύλογο επίπεδο ανάληψης κινδύνων», εκτιμά ο κ. Καπόπουλος.
Έτσι, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αποτελέσει ορόσημο για την ελληνική οικονομία, όχι μόνο διότι επανατοποθετεί τη χώρα ως επενδυτικό προορισμό κεφαλαίων μακροπρόθεσμης απόδοσης αλλά και επειδή διαμορφώνει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας για το ελληνικό Δημόσιο, τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και κυρίως τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
«Το γεγονός αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς διανύουμε διεθνώς μία φάση ανόδου των επιτοκίων ως αποτέλεσμα των παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών για να συγκρατήσουν τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις που προέκυψαν αφενός από τη δημοσιονομική επέκταση και στις δύο όχθες του Ατλαντικού και αφετέρου από την άνοδο των τιμών ενέργειας», συμπληρώνει.
Τα οφέλη για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά
Σε ερώτηση εάν το ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας αφορά και το απλό νοικοκυριό και τον μικρομεσαίο επιχειρηματία και ο Καπόπουλος τονίζει:
«Βεβαίως.
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής επιφάνειας του ελληνικού Δημοσίου θα μειώσει το κόστος άντλησης κεφαλαίων για τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο φθηνότερος δανεισμός για τις τράπεζες θα μετακυληθεί και στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μειώνοντας και για αυτά το κόστος δανεισμού, αμβλύνοντας σημαντικά την επίδραση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ