Ιδιαίτερα διαδεδομένη και άκρως θανατηφόρα υπήρξε για τη φυλή των Φόρε στην Παπούα Νέα Γουινέα η νόσος Kuru, γνωστή και ως «νόσος των κανιβάλων».
Επί τη ουσίας, η Kuru είναι μια σπάνια νευροεκφυλιστική διαταραχή και μεταδοτική εγκεφαλοπάθειας, που επιφέρει τον θάνατο…
Η Kuru είναι μια σπάνια, ανίατη και θανατηφόρα σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια που προκαλείται από τη μετάδοση διπλωμένων πρωτεϊνών (prion), η οποία οδηγεί σε συμπτώματα όπως τρόμος και απώλεια συντονισμού από νευροεκφυλισμό.
Ο όρος kuru προέρχεται από τη διάλεκτο των κατοίκων Fore και τη λέξη kuria ή guria, που σημαίνει «τρέμω», λόγω των σπασμών και του αισθήματος τρόμου που καταβάλει το σώμα, όταν αρχίζει να εκδηλώνεται η νόσος.
Παράλληλα, είναι γνωστή και ως «ασθένεια του γέλιου», λόγω των παθολογικών εκρήξεων γέλιου, που πυροδοτείται.
Σύμφωνα με μελετητές, η συγκεκριμένη νόσος μεταδόθηκε μεταξύ των μελών της φυλής Fore της Παπούα Νέας Γουινέας μέσω του νεκρικού κανιβαλισμού, με τα θανόντα μέλη της οικογένειας παραδοσιακά να μαγειρεύονται και να καταναλώνοντας, προκειμένου να επιτευχθεί η απελευθέρωση του πνεύματος του νεκρού.
Όπως εκτιμάται, η επιδημία πιθανότατα ξεκίνησε όταν ένας χωρικός εμφάνισε την ασθένεια Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ, μια νευρογνωστική διαταραχή λόγω της πραϊονικής νόσου και πέθανε, με τους χωρικούς αμέσως μετά να τρώνε τον εγκέφαλό του, με αποτέλεσμα να προσβληθούν από την ασθένεια, την οποία σταδιακά μετέδωσαν και σε άλλους.
Παρά το γεγονός ότι Fore σταμάτησαν να καταναλώνουν ανθρώπινο κρέας στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν για πρώτη φορά εικάστηκε ότι μεταδίδεται μέσω ενδοκανιβαλισμού, η ασθένεια παρέμεινε λόγω της μακράς περιόδου επώασής της, η οποία κυμαίνεται από 10 έως πάνω από 50 χρόνια.
Σταδιακά, η επιδημία μειώθηκε απότομα μετά από μισό αιώνα, από 200 θανάτους ετησίως το 1957 σε καθόλου θανάτους τουλάχιστον από το 2010 και μετά, με τις πηγές να διαφωνούν για το αν το τελευταίο γνωστό θύμα του kuru πέθανε το 2005 ή το 2009.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ