Άκρως διχαστική για τη δυτική κοινωνία έχει καταστεί ο όρος “woke” που χρησιμοποιείται συχνά με αρνητική χροιά, με αρκετούς να σημειώνουν ότι άκρατη εκδοχή του αποσκοπεί στο να προωθήσει νεοφιλελευθερες πολιτικές, «καλυμμένες» με πολιτικές παροχής δικαιωμάτων και προώθησης διάφορων κοινωνικών ομάδων.
Ο όρος προήλθε από το αφροαμερικανικό ιδίωμα στις αρχές της δεκαετίας του 2010, προκειμένου να αναφερθούν στην ευρύτερη επίγνωση και επαγρύπνηση εναντίον κοινωνικών ανισοτήτων, όπως ο σεξισμός, η ομοφοβία, ενώ έχει χρησιμοποιηθεί για όλες τις πολιτικές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «κοινωνικά προοδευτικές».
Σταδιακά, ο όρος εξαπλώθηκε διεθνώς και προστέθηκε στο Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, την ώρα που συντηρητικοί κύκλοι τη χρησιμοποιούν αρνητικά, προκειμένου να αναφερθούν με ειρωνικό τρόπο στα διάφορα κινήματα, όπως το Black Lives Matter και το Me Too.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010, η γλώσσα που σχετίζεται με το wokeness είχε εισέλθει στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, με αναλυτές να παρατηρούν ότι ο όρος έχει εφαρμοστεί με κυνικό τρόπο στα πάντα, χάνοντας ακριβώς το πραγματικό της νόημα.
Μάλιστα, ο συγγραφέας Ross Douthat επινόησε τον όρο “woke capitalism” για τις μάρκες που χρησιμοποιούν πολιτικά προοδευτικά μηνύματα ως υποκατάστατο της γνήσιας μεταρρύθμισης.
Σύμφωνα με τον Economist, παραδείγματα “woke capitalism” περιλαμβάνουν διαφημιστικές καμπάνιες που σχεδιάστηκαν για να προσελκύσουν τους millennials, οι οποίοι συχνά έχουν πιο φιλελεύθερες κοινωνικά απόψεις από τις προηγούμενες γενιές, με τις καμπάνιες συχνά να γίνονται αντιληπτές από τους πελάτες ως ανειλικρινείς και μη αυθεντικές.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ