Σαν σήμερα, στις 14 Οκτωβρίου 1863, ο Σουηδός χημικός, Άλφρεντ Νόμπελ, πατεντάρει την παρασκευή της νιτρογλυκερίνης, μια εφεύρεση που του απέφερε πάρα πολλά χρήματα, ικανά για να συντηρούν μέχρι σήμερα το Ίδρυμα Νόμπελ, που απονέμει τα ομώνυμα βραβεία!
Η νιτρογλυκερίνη είναι ένα βαρύ, ελαιώδες εκρηκτικό υγρό και προέρχεται από γλυκερόλη (κοιν. γλυκερίνη), όταν αυτή αντιδράσει με οξύ νιτρώσεως (μίγμα νιτρικού και θειϊκού οξέος). Από τη δεκαετία του 1860 χρησιμοποιείται ως ενεργό συστατικό στην παραγωγή εκρηκτικών, ειδικά του δυναμίτη, και έτσι χρησιμοποιούνταν σε κατασκευαστικές εργασίες και εργασίες κατεδάφισης.
Η νιτρογλυκερίνη ήταν το πρώτο εκρηκτικό που μπορούσε να αναπτυχθεί καλύτερα και ήταν ισχυρότερο από άλλα εκρηκτικά που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα. Εφευρέθηκε από τον χημικό, Ασκάνιο Σομπρέρο, το 1847, στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Αρχικά, την αποκάλεσε πυρογλυκερίνη και προειδοποιούσε αδιάκοπα κατά της χρήσης της, στα γράμματα και τα άρθρα του, δηλώνοντας ότι ήταν υπερβολικά επικίνδυνη και αδύνατο να τη χειριστεί κανείς.
Ένας συμμαθητής του Σομπρέρο, ο Άλφρεντ Νομπέλ πήρε τον χημικό τύπο σπίτι του, στη Σουηδία και πειραματίστηκε πάνω σε πιο ασφαλείς τρόπους για τον χειρισμό αυτής της επικίνδυνης ουσίας. Έτσι, το 1863 πατεντάρισε την παρασκευή της νιτρογλυκερίνης, που έμελλε να τον κάνει πάμπλουτο και να δημιουργηθεί μετά το θάνατό του το Ίδρυμα Νόμπελ, που απονέμει τα ομώνυμα βραβεία!
Ποιος ήταν ο Άλφρεντ Νομπέλ
Ο Άλφρεντ Μπέρναρντ Νομπέλ (Alfred Bernhard Nobel, 21 Οκτωβρίου 1833 – 10 Δεκεμβρίου 1896) ήταν Σουηδός χημικός, μηχανικός και βιομήχανος, γιος του επίσης, μηχανικού και βιομήχανου, Εμμανουήλ Νομπέλ, εφευρέτη της υποβρύχιας νάρκης. Σπούδασε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας και στις ΗΠΑ.
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη χημεία, και κυρίως με τις εκρηκτικές ύλες. Τελειοποίησε τον τρόπο παρασκευής της νιτρογλυκερίνης και ίδρυσε εργοστάσιο παραγωγής της σε μεγάλες ποσότητες. Για την αποφυγή των εκρήξεων πέτυχε την παρασκευή δυναμίτιδας με πυριτική γη, εφεύρεση που διαδόθηκε σύντομα σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Το 1873 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εφηύρε την νεοδυναμίτιδα ή ζελατοδυναμίτιδα (1875) και την πολεμική άκαπνη πυρίτιδα (βαλλιστίτιδα, 1888). Το 1889 πούλησε την εφεύρεσή του αυτή στην ιταλική κυβέρνηση και το 1891 εγκαταστάθηκε στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, όπου ίδρυσε χημικό εργοστάσιο.
Έλαβε πολλά διπλώματα ευρεσιτεχνίας και απέκτησε μεγάλη περιουσία, μεγάλο τμήμα της οποίας διέθεσε για φιλανθρωπικούς και ερευνητικούς σκοπούς σε διάφορα ιδρύματα. Με το υπόλοιπο της περιουσίας του καθιέρωσε τα ομώνυμα Βραβεία Νομπέλ.
Κλειστός χαρακτήρας από τη φύση του, ασχολήθηκε και με τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Στο τέλος της ζωής του, μάλιστα, έγραψε και το δράμα «Βεατρίκη Τσέντσι».
Τα Βραβεία Νόμπελ
Τα Βραβεία Νόμπελ (Νομπέλ πιο σωστά) είναι τα πιο προβεβλημένα βραβεία στον κόσμο και σημείο αναφοράς για άλλες ανάλογες προσπάθειες που ακολούθησαν. Θεσμοθετήθηκαν το 1895, με τη διαθήκη του Σουηδού επιχειρηματία και εφευρέτη Άλφρεντ Νόμπελ.
Ανακοινώνονται κάθε χρόνο τον Οκτώβριο και απονέμονται (από το 1901) στις 10 Δεκεμβρίου, επέτειο θανάτου του Νόμπελ.
Τα βραβεία είναι 5 τον αριθμό (Φυσικής, Χημείας, Ιατρικής-Φυσιολογίας, Λογοτεχνίας και Ειρήνης), ενώ ένα 6ο, αυτό των οικονομικών, προστέθηκε το 1968, με χορηγό την Τράπεζα της Σουηδίας, που απλώς φέρει την ονομασία «Νόμπελ», χωρίς να σχετίζεται με τη βούληση του Άλφρεντ Νόμπελ. Φέρει τον τίτλο «Βραβείο Οικονομικών Επιστημών της Τράπεζας της Σουηδίας στη μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ».
Το κάθε βραβείο συνίσταται σε ένα χρυσό μετάλλιο, ένα δίπλωμα που αναγράφεται το αιτιολογικό της απονομής και ένα χρηματικό ποσό (830.000 ευρώ, το 2016), που ποικίλλει ανάλογα με τα έσοδα του Ιδρύματος Νόμπελ, θεματοφύλακα των βραβείων. Η απονομή γίνεται στη Στοκχόλμη και στο Όσλο για το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Άλφρεντ Νόμπελ (1833-1896) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Χημικός, μηχανικός, εφευρέτης και επιχειρηματίας απέκτησε 350 πατέντες, με πιο γνωστές αυτές για την ανακάλυψη της δυναμίτιδας και του πυροκροτητή. Ως επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην πολεμική βιομηχανία.
Παρ’ όλο που διαπνεόταν από φιλειρηνικά συναισθήματα και ήλπιζε ότι η καταστρεπτική δύναμη των εφευρέσεών του θα μπορούσε να συντελέσει στο να δοθεί ένα τέλος στους πολέμους, έβλεπε με απαισιοδοξία το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. Οι διαπιστώσεις του αυτές, αλλά και σχόλια του Τύπου που τον χαρακτήριζαν «Έμπορο του Θανάτου», τον οδήγησαν να φροντίσει την υστεροφημία του.
Με τη διαθήκη του, της 27ης Νοεμβρίου 1895, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, διέθεσε το 94% της τεράστιας περιουσίας του για να υλοποιηθεί αυτό που θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση στον κόσμο: Το Βραβείο Νόμπελ.
Στη διαθήκη ορίζεται ότι «τα βραβεία θα δίνονται κάθε χρόνο, σε όσους κατά τον προηγούμενο χρόνο έχουν προσφέρει τη μεγίστη ωφέλεια στην ανθρωπότητα» στους τομείς της φυσικής, της χημείας, της φυσιολογίας-ιατρικής, λογοτεχνίας και ειρήνης. Με την ίδια διαθήκη συστήθηκε το «Ίδρυμα Νόμπελ» (29 Ιουνίου 1900), που φροντίζει για τη σωστή εκπλήρωση των όρων της, σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη.
Τα πρώτα βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν στις 10 Δεκεμβρίου 1901, την 5η επέτειο από το θάνατο του Άλφρεντ Νόμπελ.
Οι βραβευθέντες ήταν: ο Γερμανός φυσικός, Βίλχελμ Ρέντγκεν, Νόμπελ Φυσικής, για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ο Ολλανδός χημικός, Γιάκομπους βαν’τ Χοφ, Νόμπελ Χημείας, για την ανακάλυψη των νόμων της χημικής δυναμικής και ωσμωτικής πίεσης στα διαλύματα, ο Γερμανός γιατρός, Εμίλ φον Μπέρινγκ, Νόμπελ Ιατρικής-Φυσιολογίας, για το έργο του που αφορούσε τη χρήση του ορού ως θεραπευτικού μέσου, ο Γάλλος ποιητής, Σιλί Πριντόμ, Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Ελβετός έμπορος, Ερρίκος Ντυνάν, και ο Γάλλος ειρηνιστής, Φρεντερίκ Πασί, που μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης, για την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού ο πρώτος, και τους αγώνες του για την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης ο δεύτερος.
Οι γενικές αρχές που διέπουν την απονομή των βραβείων διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Νόμπελ στη διαθήκη του, ενώ το 1900 συμφωνήθηκε η θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων (ερμηνευτικών, διαχειριστικών και διοικητικών), μεταξύ του Ιδρύματος Νόμπελ και των στενών συγγενών του διαθέτη.
Σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμπελ, τα βραβεία Φυσικής και Χημείας απονέμονται από τη Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, το βραβείο της Φυσιολογίας-Ιατρικής από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, το βραβείο της Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία και το βραβείο της Ειρήνης από πενταμελή επιτροπή, η οποία εκλέγεται από τα νορβηγικά νομοθετικά σώματα («Στόρτινγκ»). Ο διαθέτης είχε εκφράσει «την επιτακτική επιθυμία κατά την απονομή των βραβείων να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψιν η εθνικότητα των υποψηφίων, αλλά να απονέμεται το βραβείο στον καλύτερο, ανεξαρτήτως αν είναι Σουηδός ή όχι».
Το Ίδρυμα Νόμπελ δεν ασχολείται με την ανάδειξη των υποψηφιοτήτων, τις συζητήσεις και τις αποφάσεις των επιτροπών και γενικά με τη διαδικασία απονομής των βραβείων, αλλά φροντίζει μόνο το οικονομικό σκέλος του βραβείου και τη διοικητική υποστήριξη των αρμόδιων επιτροπών.
Ένα βραβείο, είτε δίνεται ολόκληρο σε ένα μόνο πρόσωπο, είτε μοιράζεται σε δύο ή τρία πρόσωπα. Μπορεί να δοθεί βραβείο περισσότερες από μία φορές στο ίδιο πρόσωπο. Δεν είναι δυνατόν να προταθεί μεταθανάτια ένα πρόσωπο για βράβευση, αν όμως η πρόταση για βράβευσή του έγινε κανονικά (πριν από τον θάνατό του), η βράβευση μπορεί να γίνει μεταθανάτια, όπως συνέβη στις περιπτώσεις του Νταγκ Χάμαρσκγελντ (Νόμπελ Ειρήνης, 1961), του Έρικ Κάρλφελτ (Νόμπελ Λογοτεχνίας, 1931) και του Ραλφ Στάινμαν (Νόμπελ Ιατρικής, 2011).
Αν ο βραβευόμενος αποποιηθεί ή δεν παραλάβει το βραβείο του μέσα σε ορισμένη προθεσμία, το χρηματικό ποσό επιστρέφεται στο ίδρυμα. Έχουν σημειωθεί αποποιήσεις βραβείων Νόμπελ στην ιστορία τού θεσμού (χαρακτηριστικότερη αυτή του Ζαν-Πολ Σαρτρ το 1964) και, σε μερικές περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις μερικών χωρών με ολοκληρωτικά ή αυταρχικά καθεστώτα, έχουν απαγορεύσει στον βραβευόμενο να δεχθεί το Βραβείο Νόμπελ. Παρ’ όλα αυτά, ο βραβευόμενος καταχωρίζεται στη βίβλο των κατόχων Βραβείων Νόμπελ, με την παρατήρηση «δεν αποδέχθηκε το βραβείο».
Είναι δυνατόν να μην γίνει απονομή του βραβείου για μία χρονιά, αν δεν υπάρξει υποψήφιος άξιος βράβευσης, σύμφωνα με το πνεύμα της διαθήκης του Νόμπελ ή αν η παγκόσμια κατάσταση εμποδίζει τη συγκέντρωση των απαραίτητων πληροφοριών κατά χώρα για τη λήψη απόφασης, όπως έχει συμβεί κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων.
Οι απονομές των Νόμπελ Φυσικής, Χημείας και Ιατρικής είναι οι λιγότερο αμφιλεγόμενες, ενώ αντίθετα εκείνες της Λογοτεχνίας και της Ειρήνης, λόγω της φύσης των δύο αυτών τομέων, υπήρξαν σε μεγαλύτερο βαθμό αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων και αμφισβητήσεων.
Η Ελλάδα, στην υπερεκατονταετή ιστορία του θεσμού, έχει κατακτήσει δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας, με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1963) και τον ομότεχνό του Οδυσσέα Ελύτη (1979).
Με πληροφορίες από: sansimera.gr & el.wikipedia.org
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ