Μία από τις πιο… cult φιγούρες του ελληνικού μπάσκετ, ο Χρήστος Τσέκος, παραχώρησε συνέντευξη στο podcast του Ιωάννη Παπαδόπουλου, με τίτλο «Τρίποντο από τα αποδυτήρια» και έδωσε απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα πώς πήρε το παρατσούκλι «αληταράς», στα χρόνια που έπαιξε στον ΠΑΟΚ.
Ο άλλοτε διεθνής σέντερ, Χρήστος Τσέκος, για πολλούς Έλληνες φιλάθλους που τον θυμούνται, μπορεί να ήταν ένα «θηρίο» ύψους 2.10 μέτρων, αλλά η όψη του σίγουρη δεν ήταν… αλήτικη. Για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ όμως;
Ο Χρήστος Τσέκος ήταν πραγματικός «εργάτης» στο γήπεδο. Αναλάμβανε δύσκολα μαρκαρίσματα, έκανε τη «βρώμικη» δουλειά με τα ριμπάουντ, έδινε και… έτρωγε ξύλο, έχοντας να αντιμετωπίσει μεγάλα κορμιά, όπως άλλωστε ήταν και το δικό του.
Η στατιστική δεν τον ενδιέφερε ποτέ, καθώς ήταν παίκτης της… άμυνας και όχι της επίθεσης, καθώς σπάνια συνδεόταν με το αντίπαλο καλάθι.
Όταν το έκανε όμως, τα ποσοστά του ήταν εξαιρετικά.
Παίκτης μαχητής, δεν φοβόταν τα δύσκολα, κι ας του έλειπε το physique, διότι δεν διέθετε και το πιο αθλητικό παρουσιαστικό.
Παρόλα αυτά, έκανε καριέρα και έμεινε στις μνήμες των Ελλήνων φιλάθλων ως «αληταράς», όπως έλεγε και το γνωστό σύνθημα στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Περίοδος που το ελληνικό μπάσκετ μεσουρανούσε και έφερε πολλές επιτυχίες σε συλλογικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο εθνικής ομάδας. Τη φανέλα της οποίας τίμησε -επίσης- ο Χρήστος Τσέκος.
Ο βετεράνος καλαθοσφαιριστής μίλησε μετά από καιρό και, μεταξύ άλλων, απάντησε για το πώς προέκυψε το παρατσούκλι «αληταράς», το οποίο τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα.
Μιλώντας στο podcast του Ιωάννη Παπαδόπουλου, δήλωσε χαρακτηριστικά, για το σύνθημα των φίλων του ΠΑΟΚ, κάπου στο 1993, όταν η τότε ομάδα του Δικεφάλου διεκδικούσε τίτλους, εγχώριους και ευρωπαϊκούς.
«Κόρφας, Μπουντούρης και Ρετζιάς κι ο Τσέκος ο αληταράς. Είναι αυτό που κολλάει στο σύνθημα. Δεν βγήκε λόγω παρουσιαστικού, δεν το νομίζω, περισσότερο βγήκε λόγω αγωνιστικότητας.
Είχα συνήθως ειδικούς ρόλους, αναλαμβάνοντας να μαρκάρω τους ψηλότερους αντιπάλους, για να βοηθήσω την ομάδα να κερδίσει πιο εύκολα.
Έκανα σκριν κι άλλα πράγματα στο γήπεδο, για να μειώσω τους πόντους της αντίπαλης ομάδας.
Ήμουν εργάτης, δεν κοιτούσα ποτέ τον εαυτό μου, τι θα κάνω προσωπικά.
Και δεν το είχα άλλωστε, είχα το γνώθι σαυτόν. Και κάθε φορά έκανα αυτό που ήξερα.
Και μου άρεσε πολύ να κάνω σκριν στον Μπάνε Πρέλεβιτς και να βάλει ένα εύκολο καλάθι. Πού και πού συμμετείχα κι εγώ σε κάποιες μεγάλες νίκες που κάναμε τότε».
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ