Λίγες ώρες έχουν απομείνει για την ημέρα των εκλογών της 21ης Μαΐου, η οποία θα αναδείξει την επόμενη κυβέρνηση.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα φανεί αν ο κ. Μητσοτάκης κατάφερε να κάνει πράξη τις προεκλογικές υποσχέσεις του, αν ο κ. Τσίπρας κατανόησε τη δυσαρέσκεια των πολιτών και έχει κάνει τις αναγκαίες αλλαγές, και αν τα υπόλοιπα κόμματα που θα πάρουν μέρος στην εκλογική διαδικασία, μπόρεσαν να πείσουν με τα προγράμματα και τις προτάσεις τους τούς ψηφοφόρους.
Και φυσικά, θα φανεί κατά πόσο θα καταφέρουν τους ψηφοφόρους, και ιδιαίτερα τους νέους, να προσέλθουν σε μεγάλο βαθμό στις κάλπες, με την κατανομή των εδρών να γίνεται αυτή τη φορά με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Το Mynews.gr σας μεταφέρει στος 1974, στην πρώτη δημοκρατική διαδικασία μετά την επταετή δικτατορία και θα σας ταξιδεύει σε όλες τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις ως το 2019.
Εκλογές 1974 – H πρώτη δημοκρατική διαδικασία μετά την επταετή δικτατορία
Ήταν 23 Ιουλίου 1974, όταν η Χούντα κατέρρευσε στην Ελλάδα, οδηγώντας στη διεξαγωγή δημοκρατικών εκλογών και στον σχηματισμό μιας πρώτης Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, στην οποία συμμετείχαν πολιτικοί από την προδικτατορική ΕΡΕ και την Ένωση Κέντρου, αλλά και άτομα που συμμετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Η πρώτη μεταπολιτευτική – αν και όχι εκλεγμένη – κυβέρνηση ορκίστηκε στις 24 Ιουλίου και μερίμνησε για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όσους την είχαν χάσει, σε αμνήστευση όλων των πολιτικών κρατουμένων, επαναλειτουργία των πολιτικών κομμάτων – μεταξύ των οποίων και του παράνομο από το 1947 ΚΚΕ – και κατάργηση του στρατοπέδου της Γυάρου.
Στο πλαίσιο εκδημοκρατισμού του κράτους, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αποφάσισε την «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος και ρυθμίσεως θεμάτων του δημοσίου βίου μέχρι του οριστικού καθορισμού του πολιτεύματος και της καταρτίσεως νέου Συντάγματος της Χώρας», επαναφέροντας το Σύνταγμα του 1952.
Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση, με ομόφωνη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, επέλεξε ως εκλογικό σύστημα την ενισχυμένη αναλογική, η οποία θα διευκόλυνε τον σχηματισμό μιας ισχυρής κυβέρνησης, με το πολιτικό σκηνικό να στήνεται κατά βάση γύρω από τέσσερα κόμματα: τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις του Γεωργίου Μαύρου, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και την Ενωμένη Αριστερά του Ηλία Ηλιού.
Τα δυο νεοϊδρυθέντα κόμματα στόχευαν στο να μετατραπούν σε ισχυρές πολιτικές δυνάμεις, με τη Νέα Δημοκρατία, ιδεολογικό απόγονο της προδιδακτορικής Δεξιάς αλλά και κεντρώα στελέχη, και το ΠΑΣΟΚ να κηρύττει μια αντινατοϊκή και, γενικότερα, αντιαμερικανική ρητορική, η οποία ταυτιζόταν με τα πιστεύω μεγάλου μέρους της κοινωνίας, που είχε νωπά τα τραύματά της από την επταετή δικτατορία.
Διαφορετικό ήταν το κλίμα στην Αριστερά, όπου μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ είχαν προκύψει τρεις πολιτικές δυνάμεις – το ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτερικού και η ΕΔΑ – οι οποίες αδυνατούσαν να καταλήξουν σε μια απόφαση συνεργασίας. Τελικά, δεδομένων των περιστάσεων, η τριμερής συνεργασία επετεύχθη με τον σχηματισμό της Ενωμένης Αριστεράς.
Μέχρι την 17η Νοεμβρίου του 1974, οπότε και διεξήχθησαν οι εκλογές, τα κόμματα είχαν την απόλυτη ελευθερία διοργάνωσης των προεκλογικών τους εκστρατειών και των πολιτικών τους συγκεντρώσεων. Είχαν τη δυνατότητα να εκφράσουν για πρώτη φορά, μετά την περίοδο της δικτατορίας, ισότιμα τις θέσεις τους τόσο στην κρατική τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο.
Οι εκλογές του 1974 αποτέλεσαν την θριαμβευτική επάνοδο του Καραμανλή στην εγχώρια πολιτική, με τη Νέα Δημοκρατία να εξασφαλίζει το 54,37% των ψήφων και 220 έδρες στη Βουλή. Δεύτερο κόμμα αναδείχθηκε ο συνδυασμός της Ένωσης Κέντρου και των Νέων Δυνάμεων, το οποίο εξασφάλισε 60 έδρες (20,42%), ενώ ακολούθησαν το ΠΑΣΟΚ με 12 έδρες (13,58%) και η Ενωμένη Αριστερά με 8 βουλευτές (9,47%).
Εκλογές 1977: Οι πρόωρες κάλπες στον απόηχο πολιτικο-οικονομικών εξελίξεων
Τρία χρόνια μετά τη διεξαγωγή των πρώτων εκλογών, λίγους μήνες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, άνοιξαν ξανά οι κάλπες, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Οι φήμες για πρόωρες κάλπες είχαν αρχίσει να διασπείρονται ήδη από το καλοκαίρι του 1977, όταν δημοσιεύματα της εποχής ήθελαν τον τότε πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή, να διαβεβαιώνει τον πρόεδρο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), Ηλία Ηλιού, ότι δεν θα αιφνιδίαζε την αντιπολίτευση σχετικά με τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, επισημαίνοντας ότι οποιαδήποτε απόφαση θα σχετιζόταν από τις ευρύτερες πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις.
Παράλληλα, σε συναντήσεις που είχε με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου, και τον πρόεδρο της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (ΕΔΗΚ), Γεώργιο Μαύρο, ο Καραμανλής διεμήνυε ότι οι εκλογές θα έπρεπε να διεξαχθούν πριν τα τέλη του 1977, με γνώμονα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ.
Η επιλογή της επίσπευσης των εκλογών αντιμετωπίστηκε ποικιλοτρόπως από τους πολιτικούς αρχηγούς, με τον Μαύρο να εκφράζει την αντίθεσή του, φοβούμενος ότι θα καταβαραθρωθεί από το ΠΑΣΟΚ και τον Παπανδρέου να συμφωνεί, υποσχόμενος να αποφύγει την όξυνση των τόνων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, σίγουρος για το ισχυρό προβάδισμα έναντι της ΕΔΗΚ.
Την ίδια περίοδο, η σύμπραξη του Στέφανου Στεφανόπουλου και του Σπύρου Θεοτόκη «γέννησε» την Εθνική Παράταξη, ένα εθνικιστικό και φιλοβασιλικό πολιτικό κόμμα, το οποίο φιλοδοξούσε να αποσπάσει μέρος των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.
Στην Αριστερή πτέρυγα, το ΚΚΕ για πρώτη φορά μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια κατέβηκε αυτόνομα στις εκλογές, ασκώντας δριμύτατη κριτική για τον χειρισμό του Κυπριακού και τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
Η Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων, που αποτελούνταν πλέον από πέντε κόμματα (το ΚΚΕ εσωτερικού, την ΕΔΑ, τη Σοσιαλιστική Πορεία, τη Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία και τη Χριστιανική Δημοκρατία) συναινούσε με την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ, πρεσβεύοντας τον σχηματισμό μιας Ευρώπης των εργαζομένων και μιας αδέσμευτης εγχώριας εξωτερικής πολιτικής.
Στις εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1977, η Νέα Δημοκρατία ανανέωσε την εντολή για νέα διακυβέρνηση, με σημαντική, ωστόσο, πτώση του ποσοστού της, εξασφαλίζοντας 171 έδρες (41,84%), ενώ δεύτερο κόμμα αναδείχθηκε το ΠΑΣΟΚ με 93 έδρες (25,34%), το οποίο άρχισε να εδραιώνεται ως ο μείζων αντιπολιτευτικός πόλος. Η ΕΔΗΚ συγκέντρωσε 16 έδρες (11,95%), ενώ στη Βουλή μπήκαν το ΚΚΕ με 11 βουλευτές(9,36%), η Εθνική Παράταξις με 5 βουλευτές (6,82%), η Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων (2,72%) και το κόμμα των Νεοφιλελευθέρων (1,08%) με δυο βουλευτές το καθένα.
Εκλογές 1981: Η κεντροαριστερή μετατόπιση ψηφοφόρων και η σαρωτική νίκη του ΠΑΣΟΚ
Καταφέρνοντας να εξασφαλίσει ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Ανδρέας Παπανδρέου αναδείχθηκε ως ο απόλυτος κερδισμένος των εκλογών του 1981, φέρνοντας στο προσκήνιο αυτό που τα επόμενα χρόνια θα αποτελούσε μια τριακονταετή εναλλαγή του Κέντρου και της Δεξιάς στη διακυβέρνηση της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, τα αρχηγικά κόμματα ενέτειναν την κομματική εξουσία. Εκμεταλλευόμενα την επιθυμία των λαϊκών μαζών για ελεύθερες ενώσεις, χρησιμοποίησαν το «σύστημα λαφυραγώγησης», το οποίο στην Ελλάδα ήταν πιο βαθιά ριζωμένο από ό,τι σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης, με κίνητρο το ρουσφέτι ή τον διορισμό στο δημόσιο.
Μετά τις εκλογές του 1977 και τη μετακίνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον προεδρικό θώκο, το έργο του χαρισματικού Ανδρέα Παπανδρέου διευκολύνθηκε αρκετά, καθώς απέναντί του είχε ένα μετριοπαθέστερο πολιτικό, τον Γεώργιο Ράλλη, που δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον πρώην πρόεδρο της ΝΔ σε ηγετικό επίπεδο.
Η απουσία του δεινού ρήτορα Καραμανλή έστρεψε το κόμμα της ΝΔ δεξιότερα, για να πάρει με το μέρος του τους φιλοχουντικούς, κάτι που εκμεταλλεύτηκε σε μεγάλο βαθμό ο Ανδρέας Παπανδρέου και απέσπασε, έτσι, ένα μεγάλο τμήμα των παραδοσιακά δεξιών ψηφοφόρων.
Ταυτόχρονα, το ΠΑΣΟΚ, ιδιαίτερα κατά την προεκλογική του εκστρατεία, άλλαξε αρκετά τους ιδεολογικούς και κοινωνικοοικονομικούς περιορισμούς του, απευθυνόμενο όχι μόνο στο κεντρώο ακροατήριο, αλλά και σε ριζοσπαστικότερους πολίτες, τεχνοκράτες και Αριστερούς.
Η ιδεολογική αυτή τροποποίηση αποτυπώθηκε ανάγλυφα και στα ψηφοδέλτια του κόμματος, με πρόσωπα κύρους συμβολικής σημασίας, όπως το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς, Μανώλη Γλέζο, αλλά και τον πρώην πρόεδρο της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιο Μαύρο.
Το ΚΚΕ, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως τα μέσα του 1980, ενίσχυσε τις θέσεις του στο συνδικαλιστικό και το φοιτητικό κίνημα, έχοντας ως κεντρικό του σύνθημα την «Αλλαγή», η οποία, υπό προϋποθέσεις θα οδηγούσε στον σοσιαλισμό.
Οι εκστρατείες των μεγάλων κομμάτων υπήρξαν θυελλώδεις, εντυπωσιάζοντας τους ξένους παρατηρητές, με την αντιπαράθεση μεταξύ των ψηφοφόρων να μεγαλώνει, ανάλογα με την πόλωση των ισχυρών πολιτικών παρατάξεων.
Οι λόγοι αυτής της πόλωσης, που διατηρήθηκε για σχεδόν τρεις δεκαετίες, ήταν κυρίως κοινωνικοί, με το ΠΑΣΟΚ να δηλώνει ότι υποστηρίζει τις μη προνομιούχες μάζες και τη ΝΔ να βρίσκεται στο πλευρό των ανώτερων οικονομικά κύκλων, των επιχειρηματιών και των συντηρητικών. Αντίστοιχα, σε ιδεολογικό επίπεδο, ο Παπανδρέου έκανε λόγο για κρατική ιδιοκτησία, ανακατανομή του πλούτου, αφοσίωση στην εθνική ανεξαρτησία, ενώ ο Ράλλης αφομοίωνε την ιδέα του οικονομικού φιλελευθερισμού, προκρίνοντας τις παραδοσιακές κοινωνικές και ηθικές αξίες.
Είναι η περίοδος που το ΠΑΣΟΚ, όπου είχαν προσχωρήσει κυνηγημένοι Αριστεροί των προηγούμενων δεκαετιών, αύξανε ακόμη περισσότερο την πόλωση, κατηγορώντας τη ΝΔ για δημιουργία αστυνομικού κράτους.
Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 18 Οκτωβρίου 1981, μια ημερομηνία συναισθηματικά φορτισμένη για το ΠΑΣΟΚ και προσωπικά για τον Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς 37 χρόνια πριν, ο πατέρας του, Γεώργιος, είχε οριστεί πρωθυπουργός της ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης, στην οποία συμμετείχαν και υπουργοί του ΕΑΜ.
Μάλιστα, εφημερίδες, φίλα προσκείμενες στο ΠΑΣΟΚ, έκαναν λόγο για «απελευθέρωση των Ελλήνων από τη Δεξιά», παρομοιάζοντάς τη με τους Ναζί.
Η νίκη του ΠΑΣΟΚ ήταν αναμφίβολα σαρωτική, εξασφαλίζοντας το 48,07% των ψήφων και εκλέγοντας 172 βουλευτές, ενώ ακολουθούσαν η ΝΔ με 115 βουλευτές (35,87%) και το ΚΚΕ με 13 βουλευτές (10,93%).
Εκλογές 1985: Τα «γαλαζοπράσινα» καφενεία και η επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ
Αμέσως μετά την ήττα της το 1981, η Νέα Δημοκρατία συνειδητοποίησε την αξία της μαζικής οργάνωσης και με ηγέτη τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, ο οποίος διαδέχθηκε τον Γεώργιο Ράλλη, έφτιαξε έναν αρραγή κομματικό μηχανισμό υπέρ αυτού και σε βάρος των «βαρόνων» του κόμματος.
Την ίδια ώρα, σταδιακά μετά τη σαρωτική νίκη του, το ΠΑΣΟΚ άλλαξε την αντιδυναστική και αντικαπιταλιστική στάση του, υποστηρίζοντας την πλήρη ένταξη της Ελλάδα στην ΕΟΚ, πολιτική που του εξασφάλισε πακτωλό δανείων και επιδοτήσεων από την Ευρώπη. Αυτό που χαρακτήρισε τις εκλογές του 1985 ήταν για άλλη φορά το κλίμα έντονης πολιτικής πόλωσης, με το φαινόμενο των «πράσινων και γαλάζιων καφενείων» να βρίσκεται στο πικ του.
Από την πλευρά του, ο Ανδρέας Παπανδρέου βάσισε σε μεγάλο βαθμό την εκλογική επικράτησή του στην απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας και την εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη, γνωστού για τη στάση του στην υπόθεση Λαμπράκη και την ανατροπή του Συντάγματος του 1975, που πέτυχε τον Μάρτιο του 1985, ενώ η Νέα Δημοκρατία κατακεραύνωνε το ΠΑΣΟΚ για την τριετή διακυβέρνησή του, προειδοποιώντας ότι μοναδικός στόχος του Παπανδρέου ήταν να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς όμοιο με της Κούβας και της Λιβύης.
Την ίδια ώρα, η Αριστερά κατέβαινε στον εκλογικό διασπασμένη, παρά την πεποίθηση του Λεωνίδα Κύρκου, ο οποίος μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ συμμετείχε στην ίδρυση του ΚΚΕ Εσωτερικού και στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Αριστεράς, ότι ήταν ανάγκη για ευρύτερη δυνατή συνεργασία των αριστερών δυνάμεων, κάτι για το οποίο ο ίδιος δεν σταμάτησε να εργάζεται.
Φωτιά στο ήδη τεταμένο κλίμα έβαλαν τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, με την εφημερίδα «Αυριανή», φίλα προσκείμενη στον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ να κατηγορεί ευθέως τον Μητσοτάκη ως συνεργάτη των Γερμανών επί Κατοχής, δημοσιεύοντας φωτογραφία του στο πλάι ναζί.
Απαντώντας στον «αυριανισμό», η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» έφερε στο προσκήνιο συνεντεύξεις της πρώην συζύγου του Ανδρέα Παπανδρέου, Χριστίνας Ρασσιά, στην οποία ισχυριζόταν ότι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ υπέφερε από ψυχικά τραύματα και ήταν επικίνδυνος.
Η πόλωση των δυο κομμάτων αποτυπώθηκε ανάγλυφα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, που ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακές τόσο σε προσέλευση όσο και σκηνοθεσία, με τις ομιλίες του Ανδρέα Παπανδρέου σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα να θεωρούνται οι μαζικότερες της Μεταπολίτευσης.
Οι κάλπες του 1985 άνοιξαν στις 2 Ιουνίου, με το ΠΑΣΟΚ να κερδίζει για δεύτερη συνεχόμενη αναμέτρηση τις εκλογές με ποσοστό 45,82%, εξασφαλίζοντας 161 έδρες. Η Νέα Δημοκρατία εξασφάλισε 126 έδρες (40,85%) το ΚΚΕ 12 έδρες (9,89%) και το ΚΚΕ Εσωτερικού με 1 έδρα (1,84%).
Εκλογές 1989-1990: Τρία χρόνια πολιτικής αστάθειας στη σκιά ενός σκανδάλου
Μετά από τις εκλογές του 1985, υπό το βάρος του δημοσιονομικού χρέους και της εξάντλησης των αποθεμάτων ξένου συναλλάγματος, το ΠΑΣΟΚ άρχισε να αλλάζει την πάλαι ποτέ αντιδυτική και αντικαπιταλιστική στάση του, προχωρώντας σε μια απόφαση, που σύντομα θα προκαλούσε τη «μήνιν» του λαού: τον δανεισμό από την τότε ΕΟΚ.
Η σταδιακή μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ, τάραξε τους υποστηρικτές του και τους κυβερνητικούς συμμάχους του, οδηγώντας στην παραίτηση ενός Υπουργού και την αποπομπή ενός άλλου, αλλά και στην έντονη αντιπολίτευση από το ΚΚΕ και σε συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις από αγρότες και συνδικάτα, που η κυβέρνηση έσπασε με πολιτική επιστράτευσης και αστυνομικά μέτρα.
Παράλληλα, την ήδη εντεινόμενη απογοήτευση επιβάρυνε η αποκάλυψη οικονομικών σκανδάλων, με χειρότερο, ίσως, το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο οποίος φυλακίστηκε τον Νοέμβριο του 1988 με την κατηγορία της κατάχρησης δισεκατομμυρίων από την τράπεζά του, με τη βοήθεια Υπουργών της κυβέρνησης, τους οποίος στήριζε από τα ΜΜΕ του.
Τα φίλα προσκείμενα στην αντιπολίτευση Μέσα οργίαζαν, κάνοντας λόγο ακόμη και για δωροδοκία του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κοσκωτά.
Σ’ αυτό το «πολεμικό» κλίμα, διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, που εξασφάλισαν τη νίκη στη ΝΔ, με ισχνό προβάδισμα έναντι του ΠΑΣΟΚ και χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Στις 2 Ιουλίου, η ΝΔ και ο νεοσυσταθείς Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου υπό τον Χαρίλαο Φλωράκη προχώρησε στον σχηματισμό της φιλελεύθερης – κομμουνιστικής κυβέρνησης Τζανή Τζαννετάκη, με στόχο τη σύσταση Ειδικού Δικαστηρίου και την παραπομπή σ’ αυτό ακόμη και τον Παπανδρέου, ο οποίος κατηγορήθηκε για την ηθική αυτουργία σε απιστία και την παθητική δωροδοκία για τη συμμετοχή του στο πολύκροτο σκάνδαλο.
Μάλιστα, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του στη Βουλή, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποδέχθηκε την πολιτική του ευθύνη για το σκάνδαλο, αλλά αρνήθηκε τις όποιες ποινικές ευθύνες, επισημαίνοντας ότι επρόκειτο για μια πολιτική δίωξη, που αποσκοπούσε τόσο στην προσωπική του πολιτική εξόντωση όσο και του ΠΑΣΟΚ.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 5 Νοεμβρίου, η ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ξανακέρδισε τις εκλογές, λαμβάνοντας 148 έδρες (46,19%), ενώ το ΠΑΣΟΚ εξέλεξε 128 βουλευτές (40,68%) και ο Συνασπισμός 21 βουλευτές (10,97%).
Τέλος, στην πολιτική αστάθεια έθεσαν οι εκλογές που διεξήχθησαν στις 8 Απριλίου του 1990, με τη ΝΔ να κερδίζει για τρίτη συνεχόμενη φορά, εκλέγοντας 150 βουλευτές (46,89%), ενώ το ΠΑΣΟΚ μείωσε τα ποσοστά του με 38,61% (123 βουλευτές) και ο Συνασπισμός με 10,28% (19 βουλευτές).
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, που επιβεβαίωνε την αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης, ο Μητσοτάκης συμφώνησε με τον πρόεδρο της ΔΗ.ΑΝΑ., Κωστή Στεφανόπουλο, να του παραχωρήσει τη μία του έδρα, αν και λίγες ημέρες μετά, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ανακοίνωσε ότι έγινε λάθος στην κατανομή των εδρών του κυβερνόντος κόμματος, με τη ΝΔ να βρίσκεται, τελικά, με 152 έδρες στη Βουλή.
Το «Βρώμικο ‘89» και το περιβόητο Ειδικό Δικαστήριο έληξε ουσιαστικά τον Απρίλιο του 1991, με την κατάρρευση του Μέμου Κουτσόγιωργα, ανθρώπου-κλειδί για την υπόθεση, μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Έκτοτε, η κοινή γνώμη έπαψε να ενδιαφέρεται για τη δίκη, καθώς οι μάρτυρες που κατέθεσαν κατά του Παπανδρέου θεωρήθηκαν αναξιόπιστοι, εξ αιτίας των αντιφάσεων στις οποίες έπεφταν και στην αδυναμία τους να προσκομίσουν κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει την ποινική ευθύνη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ.
Εννέα μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1992, ο Παπανδρέου κηρύχθηκε αθώος, στον Δημήτρη Τσοβόλα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2,5 και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 3 χρόνια, ενώ ο Γεώργιος Πέτσος ήρθε αντιμέτωπος με φυλάκιση 10 μηνών και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 2 χρόνια.
Ουσιαστικά, όμως, η έκβαση του Ειδικού Δικαστηρίου λειτούργησε υπέρ του ΠΑΣΟΚ, το οποίο, μετά από 8 έτη στη διακυβέρνηση της χώρας είχε χάσει τη συνοχή του, γεγονός που του επέτρεψε, το 1993, να επιστρέψει στην εξουσία.
Εκλογές 1993: Το πολωμένο δικομματικό τοπίο και η τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου
Η κυβέρνηση της ΝΔ, που προήλθε από τις εκλογές του 1990, διέθετε ισχνή πλειοψηφία 152 εδρών, με τη βοήθεια και της ΔΗΑΝΑ.
Η διαφωνία του πρωθυπουργού της χώρας, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με τον υπουργό εξωτερικών της κυβέρνησης, Αντώνη Σαμαρά, για το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, οδήγησε τον τελευταίο σε αποπομπή και στη συνέχεια σε ανεξαρτητοποίηση.
Η δήλωση ανεξαρτητοποίησης, επίσης, του βουλευτή Κιλκίς της ΝΔ, Γιώργου Συμπιλίδη, που ακολούθησε, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της δεδηλωμένης, τη διάλυση της Βουλής και την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Οι πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 προκηρύχθηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου και η προεκλογική περίοδος διήρκεσε ένα μήνα. Λόγω των έργων για την κατασκευή του ΜΕΤΡΟ, οι προεκλογικές συγκεντρώσεις μεταφέρθηκαν για πρώτη φορά, στην Αθήνα, από το Σύνταγμα στο Πεδίον του Άρεως.
Κατά την προεκλογική περίοδο στις μαζικές συγκεντρώσεις όσο και στις πολιτικές διαφημίσεις κυριάρχησαν ο πολεμικός λόγος, οι συκοφαντικές προσωπικές επιθέσεις των δύο μεγάλων κομμάτων, καθώς και τα φοβικά συνθήματα.
Έτσι δημιουργήθηκε έντονα πολωμένο, δικομματικό τοπίο, που είχε σαν αποτέλεσμα η Βουλή του 1990, στην οποία συμμετείχαν έξι κόμματα, να μετατραπεί σε τετρακομματική Βουλή, το 1993.
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου το 1990, από την κυβέρνηση της Ν.Δ. που έδινε δυνατότητα άνετης αυτοδυναμίας στο πρώτο κόμμα, ακόμη και με διαφορά 0,1% από το δεύτερο, κατέστησε το ΠΑΣΟΚ παντοδύναμο με 170 έδρες έναντι των 111 της Ν.Δ., των 10 της Πολιτικής Άνοιξης του Αντώνη Σαμαρά και των 9 του ΚΚΕ.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ της Αριστεράς και της Προόδου, που προήλθε από τη διάσπαση του ενιαίου ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, με ποσοστό 2,94%,δεν κατάφερε να υπερβεί το όριο του 3% και έμεινε εκτός Βουλής.
Η συμμετοχή του κόσμου στην ψηφοφορία για την ανάδειξη των 300 βουλευτών, κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα (78,23%), με το αποτέλεσμα των εκλογών του 1993 να αποτελεί θρίαμβο για το ΠΑΣΟΚ και οδυνηρή ήττα για τη Ν.Δ. και, προσωπικά, για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια αντιστροφή της προηγούμενης αναμέτρησης, συνέπεια των αλχημειών των διάφορων εκλογικών συστημάτων. Δηλαδή, ενώ το 1990, με ένα αρκετά αναλογικό σύστημα, η Ν.Δ. είχε λάβει 46,9% και 150 έδρες και το ΠΑΣΟΚ 39,3% και 125 έδρες, το 1993 το ΠΑΣΟΚ με 46,8% πήρε 170 έδρες και η Ν.Δ. με 39,3% των ψήφων πήρε 111 έδρες.
Τα σκληρά μέτρα λιτότητας που πήρε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, όπως οι περιβόητες μηδενικές αυξήσεις του «0+0=14%», οι ιδιωτικοποιήσεις κ.ά., είχαν σαν αποτέλεσμα την «εκλογική» του τιμωρία, αφού το ένα τρίτο των ψηφοφόρων και ιδίως η πλειονότητα των αναποφάσιστων, δεν ψήφισε υπέρ ενός κόμματος, αλλά εναντίον ενός άλλου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψε στην εξουσία και σχημάτισε την τρίτη και τελευταία κυβέρνησή του, λαμβάνοντας τη σχετική εντολή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, και ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 13 Οκτωβρίου.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που προήλθε από τις εκλογές του 1993, έμεινε στην εξουσία μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1996, μην ολοκληρώνοντας τη δική της τετραετία, για αντικειμενικούς λόγους, την επιδείνωση της υγείας και το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου.
Εκλογές 1996: Οι εκλογές του «καναπέ» και η περίοδος του «εκσυγχρονισμού»
Οι εκλογές του 1996 έφεραν ένα διαφορετικό τοπίο στην ελληνική πολιτική σκηνή, με τους χαρισματικούς ηγέτες των δύο μεγάλων κομμάτων, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου να απουσιάζουν. Τώρα τον κύριο λόγο επηρεασμού των ψηφοφόρων έχει η τηλεόραση, οι πολιτικοί λόγοι λειτουργούν σαν τις διαφημίσεις, ωραιοποιώντας προβλήματα και καταστάσεις και μην κάνοντας την ελάχιστη νύξη για τα καυτά προβλήματα της καθημερινότητας του ελληνικού λαού.
Το 1996 ξεκίνησε με τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Κώστα Σημίτη, που διαδέχτηκε στον πρωθυπουργικό θώκο στις 22 Ιανουαρίου τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας εισήχθη σε νοσοκομείο το Νοέμβριο του 1995. Η παρατεταμένη παραμονή του Παπανδρέου στο νοσοκομείο και η ακόλουθη αδυναμία άσκησης των καθηκόντων του τον οδήγησε σε παραίτηση.
Ο ιδρυτής και χαρισματικός ηγέτης του ΠΑΣΟΚ έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου 1996 και μέσα από τις συνεδριακές διαδικασίες πρόεδρος ανέλαβε ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος πολύ σύντομα ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο τη διάλυση της Bουλής και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, για να ανανεωθεί η λαϊκή εντολή. Πρόκειται για μια πάγια τακτική με έντονη κομματική σκοπιμότητα, αφού επιλέγεται ως χρόνος προκήρυξης εκλογών, εκείνος, που ευνοεί το κυβερνών κόμμα και ακολουθήθηκε από πολλές κυβερνήσεις κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο.
Στις 24 Αυγούστου 1996, η Βουλή διαλύθηκε και οι εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 22 Σεπτεμβρίου. Ο προεκλογικός αγώνας χαρακτηρίστηκαν από την απουσία, για πρώτη φορά από το «εκλογικό σανίδι», δύο σημαντικών πολιτικών ανδρών του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου, κυρίαρχων μορφών στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας.
Για μια ακόμη φορά εφαρμόστηκε το καλπονοθευτικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με τις ρήτρες του +1 και του 3%, που είχε ψηφίσει η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990, δίνοντας τώρα αυτοδύναμη πλειοψηφία στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο με 41,49% πήρε 162 έδρες από τις 300 έδρες της Βουλής, η Νέα Δημοκρατία με 38,12% 102 έδρες, το ΚΚΕ με 5,61% 11 έδρες, ο Συνασπισμός με 5,12% 10 έδρες και το πρωτοεμφανιζόμενο Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα του Δημήτρη Τσοβόλα με 4,43% 9 έδρες.
Η εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας είχε σαν αποτέλεσμα την παραίτηση του Μιλτιάδη Έβερτ που ηγήθηκε του κόμματος
Στις εκλογές του 1996 αποδόθηκε ο τίτλος των τηλεοπτικών εκλογών και εκλογών του «καναπέ». Αιτία ο άφθονος τηλεοπτικός χρόνος που διατέθηκε από τα ιδιωτικά κανάλια και καταναλώθηκε, κυρίως, από τους δύο πολιτικούς «αντιδίκους», οι οποίοι απέσπασαν το μεγαλύτερο τηλεοπτικό μερίδιο. Η πολιτική μάχη δόθηκε από το γυαλί, ενώ ο πολιτικός λόγος αρθρώθηκε με όρους διαφήμισης, καθώς έλειψαν οι συζητήσεις για τα καυτά προβλήματα της καθημερινότητας, που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες πολίτες και ο τρόπος επίλυσής τους, ενώ μπήκαν για τα καλά στο πολιτικό παιχνίδι και οι δημοσκοπήσεις.
Ακόμη και στην τηλεμαχία, που διεξήχθη στα πρότυπα της Αμερικής μόνο με τους αρχηγούς των δύο κομμάτων, Κώστα Σημίτη για το ΠΑΣΟΚ και Μιλτιάδη Εβερτ για τη Ν.Δ, το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας αφορούσε την υπόθεση των Ιμίων με τον Κώστα Σημίτη να δέχεται σειρά ερωτήσεων για το περιστατικό. Λιγοστές ήταν οι ερωτήσεις των δημοσιογράφων για τα ουσιαστικά θέματα της οικονομίας, της εξωτερικής πολιτικής, της κοινωνικής πολιτικής, της παιδείας και του πολιτισμού.
Το Σεπτέμβριο του 1996 σχηματίστηκε η νέα Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και το ΠΑΣΟΚ της ρήξης και της ανατροπής έδωσε τη θέση του στο ΠΑΣΟΚ της διαχείρισης και του εκσυγχρονισμού.
Εκλογές 2000: Tο «απόλυτο εκλογικό θρίλερ» και ο ρόλος της Β΄ Αθηνών
Οι εκλογές του 2000 χαρακτηρίστηκαν ως το «απόλυτο εκλογικό θρίλερ», οι πιο γκραν γκινιόλ εκλογές της σύγχρονης ιστορίας. Ήταν η βραδιά που ο ελληνικός λαός «κοιμήθηκε με κυβέρνηση Ν.Δ. και ξύπνησε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ».
Ήταν, ίσως, οι πιο πολωμένες εκλογές τις μεταπολίτευσης. Η άνοδος του Χρηματιστηρίου, ο σεισμός της Πάρνηθας τον Σεπτέμβριο του 1999, η Συμφωνία Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, η εκλογή του Στεφανόπουλου, τον Φεβρουάριο του 2000, φαίνεται τελικά ότι επηρέασαν το εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό ήταν και το θέμα που κυριάρχησε στην τηλεμαχία που έγινε πάλι μόνο μεταξύ των αρχηγών των δύο μεγάλων κομμάτων εκείνης της εποχής, όπως και οι πραγματικές διαστάσεις της οικονομίας.
Σε αυτό συνηγορούσε, άλλωστε, και η πρόσφατη νωπή και άνετη νίκη της Ν.Δ. στις Ευρωεκλογές του 1999, που τις κέρδισε με 36%, έναντι 32,9% του ΠΑΣΟΚ.
Ήταν η βραδιά που ο ελληνικός λαός «κοιμήθηκε με κυβέρνηση ΝΔ και ξύπνησε με κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ», έγραψε ο Τύπος της εποχής.
Στην οδό Χαριλάου Τρικούπη, στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, το σκηνικό θύμιζε κηδεία, καθώς τα περισσότερα κορυφαία στελέχη έφθαναν στα γραφεία του κόμματος σκυθρωπά, αμήχανα και αμίλητα, καθώς είχαν πεισθεί ότι έχαναν την εκλογική αναμέτρηση. Ωστόσο, όσο περνούσαν οι ώρες, η κατάσταση άλλαζε σταδιακά, η αγωνία μεγάλωνε, οι γαλάζιες σημαίες άρχισαν να διπλώνονται και να ανεμίζουν οι αντίστοιχες πράσινες.
Αργά τη νύχτα, όταν ενσωματώθηκε η Β΄Αθηνών στο συνολικό ποσοστό, τα πάντα ήρθαν «τούμπα» και το ΠΑΣΟΚ σκαρφάλωσε στην κορυφή για τρίτη συνεχόμενη φορά. Το σκηνικό θριάμβου μεταφέρθηκε στη Χαριλάου Τρικούπη 50, όπου κατέφθασε και ο Κώστας Σημίτης καταφανώς χαρούμενος, και αποθεώθηκε από τους συγκεντρωμένους οπαδούς, που συνέρρευσαν με σημαίες, κόρνες και χαμόγελα.
Η κατανομή των εδρών, που έγινε και πάλι με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής έδωσε στο πρώτο κόμμα με ποσοστό 43,79% 158 έδρες, στο δεύτερο κόμμα με 42,74% 125 έδρες, στο τρίτο κόμμα, το ΚΚΕ, με 5,52% 11 έδρες και στο τέταρτο κόμμα, τον Συνασπισμό, με 3,20% 6 έδρες.
Το ΠΑΣΟΚ έκανε τη μεγάλη ανατροπή και ο Κώστας Σημίτης πήρε την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης για δεύτερη τετραετία.
Εκλογές 2004: Με τον Κώστα Καραμανλή η διακυβέρνηση της χώρας επανέρχεται στη Ν.Δ.
Η ανάληψη της πρωθυπουργικής εξουσίας από τον Κώστα Καραμανλή τερματίζει την εντεκάχρονη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Και πάλι η τηλεόραση επηρεάζει την ψήφο των Ελλήνων, που προσέχουν κυρίως το «στυλ» του πολιτικού και όχι τον πολιτικό του λόγο.
«Ήρθε η ώρα του Καραμανλή». Αυτό το σύνθημα των ψηφοφόρων και φίλων της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο κυριάρχησε προεκλογικά και δονούσε τις γαλάζιες συγκεντρώσεις, έγινε πράξη στις βουλευτικές εκλογές του 2004, όταν το κόμμα της Ν.Δ. υπό την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή πέτυχε μεγάλη νίκη και κέρδισε την πρώτη θέση με 45,36% και 165 έδρες. Μετά από μία ομαλή προεκλογική περίοδο, η αντεπίθεση που είχε αρχίσει στις εκλογές του 2000 καρποφόρησε. Δεύτερο κόμμα ήρθε το ΠΑΣΟΚ με 40,55% και 117 έδρες, τρίτο κόμμα το ΚΚΕ με 5,90% και 12 έδρες, τέταρτο κόμμα ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς με 3,26% και 6 έδρες.
Ωστόσο, πριν τις εκλογές, υπήρξε αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ. Ο Γιώργος Παπανδρέου διαδέχθηκε τον απερχόμενο πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη, τον Φεβρουάριο και ηγήθηκε στις εκλογές ως αρχηγός του κόμματος. Η αισιοδοξία ότι το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να καλύψει τη διαφορά, που το χώριζε από τη ΝΔ στις δημοσκοπήσεις, και να κερδίσει τις εκλογές όπως συνέβη το 2000, αποδείχθηκε μάταιη.
Οι εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004, χαρακτηρίστηκαν από τη μεγάλη συμμετοχή – περίπου 7,6 εκατομμύρια Έλληνες ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες, για να εκλέξουν τη νέα κυβέρνηση της χώρας – την εκτόξευση του δικομματισμού, που ξεπέρασε το 86% και την επιστροφή της ΝΔ, στην εξουσία με αρχηγό τον Κώστα Καραμανλή, τερματίζοντας την ενδεκάχρονη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ.
Σε αυτό το αποτέλεσμα συνετέλεσε και η μετατόπιση σημαντικού αριθμού ψηφοφόρων από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ., οι οποίοι το 2000 είχαν υποστηρίξει το τότε κυβερνών κόμμα. Αυτοί ήταν άνθρωποι που μέχρι τη στιγμή εκείνη δεν είχαν ψηφίσει ποτέ στη ζωή τους το κόμμα της ΝΔ, και τώρα εμπιστεύθηκαν τον Καραμανλή, ψηφίζοντας το κόμμα του στις εκλογές. Και αυτές οι ήταν πρόωρες και ο υπολογισμός των εδρών έγινε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.
Ταυτόχρονα η κατάκτηση του τίτλου στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, αλλά και η διοργάνωση και διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων δημιούργησαν τεχνητή ευφορία και γενική αισιοδοξία που επέφερε μια πρωτοφανή περίοδο χάριτος, για την κυβέρνηση η οποία διήρκεσε εννέα μήνες.
Ήταν η εποχή του που οι ψηφοφόροι δεν έδιναν προσοχή πλέον στο περιεχόμενο των πολιτικών ομιλιών, αλλά περισσότερο το «στιλ» των υποψηφίων με τους σταρ του τηλεοπτικού φακού να αναδεικνύονται οι μεγάλοι νικητές των ψηφοδελτίων.
Οι όροι για τηλεμαχία πρόσωπο με πρόσωπο άλλαξαν κι έτσι αυτή έγινε με την παρουσία πέντε συνολικά πολιτικών αρχηγών.
Ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου καλείται στην οθόνη της τηλεόρασης να αντιμετωπίσει τον πρόεδρο της ΝΔ, Κώστα Καραμανλή, αλλά στην τηλεμαχία συμμετέχουν και οι επικεφαλής των άλλων βουλευτικών κομμάτων: Η γενική γραμματέας του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, ο πρόεδρος του Συνασπισμού, Νίκος Κωνσταντόπουλος, και ο πρόεδρος του Δημοκρατικού Κοινωνικού Κινήματος (ΔΗΚΚΙ) Δημήτρης Τσοβόλας πλαισιώνουν το πάνελ, σε μια βραδιά που καταγράφηκαν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά τηλεθέασης (92,5% ποσοστό-ρεκόρ για πολιτική εκπομπή).
Ο Κώστας Καραμανλής έλαβε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στις 8 του μήνα και ορκίστηκε στις 10 Μαρτίου μαζί με την κυβέρνησή του, διατηρώντας ο ίδιος και το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Πολιτισμού, λόγω της επικείμενης διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Εκλογές 2007-2009: Η αρχή της πτώσης του δικομματισμού
Με νωπές τις μνήμες από τις καταστροφικές πυρκαγιές, οι εκλογές αυτές επαναβεβαιώνουν την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού στο πρόσωπο του Κώστα Καραμανλή και σηματοδοτούν την πρώτη κοινοβουλευτική επιτυχία ακροδεξιού κόμματος τριάντα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μεγάρου Μαξίμου για εξάντληση της τετραετίας, όλα έδειχναν ότι η χώρα είχε εισέλθει σε προεκλογική τροχιά και τα κομματικά επιτελεία προσάρμοζαν ανάλογα την τακτική τους. Υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί παράγοντες εκτιμούσαν ότι οι όροι της προσεχούς πολιτικής αναμέτρησης ήταν άκρως ευνοϊκοί για τη Ν.Δ., η οποία θα μπορούσε να προβάλει τις μεταρρυθμίσεις που προώθησε και αυτές που θα έπρεπε να γίνουν την επόμενη τετραετία.
Οι βουλευτικές εκλογές του 2007 διεξήχθησαν στις 16 Σεπτεμβρίου και ήταν η δεύτερη συνεχόμενη νίκη της Ν.Δ. και του Κώστα Καραμανλή, τρία χρόνια μετά τον εκλογικό θρίαμβο του 2004.
Πρώτο κόμμα ήλθε η ΝΔ με 41,87% και 152 έδρες, δεύτερο κόμμα το ΠΑΣΟΚ με 38,10% και 102 έδρες, τρίτο το ΚΚΕ με 8,15% και 22 έδρες, τέταρτο ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς με 5,04% και 14 έδρες και πέμπτο κόμμα ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, στον οποίο είχε συγχωνευτεί το «Ελληνικό Μέτωπο» του Μάκη Βορίδη, με 3,80% και 10 έδρες.
Η απόπειρα δημιουργίας εντυπώσεων, με χρήση δημοσκοπήσεων, από μια σειρά ηλεκτρονικών και έντυπων ΜΜΕ, φιλικών προς το ΠΑΣΟΚ, που προσπάθησαν να κατασκευάσουν την εικόνα της «ανοικτής αναμέτρησης», διαψεύστηκαν πανηγυρικά μετά από το εκλογικό αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών, της 16ης Σεπτεμβρίου 2007.
Το απογοητευτικό αποτέλεσμα για την αξιωματική αντιπολίτευση οδήγησε τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, Γιώργο Παπανδρέου, να ζητήσει από τη βάση του κόμματος ανανέωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του. Μετά από σχετική ανοιχτή ψηφοφορία, στην οποία συμμετείχαν σχεδόν 800.000 πολίτες επικράτησε άνετα του εσωκομματικού αντιπάλου του, Ευάγγελου Βενιζέλου.
Σ’ αυτές τις εκλογές ο δικομματισμός δέχθηκε το πρώτο ισχυρό πλήγμα, καθώς έχασε κοντά στο 6%, αλλά ο νόμος της ενισχυμένης αναλογικής που ίσχυσε έδωσε για μια ακόμη φορά αυτοδύναμη κυβέρνηση. Βέβαια, κανένας εκλογικός νόμος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που διαφαινόταν στον ορίζονται και λίγα χρόνια αργότερα θα έφερνε την καταιγίδα των μνημονίων.
Οι σαφείς και πασίγνωστες πιέσεις εκ μέρους της ΕΕ προς την ελληνική κυβέρνηση για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, οδηγούσαν σε εφαρμογή πολιτικής λιτότητας, την οποία ο Κώστας Καραμανλής προσπαθούσε να αποφύγει.
Μοιραία η χώρα οδηγήθηκε σε νέες πρόωρες εκλογές στις 4 Οκτωβρίου 2009, έπειτα από την αιφνίδια διάλυση της Βουλής. Με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν» το ΠΑΣΟΚ, με 43,92% και 160 έδρες, κέρδισε τις εκλογές. Δεύτερο κόμμα ήρθε η ΝΔ με 33,47% και 91 έδρες, τρίτο το ΚΚΕ με 7,54% και 21 έδρες, τέταρτος ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός με 5,63% και 15 έδρες και πέμπτος ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς με 4,60% και 13 έδρες.
Με τον τελευταίο εκλογικό νόμο 3231/2004, βάσει του οποίου το πρώτο κόμμα πριμοδοτείται με 50 έδρες, το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στην εξουσία, με τον Γιώργο Παπανδρέου να σχηματίζει κυβέρνησηκαι τον ΚώσταςΚαραμανλή να παραιτείται από την ηγεσία της ΝΔ.
Τίποτε όμως πια δεν επρόκειτο να αντιμετωπίσει την καταστροφή που ερχόταν. Την Παρασκευή 23 Απριλίου 2010, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου, με φόντο το ακριτικό Καστελόριζο, ανακοινώνει την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης. Τα δεινά για τον ελληνικό λαό μόλις άρχιζαν.
Εκλογές 2012 : Ο πολιτικός σεισμός, οι διπλές κάλπες και το τέλος του παραδοσιακού μεταπολιτευτικού δικομματισμού
Οι διπλές εκλογές του 2012 έγιναν σε μια κρίσιμη καμπή για την ελληνική πολιτική σκηνή: η άθλια οικονομική πορεία, η κρίση δανεισμού και τα μνημόνια είχαν σαν αποτέλεσμα την κοινωνική εξαθλίωση, τις έντονες διαμαρτυρίες του λαού, τις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων στις πλατείες, αλλά και την άνοδο ακραίων και αντιδημοκρατικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα των εκλογών έδειξε τη συντριβή του δικομματισμού.
Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 6 Μαΐου 2012, πρώτο κόμμα ήλθε η ΝΔ με 18,85% και 108 έδρες, δεύτερο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ με 16,78% και 52 έδρες, τρίτο κόμμα το ΠΑΣΟΚ με 13,18% και 41 έδρες, τέταρτο κόμμα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες με 10,62% και 33 έδρες, πέμπτο το ΚΚΕ με 8,48% και 26 έδρες, έκτο κόμμα η Χρυσή Αυγή με 6,97% και 21 έδρες, έβδομο κόμμα η ΔΗΜΑΡ με 6,11% και 19 έδρες.
Η αποχή άγγιξε το 34,88% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Η κατανομή των εδρών έγινε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής του Ν.3636/2008 και ήταν φανερή η συντριβή που υπέστησαν τα δύο πολιτικά κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τα οποία κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή από τη μεταπολίτευση και μετά.
Με αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, επειδή κανένα κόμμα δεν κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών της Βουλής, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, ανέθεσε διερευνητικές εντολές στους αρχηγούς των τριών πρώτων κομμάτων, για σχηματισμό Κυβέρνησης. Καθώς οι προσπάθειες τους δεν καρποφόρησαν, επέστρεψαν τις εντολές και σχηματίστηκε Υπηρεσιακή κυβέρνηση που προκήρυξε νέες εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε ένα φορτισμένο κλίμα, στις 17 Ιουνίου 2012.
Πρώτο κόμμα ήλθε η ΝΔ με 29,66% και 129 έδρες και ακολούθησαν ο ΣΥΡΙΖΑ με 26,89% και 71 έδρες, το ΠΑΣΟΚ με 12,28% και 33 έδρες, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες με 7,51% και 20 έδρες, η Χρυσή Αυγή με 6,92% και 18 έδρες, η ΔΗΜΑΡ με 6,26% και 17 έδρες και το ΚΚΕ με 4,51% και 12 έδρες. Η είσοδος επτά κομμάτων στη Βουλή αποτελεί μια πρωτότυπη κατάσταση για την Ελλάδα, που παραδοσιακά έβλεπε να μπαίνουν στο κοινοβούλιό της τέσσερα με πέντε κόμματα.
Με το πέρας της εκλογικής διαδικασίας σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας με τα κόμματα ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά.
Οι διπλές εκλογές του Μαΐου- Ιουνίου 2012 αποτελούν μια ιδιαίτερη στιγμή για την ελληνική πολιτική ιστορία. Από όλες τις απόψεις ήταν ένας πραγματικός πολιτικός σεισμός, αφού «γκρεμίστηκε» συθέμελα ο δικομματισμός, όπως τον ξέραμε, και άλλαξε το πολιτικό και κομματικό σύστημα της χώρας.
Πρόκειται για δύο εκλογικές μάχες που συμπύκνωσαν τις δραματικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που έφερε η εποχή των Μνημονίων, από τις οποίες προέκυψε η άνοδος νέων πολιτικών δυνάμεων, η κατάρρευση παραδοσιακών κυρίαρχων κομμάτων, ο κατακερματισμός των εκλογικών ποσοστών και η είσοδος στο ελληνικό κοινοβούλιο ενός ακροδεξιού εθνικιστικού μορφώματος.
Ήταν δύο εκλογικές αναμετρήσεις που σημαδεύτηκαν από τις προσβλητικές και προκλητικές παρεμβάσεις από την πλευρά των «εταίρων» μας στα εσωτερικά της χώρας.Ταυτόχρονα η αποχή έφθασε στο 37,51%των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, δείχνοντας τη μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Ο μεγάλος ηττημένος εκείνων των εκλογών ήταν το ΠΑΣΟΚ, που είχε την ευθύνη γιατί οδήγησε τη χώρα στον διεθνή μηχανισμό στήριξης. Τότε ουσιαστικά έκλεισε η μεταπολιτευτική του διαδρομή ως κατεξοχήν κόμματος εξουσίας.
Η Αριστερά, με αιχμή το ΣΥΡΙΖΑ που είχε ραγδαία άνοδο, αναγορεύεται πλέον στον αντίπαλο πόλο της πολιτικής σκηνής.
Εκλογές 2015: Δύο εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα που άλλαξαν την πολιτική πραγματικότητα
Το 2015, διεξήχθησαν δύο εκλογικές αναμετρήσεις, ένα δημοψήφισμα, ρεκόρ εισόδου πολιτικών κομμάτων στο ελληνικό κοινοβούλιο και το πρωτοφανές γεγονός της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας από ένα κόμμα της αριστεράς.
Η αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή των Ελλήνων υποχρέωσαν τον τότε πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά, να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, που πραγματοποιήθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 2015. Το αποτέλεσμά τους ήταν ένα γεγονός ιστορικής σημασίας για την εγχώρια πολιτική σκηνή, με ταυτόχρονη μεγάλη διεθνή απήχηση , αλλάζοντας την ελληνική πολιτική πραγματικότητα άλλαξε μια για πάντα.
Ήταν η πρώτη φορά που ένα αριστερό κόμμα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Στην εκλογική αυτρή αναμέτρηση πρώτο κόμμα ήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ με 36,34% και 149 έδρες, δεύτερο κόμμα η ΝΔ με 27,81% και 76 έδρες, τρίτο κόμμα η Χρυσή Αυγή με 6,28% και 17 έδρες, τέταρτο κόμμα το Ποτάμι με 6,05% και 17 έδρες, πέμπτο κόμμα το ΚΚΕ με 5,47% και 15 έδρες, έκτο κόμμα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες με 4,75% και 13 έδρες, έβδομο κόμμα το ΠΑΣΟΚ με 4,68% και 13 έδρες.
Η κατανομή των εδρών έγινε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Με τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αποδοκιμάστηκε η νεοφιλελεύθερη πολιτική της λιτότητας και τερματίσθηκε μια μακρά περίοδος 40 ετών διακυβέρνησης της χώρας από τα κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού. Το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε μια πρωτοφανή, αλλά και διευρυμένη, για τα ελληνικά δεδομένα, πολιτική και κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα κυβέρνηση, που εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα, της 5ης Ιουλίου, όπου καταγράφηκε η συντριπτική απόρριψη (61,3%, έναντι 38,7%) της προωθούμενης από το Eurogroup μνημονιακής συμφωνίας για την Ελλάδα.
Ωστόσο, η μη αποδοχή των ελληνικών θέσεων και οι ισχυρές και απειλητικές πιέσεις που ασκήθηκαν για έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, οδήγησαν στην υπογραφή νέας τριετούς δανειακής σύμβασης, που προκάλεσε αναταράξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και οδήγησε σε αποχώρηση ενός αριθμού βουλευτών του, οι οποίοι σύστησαν νέα κοινοβουλευτική ομάδα 25 βουλευτών, με την ονομασία Λαϊκή Ενότητα.
Αμέσως μετά τα γεγονότα αυτά, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προσέφυγε στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού, ζητώντας τη διάλυση της Βουλής, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ.2 του Συντάγματος , στο οποίο ο συντακτικός νομοθέτης θεώρησε αναγκαία τη διάλυση, όταν κρίνεται πως η εξάντληση της βουλευτικής περιόδου είναι μεγάλο διάστημα και απαιτείται η ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας.
Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 20 Σεπτεμβρίου, δεν έγιναν με σταυρό προτίμησης, αλλά με δεσμευμένους συνδυασμούς (λίστα), με το διάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων να είναι μικρότερο των 18 μηνών.
Πρώτο κόμμα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ με 35,46% και 145 έδρες, με δεύτερο κόμμα τη ΝΔ με 28,10% και 75 έδρες, τρίτο κόμμα τη Χρυσή Αυγή με 6,99% και 18 έδρες, τέταρτο κόμματ η Δημοκρατική Συμπαράταξη με 6,28% και 17 έδρες, πέμπτο κόμμα το ΚΚΕ με 5,55% και 15 έδρες, έκτο κόμμα το Ποτάμι με 4,09% και 11 έδρες, έβδομο κόμμα οι Ανεξάρτητοι Έλληνες με 3,69% και 10 έδρες, όγδοο κόμμα ηΈνωση Κεντρώων με 3,44% και 9 έδρες.
Η κατανομή των εδρών έγινε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Η αποχή από την ψηφοφορία ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αγγίζοντας το 43,43% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Εκλογές 2019: Με αυτοδύναμη κυβέρνηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της χώρας
Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας και η άνετη αυτοδυναμία της έδωσαν τη δυνατότητα στον Κυριάκο Μητσοτάκη να κυβερνήσει για την επόμενη τετραετία με βάση το οικονομικό και πολιτικό του πρόγραμμα.
Στις 26 Μαΐου 2019, το βράδυ μετά την ήττα του κόμματος του στις ευρωεκλογές και τις εκλογές για τον α’ γύρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο τότε Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, θεωρώντας ότι δεν είχε τη λαϊκή νομιμοποίηση να συνεχίσει να κυβερνά μέχρι το τέλος της τετραετίας, σε μία αρκετά κρίσιμη περίοδο για την ελληνική οικονομία, ανακοίνωσε τη διεξαγωγή πρόωρων βουλευτικών εκλογών.
Οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 2019 διεξήχθησαν στις 7 Ιουλίου, περίπου δυόμιση μήνες πριν τη λήξη της προβλεπόμενης θητείας της κυβέρνησης Τσίπρα.
Η κατανομή των εδρών έγινε με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Πρώτο κόμμα ήλθε η ΝΔ με ποσοστό 39,85% και 158 έδρες, δεύτερο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ με 31,53% και 86 έδρες, τρίτο κόμμα το Κίνημα Αλλαγής με 8,10% και 22 έδρες, τέταρτο κόμμα το ΚΚΕ με 5,30% και 15 έδρες. Νεοεισερχόμενα κόμματα η «Ελληνική Λύση», που με 3,70% εκπροσωπήθηκε από 10 βουλευτές και το ΜέΡΑ25 με 3,44% και 9 έδρες.
Για μια ακόμα φορά η αποχή ανήλθε σε πολύ υψηλό ποσοστό ,στο 42,22% επί των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Είναι προφανές ότι το τρίπτυχο-σύνθημα, με το οποίο κινήθηκε προεκλογικά η ΝΔ, λιγότερο φόροι – νέες δουλειές – ασφάλεια, έπεισε το εκλογικό σώμα. Στις 8 Ιουλίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος έδωσε στον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, η οποία ορκίστηκε στις 9 Ιουλίου.
Η ισχυρή εντολή που πήρε από τον ελληνικό λαό ο Κυριάκος Μητσοτάκης, χάρη στην αυτοδυναμία, του πρόσφερε την δυνατότητα να κυβερνήσει για την επόμενη 4ετία, να ξεδιπλώσει το οικονομικό και πολιτικό του πρόγραμμα και να προχωρήσει άμεσα στην κατάθεση των νομοσχεδίων, που θα συμβολίσουν και την νέα πολιτική περίοδο. Πλέον ο κ. Μητσοτάκης καλείται να ανταποκριθεί στις μεγάλες προσδοκίες που καλλιέργησε για επιτάχυνση της οικονομικής ανάκαμψης, γενίκευση της ευημερίας και βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.
Στα χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης καταγράφεται η αδυναμία της Χρυσής Αυγής να πιάσει το όριο του 3% και να εισέλθει στη Βουλή, από την οποία η έξοδός της, σε συνδυασμό με την κατάληξη της δίκης που ακολούθησε, ήταν η αρχή του τέλους της οργάνωσης.
Ωστόσο, ιδιαίτερο γεγονός αποτελεί και το υψηλό ποσοστό που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας μεγάλη έκπληξη, αφού και δεν το είχαν προβλέψει οι δημοσκοπήσεις και δεν το κατέγραψε το exit poll.
Στους κερδισμένους της βραδιάς και το ΚΙΝΑΛ καθώς το ποσοστό του υπερέβη το ποσοστό των ευρωεκλογών και των εκλογών του 2015. Η εκτίμηση ότι η ρήξη στις σχέσεις της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά με τον Ευάγγελο Βενιζέλο θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην εκλογική δυναμική του κόμματος, δεν επιβεβαιώθηκε.
<
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ