Σήμερα, 24 Ιουλίου, συμπληρώνονται 100 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, τη συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.
H Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφηκε έναν μόλις χρόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και, χάρη στις προσπάθειες του Ελευθερίου Βενιζέλου, που ηγήθηκε της ελληνικής αντιπροσωπείας τότε, θεωρήθηκε -δεδομένων των τότε συνθηκών- μια μεγάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας, καθώς καθόρισε επί χάρτου τα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης, που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη.
Η υπογραφείσα συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης, που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών. Στο κείμενο της Συνθήκης συμπεριλαμβάνεται και η Σύμβαση της Λωζάνης που αποτελεί συντομότερο κείμενο και υπογράφηκε νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου 1923.
Το ιστορικό
Η Συνθήκη της Λωζάνης κατήργησε τη Συνθήκη των Σεβρών, που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας, η οποία διαδέχτηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης.
Μετά την εκδίωξη από τη Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον τουρκικό υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, προέκυψε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο, που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923, για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου 1923.
Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923, μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατιωτικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης.
Η Τουρκία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της, εκτός της ζώνης των Στενών.
Ένα σημείο διαφωνίας ήταν η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα, κάτι για το οποίο η χώρα μας δήλωνε αδυναμία. Τελικά, η Τουρκία δέχτηκε να της αποδοθεί το τρίγωνο του Κάραγατς στη Θράκη, γνωστό και ως Παλαιά Ορεστιάδα, αντί αποζημιώσεων. Επίσης, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες (το 1926 η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η «μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως» κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Λέσβος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Ικαρία). Αργότερα, με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία ξαναπέκτησε το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης των Στενών, της Ίμβρου και Τενέδου, και αντίστοιχα η Ελλάδα της Λήμνου και της Σαμοθράκης.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων, που πραγματοποιήθηκε, προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της Συνθήκης, χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ό,τι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον Μουσουλμάνο, επειδή στο σύστημα των οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων πληθυσμών περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.
Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία εκχώρησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ