Ήταν 14 Δεκεμβρίου του 1981, όταν ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), Γιάσερ Αραφάτ, επισκέφθηκε την Αθήνα και έγινε δεκτός από τότε Έλληνα πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου, με τιμές αρχηγού κράτους.
Η γνωριμία των δυο ηγετών έγινε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν συναντήθηκαν σε μια βάση Παλαιστινίων ανταρτών, κοντά στα σύνορα της κατεχόμενης Παλαιστίνης, ενώ χρόνια αργότερα διαμόρφωσαν μια φιλική και «αδελφική» σχέση.
Η λεγόμενη ριζοσπαστικοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου και η στροφή προς την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) ήρθε περί το 1969 με 1971, ιδιαίτερα όταν αντιλήφθηκε ότι οι ΗΠΑ και συμμαχικά τους κράτη δεν σκόπευαν να συνεισφέρουν στο κάλεσμά του για ομαδική προσπάθεια για να πέσει η Χούντα.
Όπως αργότερα θυμόταν ο Αραφάτ, η προσωπική τους σχέση εδράζονταν στη βάση μιας βαθιά φιλίας, η οποία επέτρεψε την περαιτέρω εδραίωση των αγωνιστικών δεσμών του PLO και του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος που είχε ιδρύσει ο Παπανδρέου στη Στοκχόλμη της Σουηδίας.
«Οι συναντήσεις μας και οι επαφές μας συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια των επόμενων χρόνων και σφυρηλατήθηκε ανάμεσά μας μια στενή και βαθιά φιλία.
Η προσωπική μας σχέση οδήγησε και σε μια περαιτέρω εδραίωση της αγωνιστικής σχέσης μεταξύ της υπόλοιπης ηγεσίας των δύο κινημάτων μας και των δύο λαών μας.
Στη δεκαετία του ‘70 εδραιώθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των εργατικών συνδικάτων, των φοιτητικών οργανώσεων, των δημοσιογραφικών ενώσεων και των συλλόγων των συγγραφέων της Παλαιστίνης και της Ελλάδας», αποκάλυπτε ο Γιασέρ Αραφάτ.
«Με έκανε να νιώθω ότι η Ελλάδα είναι πατρίδα μου»
Με την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία και λίγους μήνες μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 1981, ο Αραφάτ ήρθε στην Αθήνα, με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να τον υποδέχεται με τιμές αρχηγού κράτους και τον Παλαιστίνιο ηγέτη να τον αποκαλεί επίσημα «φίλο, αδελφό και συναγωνιστή».
Κι όλα αυτά την ώρα που σύσσωμη η Ευρώπη και οι ΗΠΑ θα έβλεπαν με καλό μάτι ούτε την PLO ούτε και τον ίδιο τον Αραφάτ.
Παρόλα αυτά, ο Παπανδρέου επέλεξε να πάει κόντρα στην ΕΟΚ, αποφεύγοντας ακόμη και να εναντιωθεί στον Πολωνό στρατηγό, Βόιτσεχ Γιαρουσέλσκι, που κήρυξε στρατιωτικό νόμο στη χώρα του και να «αγκαλιάσει» τον αραβικό κόσμο, στον οποίο έβλεπε μια πηγή επενδύσεων.
Ένα χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ και ενώ η PLO είχε επί της ουσίας ηττηθεί με τη διεθνή συμφωνία που προέβλεψε την αποχώρηση των μαχητών της σε τρίτες χώρες, ο Αραφάτ επιβιβάστηκε σε ελληνικά πλοία, καταφεύγοντας στην Αθήνα.
Η έλευσή του προκάλεσε αναβρασμό στη χώρα, με δεκάδες διαδηλώσεις συμπαράστασης υπέρ των Παλαιστινίων, με την τότε Υπουργό Πολιτισμού, Μελίνα Μερκούρη, να ορκίζεται να καρφώσει τη σημαία τους στα Ιεροσόλυμα και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να συστήνει ουδετερότητα.
«Στο λιμάνι του Πειραιά μας υποδέχτηκε ο ηγέτης Παπανδρέου με τους υπουργούς της κυβέρνησής του και ένα τεράστιο πλήθος Ελλήνων.
Σε εκείνη την υποδοχή ο Ανδρέας Παπανδρέου με τύλιξε με τη ζεστασιά, την αγάπη και τη φιλία του. Με έκανε να νιώθω ότι η Ελλάδα είναι πατρίδα μου και οι Έλληνες είναι η οικογένειά μου και συμπατριώτες μου. Εκείνη τη μέρα με ρώτησαν οι δημοσιογράφοι γιατί διάλεξα την Αθήνα. Τους απάντησα: “Διαλέξαμε την πιο κοντινή αραβική πρωτεύουσα.
[…] Ο Παπανδρέου είχε δηλώσει τότε ότι η Ελλάδα στέκεται στο πλευρό μας. Οργάνωσε αμέσως μια εκστρατεία για την αποστολή ιατροφαρμακευτικής βοήθειας στους πολιορκημένους μαχητές μας. Στην εκστρατεία εκείνη βοήθησαν όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα και ολόκληρος ο ελληνικός λαός.
Τα ελληνικά νοσοκομεία υποδέχτηκαν πολλούς αντάρτες μας που τραυματίστηκαν στη μάχη για την υπεράσπιση της Βηρυτού», σχολίαζε αργότερα ο Αραφάτ.
«Είναι ο αδελφός μου και φίλος μου»
Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις του PLO και του ΠΑΣΟΚ απέκτησαν σταδιακά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς η ΕΟΚ άρχισε να στηρίζει οικονομικά την Ελλάδα, Αραφάτ και Παπανδρέου παρέμειναν σε επικοινωνία μέχρι το τέλος της ζωή του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ.
Μάλιστα, στις 21 Μαΐου του 1996, ο Αραφάτ βρέθηκε στο σπίτι του Παπανδρέου, στην Εκάλη, δηλώνοντας στους δημοσιογράφους που τον χαρακτήρισαν «ξένο ηγέτη» που επισκέπτεται τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ μετά το εξιτήριό του από το νοσοκομείο, ότι «δεν είναι ξένος, αλλά αδελφός».
Λίγο καιρό αργότερα, ο Ανδρέας Παπανδρέου άφησε την τελευταία του πνοή, με τον Αραφάτ να γράφει έναν μακροσκελή λόγο, όπου αναφερόταν στις σχέσεις του με τον πρώην πρωθυπουργό, τον οποίο χαρακτήρισε για άλλη μια φορά «φίλο και αδελφό του».
«Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι αδελφός μου και φίλος μου.
Είναι ο αείμνηστος ηγέτης της Ελλάδας τον οποίο έχασα σε αυτή τη σκληρή και μακροχρόνια μάχη για την ελευθερία της Παλαιστίνης και του λαού της.
Ο Παπανδρέου είναι ο άνδρας των αρχών, ο άνδρας της δημοκρατίας, ο άνδρας της ελευθερίας. Τον γνώρισα στη μάχη που δίναμε μαζί για την ελευθερία και τη δημοκρατία στις δύο αδελφές χώρες μας, την Παλαιστίνη και την Ελλάδα. Όταν νίκησε η δημοκρατία στην Ελλάδα υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, εμείς το είδαμε ως νίκη της Παλαιστίνης.
[…] Η σχέση μου με τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν μια σχέση κοινών αρχών, κοινών ιδανικών και κοινού αγώνα. […]
Ημουν ο μόνος ξένος ηγέτης που επισκέφθηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου όταν αρρώστησε, στις 20-5-1996, μόλις 32 μέρες πριν από τον θάνατό του. Τον βρήκα σε πλήρη πνευματική διαύγεια. Με ρώτησε για την ειρηνευτική διαδικασία και για την ανοικοδόμηση του παλαιστινιακού κράτους.
Θυμάμαι ότι μου εξέφρασε την ανησυχία του για την καθυστέρηση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Μου δήλωσε ότι ήταν βέβαιος για τη νίκη του παλαιστινιακού λαού στον δίκαιο αγώνα του για την απελευθέρωση της πατρίδας του και για την ίδρυση του ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ.
Του ευχήθηκα ταχεία ανάρρωση και του είπα ότι επιθυμούσα πολύ να μας επισκεφθεί στην Ιερουσαλήμ και στη Βηθλεέμ. Ο Παπανδρέου γέλασε και μου είπε: «Η καρδιά μου είναι μαζί σας. Μην ανησυχείτε. Οι Έλληνες είναι πιστοί φίλοι των Παλαιστινίων». Και τον αποχαιρέτησα για τελευταία φορά.
Με τον θάνατό του έχασα έναν πιστό φίλο, έναν γενναίο συναγωνιστή και οι Έλληνες έχασαν ένα άνδρα που ήταν η προσωποποίηση της πολιτισμένης και θαρραλέας Ελλάδας», επεσήμανε στον αποχαιρετιστήριο λόγο του.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ