Αν και για χρόνια κινούμαι στις παρυφές της πολιτικής, είναι η πρώτη φορά που κατεβαίνω σε εκλογική αναμέτρηση ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Θεσσαλονίκης.
Το κάνω γιατί πιστεύω ότι η δική μας γενιά είναι ώρα να βάλει τη δική της υπογραφή στον τόπο που ζούμε. Και είναι βαριά η ευθύνη αυτής της υπογραφής.
Καλούμαστε να ολοκληρώσουμε «οράματα» που ακολουθούν την πόλη εδώ και δεκαετίες ως ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και, τελικά, να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα της Θεσσαλονίκης.
Με τον Ζέρβα, λοιπόν, γιατί από την πρώτη ώρα που εκλέχτηκε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 2019 μίλησε γι’ αυτήν την ευθύνη.
Με τον Ζέρβα γιατί του έχω εμπιστοσύνη.
Είναι άνθρωπος έντιμος και εργατικός, είναι βγαλμένος από την κοινωνία της πόλης, είναι τεχνοκράτης, έχει γνώση και εμπειρία από καλές πρακτικές ευρωπαϊκών πόλεων και έχει επιμονή, προκειμένου να πετύχει το στόχο.
Είναι φρέσκος στην πολιτική, δεν κουβαλά βαρίδια, έχει ανοιχτό πνεύμα, θέλει να κάνει πράγματα για τη Θεσσαλονίκη.
Φυσικά, κανείς δεν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν προβλήματα.
Μη ξεχνάμε ότι η συγκεκριμένη διοίκηση πέρασε τα δύο από τα τέσσερα χρόνια με πρωτόγνωρες ιστορικά κρίσεις που είχαν οικονομικές επιπτώσεις.
Με το «καλημέρα» η πανδημία και μετά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις του ενεργειακού κόστους. Ωστόσο, η πόλη έκανε μεγάλα βήματα προόδου.
Από την άλλη πλευρά, βιώνουμε έναν απίστευτο μηδενισμό, με πρωτόγνωρη επιθετικότητα σε προσωπικό επίπεδο κατά του Δημάρχου.
Οι σημερινοί διεκδικητές της δημαρχίας Θεσσαλονίκης, αντί να παρουσιάσουν θετικές ιδέες και συγκεκριμένες κοστολογημένες προτάσεις για την πρόοδο της πόλης, επιμένουν επί μήνες να γκριζάρουν τα πάντα. Να δείχνουν το άσπρο ως μαύρο.
Να δηλώνουν φίλοι του ποδηλάτου, αλλά να πολεμούν λυσσαλέα τους ποδηλατόδρομους.
Να δηλώνουν φίλοι του αστικού πράσινου, αλλά να πολεμούν την ανανέωσή του. Να θέλουν υποτίθεται το μετρό, αλλά να το πολεμούν λυσσαλέα.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα όταν απέναντι σε έναν άνθρωπο που είναι Δήμαρχος επί 4 χρόνια και τα προηγούμενα 10 χρόνια συμμετείχε ανελλιπώς σε όλα τα δημοτικά συμβούλια πάντα διαβασμένος, αντιτάσσουν την προχειρότητα και τον λαϊκισμό, προκειμένου να δικαιολογήσουν την παρουσία τους σαν υποψήφιοι. Γι’ αυτό και είναι «γκρίζοι».
Και δεν διστάζω να μιλήσω με ονόματα, γιατί πρέπει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Ο κ. Αγγελούδης είναι ένα πολύ γνωστό κομματικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, δεξί χέρι του Ευάγγελου Βενιζέλου, που τώρα εμφανίζεται όχι απλά ως ανεξάρτητος αλλά ως «εγώ δεν είμαι ΠΑΣΟΚ».
Τα τελευταία 30 και πλέον χρόνια τα πέρασε διορισμένος σε κορυφαίες κυβερνητικές θέσεις, ακολουθώντας τον πολιτικό του προϊστάμενο σε όλα τα Υπουργεία.
Από ειδικός σύμβουλος στην «σκληρή» ΕΡΤ επί Ανδρέα Παπανδρέου, μετά Ειδικός Γραμματέας Αθλητισμού, μετά Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και τέλος Διευθύνων Σύμβουλος στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης.
Μιλάμε για ένα υψηλά αμειβόμενο διαχρονικά κρατικοδίαιτο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Αυτή είναι η αλήθεια, την οποία για κάποιο λόγο προσπαθεί τώρα να την αποκρύψει από τους Θεσσαλονικείς.
Από την άλλη, ο κ. Πέγκας με το χρίσμα του ΣΥΡΙΖΑ, που το 2019 εγκατέλειψε την αυτοδιοίκηση αξιοποιώντας επαγγελματικά την αυτοδιοικητική του εμπειρία και επανέκαμψε ως… νεόκοπος Μπουτάρης.
Αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει αυτό: νέες προσφυγές, νέες καθυστερήσεις στα πάντα που αφορούν τη Θεσσαλονίκη. Αυτήν την αντίληψη εκπροσωπεί.
Και για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για αυτό, αγκάλιασε και τον κ. Τρεμόπουλο ο οποίος έχει πρωτοστατήσει σε όλες τις ακυρώσεις και τις καθυστερήσεις των μεγάλων έργων της Θεσσαλονίκης τις τελευταίες δεκαετίες.
Στο δια ταύτα, από τη μία έχουμε ένα Δήμαρχο εργατικό που αυτά τα χρόνια έχει (συν)διαμορφώσει την ατζέντα της Θεσσαλονίκης του μέλλοντος, και από την άλλη έχουμε μία πρωτόγνωρη προσωπική εμμονή εναντίον αυτού του Δημάρχου.
Από τη μία έχουμε έναν αυτόφωτο αυτοδιοικητικό, από την άλλη έχουμε το βαθύ ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή μας στις 8 Οκτωβρίου θα δείξει το δρόμο που θέλουμε να ακολουθήσει η πόλη.
*Ο Μηνάς Σαμαντζίδης είναι Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής και Υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος με την παράταξη «ΝΑΙ. ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ!» του Κωνσταντίνου Ζέρβα.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ