Σαν σήμερα, στις 13 Ιανουαρίου του 1859, γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς, ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, διηγηματογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και θεατρικός συγγραφέας, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού.
Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο.
Στο ποιητικό του έργο, που ξεπερνά τις 20 συλλογές, κυριαρχεί η Ελλάδα, ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης και το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού.
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα και καταγόταν από παλαιά μεσολογγίτικη οικογένεια, που είχε να επιδείξει εθνικούς αγωνιστές και πνευματικούς δημιουργούς. Σε ηλικία 7 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα και πήγε να ζήσει στο Μεσολόγγι με τον θείο του Δημήτριο Παλαμά. Στο Μεσολόγγι, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε νοσταλγικά, έζησε ως το 1875, οπότε και έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Δεν άργησε να καταλάβει πως η πραγματική του κλίση ήταν η ποίηση και εγκαταλείποντας τις σπουδές του αφοσιώθηκε ολόψυχα στην τέχνη του λόγου και ιδιαίτερα του ποιητικού. Άλλωστε, από τα 9 του χρόνια έγραφε στίχους και διάβαζε Έλληνες και ξένους ποιητές.
Το 1879 άρχισε να δημοσιογραφεί στις εφημερίδες και τα περιοδικά του καιρού του και το 1886 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια της Πατρίδος μου». Στο βιβλίο αυτό, όπως και στα άλλα δύο που ακολούθησαν, «Ο Ύμνος στην Αθηνά» (1889) και «Τα μάτια της ψυχής» (1992), ο Παλαμάς φανερώνει τις πρώτες νεανικές του προσπάθειες, προικισμένος με πλούσια ευγένεια και ευαισθησία. Μαζί με τον Δροσίνη, τον Πολέμη και άλλους ποιητές της Νέας Σχολής, χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα, σε αντίθεση με τους ρομαντικούς καθαρευουσιάνους ποιητές Σούτσο, Βασιλειάδη, Παράσχο κ.ά.
Στις 27 Δεκεμβρίου του 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Λέανδρο, τη Ναυσικά και τον Άλκη.
Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού (Εστία, Άστυ, Ακρόπολις), επαίνεσαν ζωηρότατα την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή. Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, Αλκιβιάδης Κρασσάς, του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε… να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα του διαπρεπούς αστικολόγου της εποχής εκείνης διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.
Τον ίδιο χρόνο, 1897, με τον διορισμό του εκδίδει τη συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι», που αποτελεί σταθμό στο έργο του. Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο ποιητής δείχνει πιο ώριμος, έχει προσωπικό τόνο, δίνει λιτά και επιγραμματικά τις συγκινήσεις που του χαρίζει ο κόσμος της ιστορίας και της ζωής, όπως επισημαίνει η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Ο θάνατος του μικρού παιδιού του, του Άλκη, συντρίβει την πατρική του καρδιά, που ζητά τη λύτρωση στην ποίηση. Γράφει τότε τον «Τάφο» (1898), «τα λυρικά αυτά δάκρυα, που αποκρυσταλλώθηκαν σε σταλακτίτες», όπως γράφει ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης.
Το 1904, ο Παλαμάς κυκλοφορεί την ποιητική συλλογή «Ασάλευτη Ζωή», έργο ωριμότητας του ποιητή, όπου η αγνή συγκίνηση δένεται σφιχτά με το στοχασμό και τη γλαφυρότητα του στίχου. Ακολουθούν ποιητικές συλλογές, όπως «Οι καημοί της λιμνοθάλασσας», «Πολιτεία και Μοναξιά», «Οι Βωμοί» και οι δύο μεγάλες επικές συνθέσεις του «Ο δωδεκάλογος του γύφτου» (1907) και «Η φλογέρα του Βασιλιά» (1910), που τον ανεβάζουν στην κορυφή του ποιητικού «Παρνασσού». Τελευταία του ποιητική συλλογή «Οι νύχτες του Φήμιου» (1935).
Εκτός από ποίηση, ο Παλαμάς έγραψε ένα θεατρικό έργο, την «Τρισεύγενη» (1903), που ξεχωρίζει για τη γνήσια ποιητική συγκίνηση, μια σειρά διηγημάτων με γνωστότερο το «Ο Θάνατος του Παληκαριού» και πλήθος κριτικών δοκιμίων.
Το 1926 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 πρόεδρός της. Το 1934 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, καθώς η φήμη του είχε περάσει τα σύνορα του ελληνικού κράτους.
Τον απασχόλησε ιδιαίτερα το «Γλωσσικό Ζήτημα». Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο). Αξιοσημείωτη ήταν η στάση του στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά.
Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στην κατοχική Αθήνα.
Η κηδεία του εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο!
Από νωρίς, το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου, πλήθος λαού άρχισε να συγκεντρώνεται στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας για να αποτίσει το ύστατο χαίρε στον μεγάλο ποιητή, αλλά και για να εκφράσει τα αντικατοχικά του αισθήματα.
Στις 11 το πρωί, άρχισε η νεκρώσιμος ακολουθία, χοροσταντούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνού.
Ο πνευματικός κόσμος της χώρας έδωσε βροντερό «παρών»: Σπύρος Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Θεοτοκάς, Άγγελος Σικελιανός, Ηλίας Βενέζης, Ιωάννα Τσάτσου, Γιώργος Κατσίμπαλης, κ.ά.
Οι επίσημες αρχές, προσπαθώντας να περιορίσουν το νόημα της παλλαϊκής συγκέντρωσης, εκπροσωπήθηκαν στην κηδεία από τον ίδιο τον δοτό πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και από εκπροσώπους των γερμανικών και ιταλικών κατοχικών δυνάμεων.
Αυτό δεν απέτρεψε τη μετατροπή της κηδείας σε εκδήλωση πατριωτικής έξαρσης!
«Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!», είπε εύστοχα ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, δίνοντας το πνεύμα ομόθυμης παρουσίας του λαού στην κηδεία.
Και «με μια φωνή όσο ποτέ δυνατή» απήγγειλε το ποίημα «Παλαμάς», που είχε γράψει τα χαράματα της 28ης Φεβρουαρίου προς τιμήν του μεγάλου ποιητή:
«Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιόν κλεί, τι κι αν το πεί η δικιά μου γλώσσα;
Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια
γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ’ ένα μόνο ανασασμόν: “Ο Παλαμάς !”,
ν’ αντιβογκήσει τ’ όνομά του η οικουμένη !
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει…
κι ακέριος φλέγεται ως με τ’ άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.
Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,
που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.
Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!»
Στη συνέχεια, ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης, από τους τελευταίους εκπροσώπους της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», απήγγειλε συγκλονιστικά το ποίημά του «Στον Κωστή Παλαμά»:
«Μέσ’ από τα κάγκελλα τ’ αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.
Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ’ τα βόλια των βαρβάρων.
Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.
Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.
Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν – ένα,
σαν ξυπνήσουν απ’ τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ’ αναρίθμητες καρδιές.
Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.
Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ’ Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας».
Όταν τελείωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, ο Σπύρος Μελάς, ο Άγγελος Σικελιανός και νέα παιδιά σήκωσαν το φέρετρο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο της ταφής. Την ώρα που θα εναπόθεταν το φέρετρο μέσα στη γη, πλησίασε ο αντιπρόσωπος του Γερμανού κατακτητή να καταθέσει στεφάνι.
Τότε, ο λογοτέχνης Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη…». Ακολούθησε το συγκεντρωμένο πλήθος, «πρώτα δειλά» -περιγράφει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος- «ύστερα η φωνή κατάκτησε όλον τον κόσμο, μυριόστομη. Ήταν η στιγμή η πιο συγκινητική. Ο κόσμος τραγουδούσε με πάθος. Κάποιος φώναξε, Ζήτω η ελευθερία του πνεύματος. Αλλά ο κόσμος ήθελε ελευθερία σκέτη και φώναζε Ζήτω η Ελευθερία!».
Η συνεισφορά του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά γράμματα υπήρξε τεράστια.
Ανανέωσε σημαντικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από τον Όμηρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, ως τον Κάλβο, τον οποίο καθιέρωσε, και το δημοτικό μας τραγούδι.
Παράλληλα, έκανε ένα τεράστιο λογοτεχνικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, μπολιάζοντας την ποίησή του με τα σύγχρονα ρεύματα του Παρνασσισμού, του Συμβολισμού και του Ρεαλισμού.
Με αγνό πανανθρώπινο ιδεαλισμό και πηγαία λυρική πνοή, ο Παλαμάς δημιούργησε μια ολόκληρη εποχή και έγινε δάσκαλος στις νεότερες γενιές.
Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται, μετά τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής.
Ο Κωστής Παλαμάς έχει γράψει τους στίχους του Ολυμπιακού Ύμνου
Ο Ολυμπιακός Ύμνος είναι μια μουσική σύνθεση, που συντέθηκε για τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 1896, από τον Κερκυραίο συνθέτη, Σπύρο Σαμάρα, σε ποίηση και στίχους του Κωστή Παλαμά.
Γράφτηκε ένα χρόνο νωρίτερα (1895) και ακούστηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1896 στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» και στις 25 Μαρτίου 1896 στην τελετή έναρξης των Α’ Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Κατά τις επόμενες Ολυμπιάδες και μέχρι το 1956, η εκάστοτε διοργανώτρια χώρα ήταν υποχρεωμένη να συνθέτει τον δικό της Ολυμπιακό Ύμνο, κάτι που δεν αποδείχθηκε εύλογο.
Έτσι, το 1958, ο ύμνος των Σαμάρα – Παλαμά επελέγη από την Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ως ο επίσημος ύμνος του Ολυμπιακού Κινήματος και από την Ολυμπιάδα της Ρώμης το 1960 ανακρούεται στις τελετές έναρξης και λήξης κάθε Ολυμπιάδας, συνήθως μεταγλωττισμένος στη γλώσσα της διοργανώτριας χώρας.
Ο Ολυμπιακός Ύμνος έχει μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, ωστόσο είναι αρκετές οι διοργανώτριες χώρες που προτιμούν να ακουστεί στην ελληνική. Η αρχική παρτιτούρα βρίσκεται στην έδρα της ΔΟΕ στη Λωζάνη της Ελβετίας.
Οι στίχοι του Παλαμικού ποιήματος
«Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
Του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
Κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
Στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
Και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
Και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί.
Κάμποι, βουνά και θάλασσες* φέγγουν μαζί σου
Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός
Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός, πατέρα
Του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,
Στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή!
Στων ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή!».
* Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν τραγουδιέται ο Ύμνος, η λέξη «θάλασσες» (πρώτος στίχος τρίτης στροφής) αντικαθίσταται από τη λέξη «πέλαγα».
Πηγή: sansimera
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ