Με αφορμή την επέτειο για την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, στις 25 Μαρτίου του 1821, το Mynews.gr παρουσιάζει ένα μεγάλο αφιέρωμα σε μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, αλλά και έναν από τους πρωτεργάτες του Αγώνα.
Τον… «μπουρλοτιέρη των ψυχών», τον Παπαφλέσσα.
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος του μεγάλου αφιερώματος!
Οταν πήρε τα 90.000 γρόσια
Ο Παπαφλέσσας, στα τέλη Νοεμβρίου του 1820, μετά την πρώτη επεισοδιακή συνέλευση, αγόρασε καράβι από την Κωνσταντινούπολη στο όνομα του Φιλικού, Παλαιολόγου Λεμονή και αφού έλαβε το ποσό των 90.000 γροσιών από την τοπική Εφορία της Εταιρείας, αναχωρεί για Πελοπόννησο.
Η επιστολή του Σέκερη
Βέβαια, για να πάρει τα λεφτά, υπήρξαν τεράστιες δυσκολίες.
Οταν ο Υψηλάντης ζήτησε τον Νοέμβριο του 1820, τις 90.000 γρόσια για την κάθοδο του Παπα-Φλέσσα στον Μοριά, οι Εφοροι της Φιλικής, διαμαρτυρήθηκαν έντονα.
Ο ταμίας της Εταιρείας, Παναγιώτης Σέκερης, σε επιστολή του προς τον Υψηλάντη, στις 16 Δεκεμβρίου του 1820, θα του συστήσει να εγκαρδιώσει τους Εφόρους, προκειμένου να συνεχίσουν τους εράνους τους.
Παράλληλα, ο Σέκερης θα αποστείλει τον Φεβρουάριο του ’21 επιστολή στον ίδιο τον παπα- Φλέσσα, τον «Αρμόδιον» της Φιλικής:
«Ένα από ταύτα τα μεγάλα και ιερά χρέη είναι να πασχίσης να διορθώσης τον Αρμόδιον δια να μη σφάλλη εις το εξής όσα έσφαλεν πρότερον, τόσον εδώ (σ.σ. Κων/λη) όσο και παραπάνω ήτοι εις τα 44 και 47 (σ.σ. Βλαχίαν και Μολδαβίαν) και καταφέρονται πολλοί εναντίον του (…) και όταν οδηγηθή απαθώς και με ήσυχον πνεύμα από σε, ο Αρμόδιος δύναται να κάμη ασυγκρίτως περισσότερα καλά, απ’ όσα έως τώρα επροξένησε κακά (…) και αν θέλη ας μη κυριεύηται από την φιλαυτίαν…».
Στα νησιά
Το δρομολόγιό του έγινε όμως… Η αρχή έγινε.
Πώς; Διαδοχικά, από τις Κυδωνιές, όπου φόρτωσε το πλοίο με τα πυρομαχικά, με προορισμό τη Μάνη.
Πριν, όμως; Η Υδρα, Εκεί συναντά αμφιθυμική κατάσταση (οι Φιλικοί Οικονόμου, Γκίκας, Κυριαζής ενθουσιάζονται μαζί του, ενώ ο Κουντουριώτης και οι άλλοι προύχοντες είναι επιφυλακτικοί) και μετά οι Σπέτσες.
Ετσι βρήκε τον τρόπο να τους πείσει!
Η αλήθεια είναι ότι με βάση τα όσα διαβάζουμε, στην Υδρα αντιμετώπισε την φιλυποψία των Προεστών, την άρνηση και τον φόβο τους να ρίξουν τα καράβια τους στον Αγώνα.
Ισως και δικαιολογημένα, γιατί το παρελθόν ήταν γεμάτο από αποτυχημένα κινήματα και καταστροφές.
Ομως, οι Φιλικοί του νησιού ήταν ενθουσιασμένοι με την προοπτική του Αγώνα και καθησύχασαν τους φόβους του.
Γιατί ο Παπαφλέσσας φοβόταν ότι η άρνηση των νησιών και ιδιαίτερα της Υδρας να συμμετάσχουν στον ξεσηκωμό, ήταν ικανή να ματαιώσει τον Αγώνα.
Στις Σπέτσες, βρήκε θερμότερη, αλλά και πάλι επιφυλακτική, υποδοχή.
Κατάλαβε ότι την κρίσιμη ώρα, αν δε ξεσηκωνόταν η Ύδρα, τ’ άλλα νησιά θα έμεναν άπραγα.
Ετσι, τι έκανε;
Συμβούλεψε τα Σπετσιώτικα μέλη της Φιλικής, όταν ξεσπάσει η Επανάσταση να διαδώσουν φήμες ότι η Υδρα συμμετέχει πρώτη, ενώ την ίδια στιγμή οι Υδραίοι Φιλικοί θα διέδιδαν ότι ο Σπετσιώτικος στόλος κινούνταν εναντίον των Τούρκων…
Ο φόβος των Προεστών
Ο Παπαφλέσσας φαίνεται όμως πως είχε αντίπαλους, όχι μόνο τους Τούρκους, αλλά και τους Προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες, που φοβόντουσαν μη χάσουν την ησυχία τους, αλλά κυρίως έτρεμαν για τα προνόμια τους.
Εντρομοι πήραν εντέλει την απόφαση επιτέλους να τον συναντήσουν για να μάθουν τους σκοπούς του, αλλά κυρίως για να προσπαθήσουν για άλλη μία φορά να τον περιορίσουν.
Του μήνυσαν, λοιπόν, να πάει στη Βοστίτσα – το σημερινό Αίγιο – να ξεκαθαρίσουν.
Κι όλα ξεκίνησαν στις 26 Ιανουαρίου του 1820, στο σπίτι του Ανδρέα Λόντου, αφού πρώτα οι οικοδεσπότες έφαγαν… μεγάλη ψυχρολουσία, διαπιστώνοντας ότι ο Παπάς δεν πήγε μόνος του, αλλά με συνοδεία τον αδελφό του, τον Νικήτα, και κάμποσα αρματωμένα παλικάρια.
Ο… δεύτερος Παπαφλέσσας
Επίσης, σημαντικό; Οταν μαθεύτηκε στον Μοριά, ο ερχομός κάποιου Αρχιμανδρίτη, Δικαίου, και κυρίως οι σκοποί του… ένας από τους άρχοντες του τόπου, ο Κοπανίτας είπε το αμίμητο, μα αληθινό:
«Μωρέ αν είναι αυτός που εμείς τον ξέρουμε με τ’ όνομα Παπαφλέσσας, χαθήκαμε!!!»
Κι έστειλαν τον Παναγιώτη Αρβάλη – ευκατάστατο Αρκάδα έμπορο και ένθερμο Φιλικό – να μάθουν τις προθέσεις του…
Ελα, όμως, που ο Παπαφλέσσας τον έπεισε κι αυτόν.
Ετσι, τους παράτησε όλους κι επιστρέφοντας στον Μοριά, ο Αρβάλης έγινε ο… δεύτερος Παπαφλέσσας.
Η επεισοδιακή συνέλευση στη Βοστίτσα
Στη σύσκεψη της Βοστίτσας, ο Παπαφλέσσας μόνος του – λέγοντας αλήθειες και ψέματα – αντιμετώπισε τρανούς προεστούς και δεσποτάδες, μεγάλα κεφάλια στον Μοριά, που δεν ήθελαν την Επανάσταση ή ζητούσαν αναβολές.
Ολα πρέπει να ξεκίνησαν ομαλά, παρά τη δυσπιστία προεστών και δεσποτάδων, μέχρι που ο Παπαφλέσσας αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να τους δείξει την επιστολή του Αρχηγού.
Του Υψηλάντη. «Φερθείτε στον αρχιμανδρίτη, σαν άλλος εγώ», έγραφε στην επιστολή του ο Αρχηγός.
Τρεις συνελεύσεις έγιναν για να βρουν άκρη!
Η ένταση με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό
Οταν πήρε κάποια στιγμή τον λόγο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, με υψωμένη τη φωνή ρώτησε:
“Ποιος θ’ αρχηγέψει στον Μοριά; Θυμάσαι παπά τα παθήματα του 1797;
Ξέρει ο Ρωμιός να πιάσει ντουφέκι; Οι ξένες δυνάμεις συμφωνάνε;”.
Ο Παπαφλέσσας με τα ερωτήματα αυτά αιφνιδιάστηκε.
Ομως δεν του έλειπε ούτε η ετοιμότητα: «Θα μάθουμε να κολυμπάμε πριν μπούμε στο νερό; Αν δεν πιάσουμε τ’ άρματα στα χέρια μας πως θα τα μάθουμε; Αν δεν πολεμήσουμε πως θα μάθουμε να πολεμάμε;
Στο σχολειό; Πέστε καθαρά άρχοντες, πως δε θέλετε την Επανάσταση».
Οι ειρωνείες όμως συνεχίστηκαν απ’ τους άρχοντες και μάλιστα ένας απ’ αυτούς ο Ζαΐμης είπε:
«Οσα αράδιασε ο αρχιμανδρίτης είναι άστατα, απελπισμένα, στασιαστικά, ιδιοτελή και μπερμπάντικα.
Κι αν στηριχθούμε σ’ αυτά θα πάρουμε το Έθνος στο λαιμό μας και πάνω στα κεφάλια μας θα πέσει αιώνιο ανάθεμα.
Είναι κανένας που να μη κατάλαβε τα ψέματα του, τις μύγες και τα φούμαρα που ήρθε να μας γιομίσει;
Η παραμικρή βεβαιότητα δεν υπάρχει για ένα τόσο δύσκολο και μεγάλο έργο».
Και… την προσπάθεια του Παπαφλέσσα να τους πείσει με σοβαρότητα, την διέκοψε ο δεσπότης Γερμανός λέγοντας:
«Είσαι διεφθαρμένος, ληστής και απατεώνας».
Και άρχισαν οι φωνές και οι οχλαγωγίες… και τότε ξαφνικά ένας από τους άρχοντες ο Σωτήρης Χαραλάμπης δεν συμφώνησε μαζί τους και είπε τις μεγάλες αλήθειες, τους αληθινούς φόβους, την ουσία των πραγμάτων:
«Αρχοντες, εγώ πιστεύω για σωστά τα όσα μας είπε ο αρχιμανδρίτης.
Και πως στην Πόλη υπάρχουν δυνάμεις και που το στόλο θα κάψουν και το σουλτάνο θα σκοτώσουν.
Λογαριάζω πως κι η Ρωσία θα συντρέξει με τον Υψηλάντη και θα χτυπήσει τη Τουρκιά. Και όλα καλά.
Μα εμείς εδώ αφού ξεκάνουμε τους Τούρκους τι θ’ απογίνουμε;
Ποιόν θα έχουμε ανώτερο;
Ο ραγιάς άμα πάρει τα όπλα δε θα μας ακούει πια. Και θα πέσουμε στα χέρια εκείνων που δεν ξέρουν να κρατάνε το πιρούνι για να φάνε», είπε, κι έδειξε το Νικήτα, τον… αδελφό του Παπαφλέσσα.
Τα λόγια που τους φόβισαν
Στην τρίτη σύσκεψη, ο Παπάς ήταν προετοιμασμένος, κι αφού γεμάτος οργή χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι, τους είπε:
«Θ’ αφήσω στην άκρη τις βρισιές σας.
Χτύπησαν πάνω στους τοίχους του οντά σας και γύρισαν σε σας, είναι δικές σας.
Μη σας περάσει όμως απ’ το νου πως δεν καταλαβαίνω πούθε ξεκινάνε τα φερσίματα σας. Τρέμετε για τα τομάρια σας και για την καλοπέραση σας, όχι για το Εθνος.
Αν το Έθνος λογαριάσει τα ερωτήματα που αραδιάσατε, αιώνια ραγιάδες θάναι.
Κατάρα στα κεφάλια σας τσιμπούρια και βδέλλες».
Τον έβρισαν και τον απείλησαν, μ’ αυτός ατάραχος – τα παλικάρια του βλέπετε ήταν κοντά – συνέχισε:
«Οσο για μένα, οι εντολές, που πήρα, είναι ιερές.
Θα κάνω ότι μου ορίσανε είτε το θέλετε είτε όχι.
Με μιας αρματώνω χίλια παλικάρια, το βροντάω κι όποιον οι Τούρκοι βρουν ξαρμάτωτο ας κόψει το σβέρκο του».
Ο Πιεράκος και το Μέγα Σπήλαιο
Επίσης, θα πρέπει να καταγραφεί, ότι στη συγκεκριμένη συγκέντρωση των προεστών του Μοριά στη Βοστίτσα (σημερινό Αίγιο), ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχε τόσο πολύ θιχτεί και θυμώσει, ώστε διέταξε ένα πρωτοπαλίκαρό του, τον Κωνσταντή Πιεράκο, «να δολοφονήσει τον Παπαφλέσσα, να κόψει το κεφάλι του και να το στείλει στην Τριπολιτσά», όπως αναφέρει και ο Σπηλιάδης στη σελίδα 23 του Α’ τόμου της ιστορίας του.
Γλίτωσε, επειδή κατέφυγε στο Μέγα Σπήλαιο, στα Καλάβρυτα.
Ίσως, αυτή η οργή του Πετρόμπεη, να είχε σχέση με τη πληροφορία που είχε, ότι ο Παπαφλέσσας είχε επιχειρήσει να σκοτώσει, στην Κωνσταντινούπολη, τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο, που τον είχε μυήσει στην Φιλική Εταιρεία, επειδή δεν του αποκάλυπτε ποιος είναι ο αρχηγός και τι σχέδια είχε!
Ο Αναγνωστόπουλος αρνήθηκε και ο Παπαφλέσσας τράβηξε μαχαίρι να τον σφάξει.
Η ώρα της Επανάστασης
Τον ίδιο καιρό, ο ικανότατος Τούρκος διοικητής της Πελοποννήσου, Χουρσίτ πασάς, βρισκόταν στην Ηπειρο, αρχηγός των επιχειρήσεων εναντίον του αποστάτη Αλή πασά και στη θέση του ορίστηκε ο Μεχμέτ Σαλήχ, που πληροφορήθηκε την άφιξη του Κολοκοτρώνη στην περιοχή, αλλά και μια αναπόδεικτη φήμη ότι στη Δημητσάνα παραγόταν περισσότερο από το επιτρεπόμενο μπαρούτι.
Οι Τούρκοι κάθε φορά, που αντιλαμβάνονταν ταραχές στον Μοριά, συνήθιζαν να συλλαμβάνουν ομήρους!
Μάλιστα, οι πρόκριτοι και οι δεσποτάδες έλαβαν έγγραφη διαταγή να μεταβούν στην Τριπολιτσά για να συζητήσουν με τον πασά, πράγματα σπουδαία.
Τα σύννεφα της εξέγερσης είχαν καλύψει πλέον τον ουρανό του Μοριά απ΄ άκρη σ’ άκρη και γυρισμός δεν υπήρχε, για να ξεσπάσει, όμως, η μπόρα ο… διαολόπαπας, όπως τον χαρακτήριζαν, χρησιμοποίησε κι άλλα αθέμιτα μέσα.
Με κύριο συνεργάτη τον “Σολιώτη” δημιουργούσε ένοπλες συμπλοκές με τους Τούρκους μόνο και μόνο για ν’ αναγκάσει τους άρχοντες να ξεσηκωθούν
Πέταξε τα ράσα, κι αφού βεβαιώθηκε ότι η Επανάσταση στην Αχαΐα ήταν πια θέμα ημερών κινήθηκε προς τη Μεσσηνία και τη Μάνη κατηχώντας κι εμψυχώνοντας τον κόσμο και πάντα μπερδεύοντας τα ψέματα με την αλήθεια.
Εκαμψε τους φραγμούς του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, του οποίου ο γιος – ο Γιώργος – ήταν κρατούμενος των Τούρκων στην Πόλη.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν έφτασε ποτέ στον Μοριά, ωστόσο χάρη στον Παπαφλέσσα, η Επανάσταση ξεκίνησε και στην αρχή πήγε και καλά.
Ο ξεσηκωμός
Στις 14 Μαρτίου 1821 ο “Σολιώτης” σήκωσε τα όπλα ενάντια στους Τούρκους, στήνοντας ενέδρα στους ταχυδρόμους του Σαλίχ.
Το πρώτο βόλι ήταν πια γεγονός, όπως γεγονός αναμφισβήτητο ήταν ότι ένας αμφιλεγόμενος παπάς είχε ωθήσει έναν ολόκληρο λαό στην Επανάσταση.
Στις 23 Μαρτίου ο Παπαφλέσσας, παρέα με τον Κολοκοτρώνη, τον Πετρόμπεη και τον Νικηταρά μπήκαν στην Καλαμάτα, την απελευθέρωσαν και στις 5 Απριλίου ψάλθηκε και η πρώτη δοξολογία για την επιτυχία των Ελληνικών όπλων.
Οι Τούρκοι πανικόβλητοι υποχωρούσαν παντού και σ’ αυτό σίγουρα συντέλεσε και η υποκινουμένη από τον Παπαφλέσσα φήμη, ότι τον Αγώνα θα βοηθούσαν κι οι Ευρωπαίοι!
Από την Καλαμάτα ο Παπαφλέσσας ντυμένος με φουστανέλα και περικεφαλαία αναχώρησε μαζί με τον Κολοκοτρώνη για την Αρκαδία, ξεκινώντας την ουσιαστικά πολεμική περίοδο του Αγώνα.
Το τεράστιο λάθος
Σαν αρχιστράτηγος, μαζί με τον Πετρόμπεη, μοίραζε τίτλους και διπλώματα και υπέγραφαν διατάγματα, προσπαθώντας ν’ αποκτήσουν οπαδούς και θέτοντας εμπόδια στον φυσικό δρόμο του εμπειροπόλεμου Κολοκοτρώνη για τη γενική αρχηγία των δυνάμεων της Πελοποννήσου.
Οταν δε ο Παπαφλέσσας έμαθε ότι οι πρόκριτοι και οι δεσποτάδες σχεδίαζαν συνέλευση στο μοναστήρι των Καλτεζών για να συστήσουν Γερουσία και να διευθύνουν τον Αγώνα, άρχισε να περιφέρεται στα χωριά, να τους αποκαλεί «τουρκολάτρες» και να ξεσηκώνει τον λαό εναντίον τους.
Οι διχόνοιες είχαν και συνέχεια.
Φανάτισε τον λαό, με πύρινους λόγους κι υπερβολές και ξέσπασε εξέγερση στα Βέρβενα, όταν κάπου τρεις χιλιάδες αγωνιστές απείλησαν να κατασφάξουν τους προκρίτους, που είχαν μαζευτεί για συνομιλίες.
Η άλωση της Τριπολιτσάς
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821 αλώθηκε η Τριπολιτσά και φάνηκε καθαρά η στρατηγική υπεροχή του Κολοκοτρώνη, κι έγινε και η πρώτη μεγάλη σφαγή, όπου επί τρεις ημέρες οι Ελληνες έσφαξαν αμάχους Τούρκους και Εβραίους, αφού προηγουμένως βίασαν, βασάνισαν, έκαψαν και λεηλάτησαν ότι έβρισκαν μπροστά τους.
Για τη σφαγή αυτή ο Κολοκοτρώνης αναφέρει χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του: «Το ασκέρι όπου ήταν μέσα, το ελληνικό, έκοβε και σκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάντα δύο χιλιάδες.
Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν πάτησε γη.
Έλληνες σκοτώθηκαν εκατό.»…..και άλλα που είναι τραγική, ενδιαφέρουσα μα άλλη ιστορία, σημασία είχε ότι η Πελοπόννησος σιγά-σιγά απελευθερωνόταν.
Οι πολιτικές βλέψεις και η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη
Ο Παπαφλέσσας, αφού απέτυχε να εξοντώσει τους προκρίτους στα Βέρβενα επιδίωξε να χρησιμοποιήσει τις αντίπαλες παρατάξεις, ώστε ν’ ανέβει όσο πιο ψηλά μπορούσε στην ιεραρχία.
Εγινε κατ’ αρχήν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και προσέγγισε τον Ιωάννη Κωλέττη, υπουργό των Στρατιωτικών της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης.
Με τη βοήθεια του διέβαλε συνεχώς τον Κολοκοτρώνη, με σκοπό να μειώσει το κύρος του, κάτι που ο Γέρος έμαθε, αλλά δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει, γιατί κίνδυνος μεγάλος απειλούσε τον Αγώνα.
Στην Πελοπόννησο είχε την αντίληψη να είναι ο κατευθύνων τον αγώνα και δρούσε ανταγωνιστικά προς τον Γέρο του Μοριά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια στιγμή φόρεσε και αυτός περικεφαλαία…
Επίσης, του άρεσε που η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Αστρος τον εξέλεξε Υπουργό των Εσωτερικών.
Ο Παπαφλέσσας είχε πολεμήσει στα Δερβενάκια υπό τον Κολοκοτρώνη, αλλά κατά την εμφύλια διαμάχη βρέθηκε κοντά στους Κωλέττη και Μαυροκορδάτο και απέναντί του.
Έφτασε να τον ταπεινώσει, ζητώντας του να υπογράψει δήλωση μετάνοιας στον Κουντουριώτη, να συντελέσει στη δολοφονία του υιού του Πάνου, «νέου, γενναίου και κατά πάντα φρονίμου ανδρός», κατά τη μάχη των υπ’ αυτόν κυβερνητικών στρατευμάτων με αυτά του Στάικου και τέλος να τον φυλακίσει στην Ύδρα με άλλους οπλαρχηγούς…
Ενώ τα εμφύλια πάθη βασίλευαν, στρατεύματα υπό τον Ιμπραήμ εισέβαλαν και σκορπούσαν τον τρόμο και τον θάνατο στην Πελοπόννησο.
Αρχιστράτηγος ανέλαβε αντί του Κολοκοτρώνη ο… ναύαρχος Κουντουριώτης.
Ο Κολοκοτρώνης από τη φυλακή δήλωσε ειρωνικώς: «Τώρα οπού διωρίσθη ο κυρ Γ. Κουντουριώτης Αρχιστράτηγος… επί των κατά ξηράν στρατευμάτων καλά παν τα πράγματα…
Έν έτι λείπεται σωστικόν εκ του προκειμένου μεγάλου κινδύνου, να διορίσουν και εμέ (τον Κολοκοτρώνη) Ναύαρχον επί του Ελλ. Στόλου και ούτως εκείνοι μεν δια ξηράς, εγώ δ’ από θαλάσσης, καταστρέψωμεν τον Ιμπραΐμην και πάσας τας Τουρκικάς δυνάμεις και σώσωμεν την Ελλάδα…».
(Μιχ. Οικονόμου «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», Αθήναι, 1976, σελ. 499. Σημ. Ο Οικονόμου υπήρξε γραμματέας του Κολοκοτρώνη).
Στον υπό τον Κουντουριώτη στρατό λεφτά υπήρχαν, διοίκηση και σχέδιο δεν υπήρχαν.
Ο Παπαφλέσσας έβλεπε την κατάσταση, όπως και ο λαός.
Ο λαός εκδήλωσε την αγανάκτησή του και ο Παπαφλέσσας πίεσε να απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι στην Ύδρα και κυρίως ο Κολοκοτρώνης.
Ήταν 18 Μαΐου του 1825.
Το καλοκαίρι του 1822, περίπου 30.000 χιλιάδες Τούρκοι και Αιγύπτιου, έφτασαν στην Πελοπόννησο. Η κυβέρνηση την κοπάνησε και προσπάθησε να πολεμήσει με προκηρύξεις.
Από ανταγωνιστής, υπέρμαχος του “Γέρου”
Οταν ο Παπαφλέσσας συνειδητοποίησε ότι τα πάντα θα χαθούν, παραμέρισε κάθε προσωπική του φιλοδοξία, σιχάθηκε με τη δειλία της κυβέρνησης και από ανταγωνιστής του “Γέρου”, έγινε με μιας υπέρμαχος, έστω και προσωρινά!
Μάλλον, κατάλαβε και το τρομερό λάθος του.
Δέχθηκε αδιαμαρτύρητα το σχέδιο της άμυνας του Κολοκοτρώνη, έγινε ο πολυτιμότερος βοηθός του και τελικά διακρίθηκε και στη μάχη στο Αγιονόρι, που εκμηδένισε τη στρατιά του Δράμαλη.
Κι όταν ο μεγάλος κίνδυνος πέρασε, όταν ο Δράμαλης αφανίστηκε και χάθηκε κι απ’ το πρόσωπο της ιστορίας, ο Παπαφλέσσας αν και νικητής και δοξασμένος στα Δερβενάκια κατάλαβε ότι αν συνέχιζε έτσι πάντα θα ήταν πίσω απ’ τον Κολοκοτρώνη.
Ωστόσο, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε αναμφίβολα το κεντρικό γεγονός στη διαδικασία της δημιουργίας του εθνικού μας κράτους.
Οι μεταγενέστερες ιστορικές προσεγγίσεις της, συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας ενιαίας αφήγησης, στην οποία κυρίαρχες ήταν οι έννοιες της εθνικής σύμπνοιας και της άνευ όρων ενότητας.
Όμως η Ελληνική Επανάσταση, λειτούργησε και ως διαδικασία ανακατανομής της εξουσίας και εδραίωσης νέων αρχόντων τόσο μεταξύ όσων συμμετείχαν σε αυτήν, όσο και μεταξύ των ηγετικών προσωπικοτήτων και στρωμάτων, που αναδείχθηκαν από αυτήν.
Και στα χρόνια, που ιστορούμε, ο Αγώνας σημαδεύτηκε φυσικά και από δύο εμφύλιες αιματηρές συγκρούσεις:
Καταρχήν μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών (Α’ Εμφύλιος Φθινόπωρο 1823 – Ιούλιος 1824) και ύστερα μεταξύ Πελοποννησίων από τη μια πλευρά και Στερεοελλαδιτών και Νησιωτών από την άλλη (Β’ Εμφύλιος Ιούλιος 1824 – Ιανουάριος 1825), με λάφυρο, την εξουσία και το «λουφέ», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φωτάκος.
Οταν έγινε… πολιτικός
Το καλοκαίρι του 1823, στη Β’ Εθνοσυνέλευση στο Αστρος ο Παπάς έγινε εχθρός των ίδιων του των ιδεών, παράτησε τους οπλαρχηγούς συντρόφους του και προσχώρησε στην παράταξη των πολιτικών.
Και μάλιστα η κίνηση του αυτή – η οποία αποτέλεσε σοβαρότατο πλήγμα στην παράταξη του λαού και των καπεταναίων – επιβραβεύτηκε άμεσα.
Έγινε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε αμέσως μετά τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης.
Η κίνηση του αυτή –η οποία αποτέλεσε σοβαρότατο πλήγμα στην παράταξη του λαού και των καπεταναίων- επιβραβεύτηκε.
Εγινε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε αμέσως μετά τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης.
Σαν υπουργός, ο Παπαφλέσσας κυνήγησε τον Κολοκοτρώνη, συναίνεσε να του αφαιρεθεί η αρχιστρατηγία και ανέχτηκε αδιαμαρτύρητα –και μάλλον με χαρά – να προωθηθεί αναφορά στην Εθνοσυνέλευση, με την οποία κατηγορούσαν τον Γέρο για πυρπολήσεις χωριών και καταχρήσεις τον καιρό της εκστρατείας του Δράμαλη.
Τελικά, ήταν, όπως φαίνεται από τους πρωτεργάτες κιόλας της φυλάκισής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Η έλευση του Ιμπραήμ
Στις αρχές του 1825 και το σχέδιο του Παπαφλέσσα για απόλυτη εξουσία λειτουργούσε στην εντέλεια.
Βυθίστηκε ως τον λαιμό και στις πολιτικές δολοπλοκίες.
Ομως τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν τραγικά και γρήγορα κατανόησε με τον πιο δύσκολο τρόπο τις συνέπειες του εμφύλιου σπαραγμού.
Η φυλάκιση του Γέρου και των άλλων αρχηγών διευκόλυνε τον Ιμπραήμ να ξεμπαρκάρει στον Μοριά.
Η ευθύνη του Παπαφλέσσα για το γεγονός αυτό ήταν βαρύτατη, γιατί πραγματικά κινδύνεψαν να χαθούν τα πάντα.
Ο Ιμπραήμ πασάς, θετός γιος του Σουλτάνου της Αιγύπτου, Μωχάμετ Αλι, αποβιβάστηκε στη Μεθώνη – επικεφαλής ενός ευρωπαϊκά οργανωμένου Αιγυπτιακού εκστρατευτικού σώματος – τον Φεβρουάριο του 1825, με σκοπό να καταλάβει την Πελοπόννησο και να καταπνίξει την Επανάσταση.
Η εκστρατεία του στην αρχή υπήρξε νικηφόρα και θυελλώδης, μιας κι ο Μοριάς, έπειτα από δύο εμφυλίους, ήταν υλικό και ηθικό ερείπιο και ο λαός, αφού χόρτασε τις απανωτές αποτυχίες των κυβερνητικών στρατευμάτων, ζήτησε επίμονα την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, του φυσικού του ηγέτη.
Τα Ελληνικά στρατεύματα νικήθηκαν κατά κράτος στις 7 Απριλίου του 1825 στο Κρεμμύδι της Μεσσηνίας με περισσότερους από εξακόσιους νεκρούς.
Στις μάχες αυτές, χάθηκαν σημαντικές προσωπικότητες του Αγώνα, όπως οι Αναγνωσταράς, Τσαμαδός και ο γνωστός Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα.
Μετά έπεσε το Νιόκαστρο και τελικά η Μεσσηνία εγκαταλείφθηκε από τους πληθυσμούς και τις περισσότερες φρουρές της κι ο Γέρος ακόμα φυλακισμένος.
Τότε ήταν που ο Παπάς βρήκε ξανά τον εαυτό του, θυμήθηκε τα παλιά και απλά… άλλαξε στάση.
Μεταβλήθηκε με μιας στον θερμότερο υποστηρικτή του Γέρου και άρχισε να πιέζει φορτικά τη κυβέρνηση για χορήγηση αμνηστίας, ώστε ο λαός ν’ αποκτήσει τον… μόνο ηγέτη, που μπορούσε να τον εμψυχώσει και όλοι ενωμένοι ν’ αντιμετωπίσουν τον επικίνδυνο εχθρό.
Το γράμμα στον Νικήτα
Θέλησε ωστόσο να πετύχει και μόνος του και μία νίκη κατά του Ιμπραήμ, προτού αποφυλακιστεί ο Κολοκοτρώνης και ζήτησε άδεια από την Κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση, απελπισμένη από τη θέση, στην οποία είχε περιέλθει και βρισκόμενη κυριολεκτικά σε αδιέξοδο, δέχθηκε – μάλλον με ανακούφιση – την πρόταση του Παπαφλέσσα και του ανέθεσε την αρχηγία της εκστρατείας εναντίον του Ιμπραήμ.
Κι ο Παπαφλέσσας – αφού πάλι πίεσε έντονα για αμνηστία στους οπλαρχηγούς – έφυγε για την Τριπολιτσά και πάσχισε να στρατολογήσει Ελληνες για την εκστρατεία του, με απογοητευτικά αποτελέσματα, μιας και τελικά τον ακολούθησαν μόνο 2.000 χιλιάδες αγωνιστές.
Σκεφτείτε ότι ακόμα κι ο αδελφός του ο Νικήτας δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση, κι όταν τον συμβούλεψε να πάει προς την Καλαμάτα για περισσότερη ασφάλεια, ο Παπαφλέσσας του αποκρίθηκε ως εξής:
«Νικήτα, έλαβα την επιστολή σου και σε απάντηση σου λέω ότι δεν είμαι σαν κι εσένα και τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, που τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες.
Εγώ μια φορά ορκίστηκα να χύσω το αίμα μου στην ανάγκη της πατρίδας κι αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε στο Θεό η πρώτη μπάλα του Ιμπραήμ να με πάρει στο κεφάλι, διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα.
Νικήτα, πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα τη να τη διαβάζεις καμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαις».
Και από το γράμμα αυτό φαίνεται καθαρά πως ο Παπαφλέσσας βάδιζε στον χαμό του συνειδητά.
Στην πορεία του για να συναντήσει τον Ιμπραήμ έμαθε για την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη.
Στις 16 Μαΐου του 1825, με κοντά χίλια πεντακόσια παλικάρια, δύναμη μηδαμινή για ν΄ αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, ο Παπαφλέσσας έφτασε στο Μανιάκι, στον τόπο του μαρτυρίου του.
Δυο μέρες μετά έφτασε κι ο Ιμπραήμ.
Σκοτώθηκε ηρωικά
Ο Παπαφλέσσας είχε σχεδιάσει να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ.
Στο χωριό Δραΐνα της Μεσσηνίας, ήθελε να παρατηρεί από ψηλά και μακριά τους εχθρούς.
Όμως τελικά αποφάσισε να τα αντιμετωπίσει στο Μανιάκι.
Η μάχη άρχισε και τελείωσε στις 20 Μαΐου, όπου λιγότεροι από χίλιοι Ελληνες, γιατί αρκετοί την κοπάνησαν, αντιμετώπισαν κοντά στους έξι χιλιάδες Αιγύπτιους και Τούρκους, σε μια… Λεωνίδειο μάχη – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φωτάκος – που με τη θυσία τους ανύψωσαν το ηθικό του λαού, που πλησίασε στη συνέχεια τον Κολοκοτρώνη – αρχιστράτηγο πια – αποφασισμένοι για αγώνα μέχρις εσχάτων.
Ο Παπαφλέσσας σκοτώθηκε ηρωικά μαχόμενος κι έμεινε στην ιστορία γι αυτή του την τελευταία υπηρεσία στον Αγώνα.
Και η μάχη στο Μανιάκι τελείωσε με κοντά πεντακόσιους Έλληνες νεκρούς, αλλά πάνω από χίλιους Τούρκος και Αιγύπτιους.
Και λέγεται ότι ο Ιμπραήμ πήγε στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα και ζήτησε να του φέρουν το κουφάρι του.
Κι αφού, τον βρήκαν – κορμί και κεφάλι χωριστά και το έραψαν – και βεβαιώθηκαν ότι ήταν του Παπαφλέσσα και αφού το περιποιήθηκαν και το έστησαν όρθιο σε πάσσαλο, πήγε απέναντι του ο Ιμπραήμ στάθηκε ακίνητος και άφωνος κι αφού τον παρατήρησε κι έκανε μια χειρονομία σεβασμού, αναγνώρισης και θαυμασμού, γύρισε και είπε στους αξιωματικούς του:
«Πραγματικά στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε κι άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό γιατί πολύ θα μας χρησίμευε».
Ο Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» γράφει επίσης πως ο Ιμπραήμ, όταν του πήγαν το κομμένο κεφάλι του Παπαφλέσσα είπε: «Αμαρτία να χαθεί τοιούτος πολέμαρχος».
Το ταμπούρι του Παπαφλέσσα σώζεται και σήμερα και λίγο πιο εκεί σε… ένα ξωκλήσι βρίσκονται και τα οστά των Αγωνιστών, που πάντα θα μας θυμίζουν πως η σημερινή μας ελευθερία είναι:
“Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά”.
Εβδομάδες μετά τη μάχη στο Μανιάκι, κυκλοφόρησε στο Παρίσι λιθογραφία, με φανταστική σύνθεση, που απεικονίζει την κορύφωση της σύγκρουσης, στην οποία αναγράφεται η φράση:
«Η εν Μανιακίω της Πυλίας μάχη, καθ’ ην ο Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ηρωικώς μαχόμενος, έπεσε ως νέος Λεωνίδας».
Κάποιοι σημαντικοί ιστορικοί, ισχυρίζονται ότι ο Παπαφλέσσας είχε μετανιώσει για όλα είχε κάνει στον βίο του και τη πολιτεία του και για αυτό πήγε ως πρόβατο επί σφαγή στη μάχη με τον Ιμπραήμ.
Ο Φραντζής, γράφει ότι ο Παπαφλέσσας εγκαταλείπει το Ναύπλιο και εκστρατεύει κατά του Ιμπραήμ «με τοιαύτην απόφασιν, ώστε ή να επιστρέψει νικητής ή να φονευθεί υπέρ πατρίδος μαχόμενος, δια να απαλύνει τον ρύπον όλων εκείνων δια όσα κατελαλείτο».
Ο Σπηλιάδης υποστηρίζει ότι ότι ο Παπαφλέσσας εκστρατεύει εναντίον του Ιμπραήμ «με σκοπόν να αποθάνει μαχόμενος ή να νικήσει και αν νικήση, να επανορθώσει τα εσφαλμένα».
Κι ο Φωτάκος, όμως, περίπου τα ίδια αναφέρει: «Είχε μετανοήσει δια τας πρότερον πράξεις και ενεργείας του προς καταστροφήν των λεγομένων ανταρτών (σ.σ. δηλαδή του Κολοκοτρώνη).
Και αν εφαίνετο νικητής, να ζητήσει έπειτα την απόλυσιν των εξορίστων και ιδίως του Κολοκοτρώνη… επιθυμών δε προσέτι να φανή ότι αυτός επέβαλε την θέλησίν του εις τον Κουντουριώτην και λοιπούς, ελευθερώνων τους φυλακισμένους».
Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του (σελ.214), γράφει όλες κι όλες δυο γραμμές: «Εις το χάνι ηύραμεν και τον Παπαφλέσσα με καμπόσους. Πάγαινε εναντίον του Μπραΐμη. Πέρασε από το Λιοντάρι και ήταν ενθουσιασμένος. Πήγε και χάθηκε».
Στο αρχείο του Κουντουριώτη (τόμος Δ΄ σελ.505), ο γραμματέας του, του έχει στείλει επιστολή που γράφει:«Κανείς δεν εδάκρυσε από τον θάνατο του Παπαφλέσσα…».
Στα ίδια αρχεία (τόμος Γ΄ σελίδα 13), βρίσκεται και επιστολή του Κανέλλου Δεληγιάννη, που κι αυτός είχε εκδιωχθεί από τον Παπαφλέσσα. Αποδεικνύοντας την μεγαθυμία του, ίσως και το ρητό «ο θανών δεδικαίωται», ο μεγάλος οπλαρχηγός γράφει:
«Ο ένδοξος αυτού θάνατος, απέπλυνε όλους τους ρύπους του ιδιωτικού και πολιτικού του βίου και χρεωστεί η πατρίς να τον συγκατάξει και αυτόν μεταξύ των λοιπών ενδόξων αθανάτων αυτής προμάχων».
Εγραψαν επίσης για τον Παπαφλέσσα
*** Ο φιλέλληνας, C.M. Schrebian, έγραψε για τον Παπαφλέσσα: «Αυτός ο εξαιρετικός άνδρας ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ξεσήκωσαν τον Μοριά. Ήταν τότε περίπου σαράντα χρόνων.
Είχε χαρακτηριστικά αρχοντικά, μάτια φλογερά, σώμα γεμάτο δύναμη και ζωή και χαρακτήρα ακέραιο.
Κάθε του πράξη υποκινούσε ένας αγνός πατριωτισμός.
Το πνεύμα του ήταν περισσότερο καλλιεργημένο από το πνεύμα των άλλων συναδέλφων του.
Μια μακριά κατάμαυρη γενειάδα τον ξεχώριζε από τους άλλους καπεταναίους»Τωνφιλελλήνων J. Emersonκαι G. Pecchio μοιάζουν τα σχόλια για τον Παπαφλέσσα.
Τον θεωρούν «παράξενο, κράμα από αγνές πατριωτικές παρορμήσεις και πάθη ανθρώπινα», ο δεW.HHumphrey είναι αποφθεγματικός:
«Ένας τολμηρός και ραδιούργος παπάς».
*** Στον πρόλογο του βιβλίου «Σάμουελ Χάου: Ημερολόγιο από τον Αγώνα – 1825 – 1829» (Εκδ. Βιβλ. Καραβία, 1971), ο Οδυσσέας Δημητρακόπουλος, που έγραψε την εισαγωγή του βιβλίου – ημερολογίου του μεγάλου φιλέλληνος ιατρού, σημειώνει ότι ο Χάου στις 16 Ιουνίου 1825, ένα μήνα περίπου μετά από τη θυσία στο Μανιάκι, σημείωσε για τον Παπαφλέσσα:
«Ήταν ένας άνθρωπος δίχως αρχές δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά έχει την εξαγοραστική (redeeming) ιδιότητα ενός εγκαταλελειμμένου στρατιώτη και χύνοντας το αίμα του για την πατρίδα έκανε τη μεγαλύτερη εξιλέωση στη δύναμη.
Ο Θεός να αναπαύση την ψυχή του και να στείλη στην Ελλάδα περισσότερους στρατιώτες, τόσο γενναίους και δραστήριους, όπως ήταν ετούτος».
*** Ο εξαίρετος ιστορικός, Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, στο σπουδαίο έργο του «Ιστορικά μελετήματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Τόμοι Α΄και Β΄, Αθήναι, 2007) αφιερώνει ένα υποκεφάλαιο για τις γνώμες Ελλήνων αγωνιστών και ιστορικών για τον Παπαφλέσσα. Γράφει μεταξύ άλλων ότι ο Ν. Σπηλιάδης έγραψε για τον Παπαφλέσσα, μετά τη θυσία του στο Μανιάκι:
«Η Πατρίς θρηνεί δια τον θάνατον του αρχιμανδρίτου Δικαίου και πολλών ανδρείων Πελοποννησίων, οίτινες επολέμησαν ηρωικώς προς τον Ιμπραήμ και έπεσον ομού με τον ατρόμητον αρχηγόν των».
*** Ο πρωτοσύγκελλος της Επισκοπής Χριστιανουπόλεως, Αμβρόσιος Φραντζής, εκ των αγωνιστών και των ιστορικών του 1821, επειδή μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους οπλαρχηγούς, τον είχε κατατρέξει ο Παπαφλέσσας δεν μπορούσε να είναι απολύτως αντικειμενικός στην κρίση του. Έγραψε γι’ αυτόν:
«… Ότε είδεν ο Γρ. Δικαίος ότι οι εν Ύδρα απελευθερούνται και γνωρίζων ως εν εσόπτρω της οικείας του συνειδήσεως όσην είχεν ενοχήν εις την γενομένην καταδρομήν κατ’ αυτών, εξαιρέτως δε κατά του Α. Ζαΐμη, των Δεληγιανναίων και του Α. Λόντου… έσπευσεν να ζητήση και να λάβη την άδειαν δια να εκστρατεύση κατά του Ιμπραήμ, με τοιαύτην απόφασιν, ώστε ή να επιστρέψη νικητής, ή να φονευθή υπέρ πατρίδος μαχόμενος, δια να αποπλύνη τον ρύπον όλων εκείνων δι’ όσα κατελαλείτο…».
*** Ο Αναστάσιος Γούδας δρ ιατρός, στη μελέτη του «Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών» (Αθήναι, Τύποις Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1872) σημειώνει ότι οι Κολοκοτρώνης και Παπαφλέσσας στην έναρξη του Αγώνα ήσαν αγαπημένοι και συνεργάζονταν στενά. Και ως επιχείρημα αναφέρει την από κοινού διακήρυξή τους προς τους κατοίκους της Αρκαδίας.
Γράφουν μεταξύ άλλων: «Αδελφοί κάτοικοι της Αρκαδίας! Η ώρα έφτασε, το στάδιον της δόξης και της ελευθερίας ηνοίχθη.
Τα πάντα είναι εδικά μας και ο Θεός του παντός μεθ’ ημών έσεται.
Μη πτοηθήτε εις το παραμικρόν. Σεις είσθε ατρόμητοι και των προγόνων μας απόγονοι.
Γενικώς οπλισθήτε με ανοικτά μπαϊράκια και τρέξατε εναντίον των εχθρών της πίστεως και της πατρίδος.
Εντός ολίγων ημερών φθάνομεν και ημείς με 10.000 στρατεύματα. Σεις ασφαλίσατε τους Αρκαδίους Τούρκους και μίαν ώραν αρχύτερα ως λέοντες να τους ξεσχίσετε και να τους στείλετε εις τα τάρταρα του Άδου.
Μην καταδεχθήτε να σας κατηγορήση ο κόσμος και η ιστορία, αλλά να απαθανατίσετε τα ονόματά σας και να διαμείνητε αιωνίως εις την αθάνατον δόξαν…, 23 Μαρτίου 1821, πρώτον έτος της ελευθερίας, Καλαμάτα, ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ – ΑΡΧΙΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ».
Στον Παπαφλέσσα καταλογίζονται πάθη ασίγαστα, όμως το ότι ήταν ο δημεγέρτης στην αρχή της Επανάστασης και το ότι θυσίασε τη ζωή του για την Ελευθερία της Ελλάδος, τον κατατάσσουν ανάμεσα στις σπουδαιότερες προσωπικότητες του Αγώνα.
*** Πηγές: homouniversalisgr, mvgatos, wikipedia, ysterografonews.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ